Στον χρυσό οδηγό και τηλεφωνικό κατάλογο Δυτικής Μακεδονίας που πριν από δύο χρόνια μοίραζε ο ΟΤΕ, ενώ σήμερα προσφέρει θυγατρική του εταιρία, εμπεριέχονται γεωγραφικοί χάρτες των τεσσάρων νομών της.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο τόμος του 2003 σε νέα βάση και με επιπλέον τουριστικές πληροφορίες, αλλά με αβλεψίες και παραδρομές. Κρίνεται, λοιπόν, αναγκαία μια μερική επισκόπησή τους προσμένοντας ώστε στον κατάλογο του επομένου έτους οι χαρτογράφοι και οι συντάκτες της INFOTE να διορθώσουν τα ημαρτημένα μιας και οι ίδιοι προσπαθούν για «ορθότητα, πληρότητα και ακρίβεια»[1] όσων παραθέτουν.
Σε προσεκτική παρατήρηση και μελέτη παλαιών και νέων χαρτών ερείδεται το παρόν κείμενο. Ανασύρθηκαν, φυσικά, παρελθούσες μνήμες πολύωρων επισκέψεων σε τόπους της περιοχής και ξεφυλλίστηκαν εκ νέου καταγραμμένες συνεντεύξεις και συζητήσεις με κατοίκους πόλεων και υπαίθρου. Χρειάστηκαν ακόμη τηλεφωνήματα σε γνωστούς και άγνωστους κατοίκους. Απολύτως αναγκαίες στάθηκαν περιηγήσεις σε χώρους αφώτιστους από τη γραπτή παράδοση και περισσότερες, εικονικές όμως, επισκέψεις στο διαδίκτυο. Όπως επίσης κι άλλα βοηθήματα από όσα δηλώνονται, αλλά δεν αναγράφονται, για λόγους οικονομίας και μόνο.
Δυστυχώς δεν υπήρξε η δυνατότητα να ιδωθούν λεπτομερέστεροι χάρτες, οι εμπιστευτικοί λ.χ. της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού (στο εξής ΓΥΣ), τους οποίους σχεδίασαν επαγγελματίες ή ερασιτέχνες χαρτογράφοι κι εκτύπωσαν έπειτα από εντολές ανωτέρων τους αλλάζοντας ή παραλλάσσοντας προφορές κι ονόματα. Δεν ειδώθηκε το περιεχόμενο της Χαρτοθήκης του Δήμου Κοζάνης ούτε ο γράφων γνωρίζει επακριβώς το περιεχόμενό της.
Σε κάθε χάρτη, ακόμα και σε στατικούς, αποτυπώνονται όχι μόνο (φανερά) τοπωνύμια και δρόμοι, αλλά και (λανθάνοντα) δομικά στοιχεία της εποχής που εκδόθηκε όσο και εμπειρίες, ιδεολογίες, γνώσεις, διαδικασίες επιλογής των χαρτογράφων κλπ. Τα λάθη των πρόσφατων χαρτών της INFOTE δείχνουν ότι η Γεωγραφίας έχει ακόμη αρκετό δρόμο μπροστά της κι ακόμη τη στάση της πολυάνθρωπης πρωτεύουσας ως προς την ολιγομελή επαρχία και την αδυναμία της τελευταίας ως προς την προηγούμενη: θα ήταν απίθανο να διαμαρτύρονταν ο Δήμος Φιλώτα επειδή ο χάρτης της INFOTE αναγράφει τον οικισμό Λεβαία ως Λακκιά, οι κάτοικοι του Άργους Ορεστικού διότι περίγυρος οικισμός του δηλώνεται με το όνομα της κοντινής θέσης Παλάμη αντί του ορθού Κρεμαστό,[2] ο Δήμος Βεντζίων επειδή στο χωριό Μικροκλεισούρα δεν φτάνει κανείς δρόμος, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης, διότι στο διαφημιστικό της ένθετο για το νομό[3] το όρος Μπούρινος γράφεται Μπούρικας, τα Πιέρια Πιέριο, η μονή Ζάμπουρντας Ζάβαρδα και Μ. Αγιου Νικάρονος, κττ.
Xαρτογραφικές πηγές
Δεν είναι εύκολο να ανακαλυφθούν οι πηγές των χαρτογράφων, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι βασίζονται σε προηγούμενη έκδοση,[4] μεταφέροντας έτσι όχι λίγα τοπωνυμικά λάθη, π.χ. το χωριό του οροπεδίου Βεντζίων Βάρη, παλαιότερα Βάρσια, αναγράφεται και στους δύο χάρτες -αλλά και σε άλλους[5] – ως (ο) Βάρης, ωστόσο δεν ακολουθούν πολύ πιστά τους προκατόχους των ιδιαίτερα στην οδική χάραξη. Οι καινούργιοι σμίκρυναν τις γραμματοσειρές των τοπωνυμίων δυσχεραίνοντας αισθητά την άνετη ανάγνωσή τους και θεώρησαν ορθό να αποτυπώσουν τις υψομετρικές διαβαθμίσεις με χρώματα διαφορετικά των προγενεστέρων, ενέργεια κατά βάσιν ορθή, όμως το (εκτυπωτικό) αποτέλεσμα δεν δικαίωσε τελικά τη νέα επιλογή, καθώς τόποι με υψομετρικές διαφορές άνω του ενός χιλιομέτρου χρωματίζονται ομοίως, π.χ. η κορυφή των Πιερίων Φλάμπουρο με υψ. 2.190 μ. και η περιοχή του χωριού Αγία Παρασκευή Κοζάνης που ευρίσκεται στα 610 μ. έχουν το ίδιο χρώμα.[6]
Ακόμα οι νέοι πρόσθεσαν, ρέματα και παλαιούς οικισμούς, αφαίρεσαν δρόμους κι άλλα. Γενικά δεν συμβουλεύτηκαν σύγχρονους χάρτες, ιδιαίτερα των τοπικών Δήμων και Νομαρχιών, έντυπους ή ηλεκτρονικούς, και άντλησαν πληροφορίες από απροσδιόριστες πηγές και χωρίς να ελέγχουν πάντα την ορθότητά τους. Φαίνεται ότι βασίστηκαν χωρίς τη δέουσα προσοχή σε αποχαρακτηρισμένους ή μη χάρτες της ΓΥΣ, άγνωστοι στον γράφοντα, οι οποίοι περιέχουν σχεδόν τα πάντα, αλλά μόνο που αρκετά από τα πάντα αυτά κάποτε άλλαξαν απότομα και σήμερα πολλά αλλάζουν γρηγορότερα από την αναβάθμιση των χαρτών.
Ο Eπιδήμιος Πόλεμος του 1943-49 υπήρξε η δεύτερη αιτία σαρωτικών αλλαγών στα αλλόφωνα τοπωνύμια της περιοχής -η πρώτη ήταν το 1927 και η τρίτη το 1967. Ως τη δεκαετία του 1940 και κατά τη διάρκειά της τα ονόματα των υψωμάτων εγγράφονταν για πρακτικούς λόγους στους χάρτες της ΓΥΣ όπως εκφωνούνταν από τους κατοίκους, μετά όμως έλαβαν ονόματα προς τιμήν φονευθέντων αξιωματικών του Ελληνικού Εθνικού Στρατού. Το ύψωμα Μπίκοβικ (1505 μ.) π.χ., κείμενο βορείως της Καστοριάς, όπου φονεύθηκαν ή τραυματίστηκαν εκατοντάδες αντίπαλοι στα τέλη του 1948-αρχάς 1949, εγγράφεται σήμερα σε χάρτες αθηναϊκού ορειβατικού περιοδικού ως λοχαγού Περτσέλη[7] και καμιά παρένθεση δεν υπενθυμίζει την πρότερη ονομασία του –προφανώς είναι απίθανο οι κάτοικοι της περιοχής να γνωρίζουν το νέο όνομα.
Υδάτινοι οικισμοί και δρόμοι
Δύο από τις πιο οπτικές αβλεψίες, απόρροια βιαστικής εργασίας ή απουσίας καλού ελέγχου, είναι η τοποθέτηση της (κουκκίδας της) Κρεπενής, που θεωρούν οι χαρτογράφοι ως οικισμό, μέσα στη λίμνη της Καστοριάς, ενώ η Κρεπενή είναι σήμερα περιοχή στην ανατολική όχθη της κι όχι κατοικημένος τόπος.[8] Αν όμως η κουκκίδα αποτελεί εκτυπωτική παραδρομή, η «επιπλέουσα οδός» μιας άλλης λίμνης, τεχνητής αυτή τη φορά, δύσκολα ερμηνεύεται: πράγματι δρόμος ξεκινά από τη μέση της Υψηλής Γέφυρας Σερβίων και καταλήγει μέσω της λίμνης του Αλιάκμονα στον Βελβεντό, δρόμος που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κι ούτε προβλέπεται να κατασκευαστεί. Παρεμπιπτόντως σε τοπικό οδηγό[9] η ειρημένη λίμνη ονομάζεται τεχνητή λίμνη Πολυφύτου, ενώ σε έντυπο κατασκευαστικής εταιρίας των γεφυρών της[10] καλείται απλούστερα λίμνη Πολυφύτου κι όχι λίμνη του Αλιάκμονα, διότι ο ποταμός ήδη διαθέτει -και διαφημίζεται ότι θα προστεθούν- κι άλλες παρόμοιες τεχνητές λίμνες. Παρόμοια ίσως εκτυπωτική παραδρομή αποτελεί και η τοποθέτηση του Αρχαιολογικού Χώρου Σισανίου, του Μακεδονικού Τάφου Σπηλιάς και του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στην λωρίδα των Σερβίων[11] αντί των ορθών οροπεδίων Σιάτιστας, Πτολεμαΐδας και Κοζάνης αντίστοιχα.
Συναντώνται επίσης στους χάρτες ορθογραφικά λάθη και παρατανονισμοί όπως Κάτω Κόμη αντί Κάτω Κώμη, Παλούρια αντί του ορθού Παλιουριά, Ζακάς αντί Ζιάκας, Ταμπάτζειο Λύκειο αντί Τραμπάντζειο, (λίμνη) Ζάζατη αντί Ζάζαρη, Ερατύρα αντί Εράτυρα, Βοǐον (με περισπωμένη) αντί Βόιον κι άλλα. Η δε πληροφορία ότι ο νομός Κοζάνης βρίσκεται περίπου 15 χιλιόμετρα πάνω από τις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα[12] είναι ακατανόητη -ίσως επιδιώκονταν να γραφεί ότι η πόλη της Κοζάνης βρίσκεται 15 χμ περίπου βορείως του ποταμού Αλιάκμονα, αλλά κανείς δεν είναι βέβαιος.
Ερείπια και τοποθεσίες
Επιθυμώντας οι χαρτογράφοι της INFOTE να ξεχωρίσουν από τους προηγούμενους συναδέλφους τους πρόσθεσαν ως ενεργούς οικισμούς που εγκαταλείφτηκαν τελείως από τα τέλη της δεκαετίας του ΄40. Στην περίπτωση του Τριλόφου, οικισμού στο βόρειο Γράμμο, παλαιότερα (αλλά και σήμερα) οι κάτοικοι τον αποκαλούσαν Σλίμνιτσα, οι χαρτογράφοι επέτυχαν, διότι η ανοικοδόμησή του ως τόπου εξοχικής διεξόδου έχει ήδη αρχίσει. Σε άλλες περιπτώσεις δεν ευνόησε η τύχη: έχει αναγραφεί στο χάρτη το χωριό του δυτικού Βιτσίου Ποιμενικό, παλαιότερα Βαψώρι ή, σωστότερα, Μπάπτσορ, ενώ κανένα ερειπωμένο σπίτι του ως τώρα δεν έχει επισκευαστεί ή ανοικοδομηθεί -μόνον ο ναός της έχει στερεωθεί, αλλά οι θύρες του κλειδωμένες.[13] Έτερη παραδρομή είναι η αναγραφή του Μαυρόκαμπου Γράμμου (παλαιότερα Τσιορνίλιστα) ως ενεργού σημερινού οικισμού. Λίγοι είναι όσοι έχουν ακουστά αυτό το καλυβοχώρι κι ελάχιστοι όσοι μπορούν σήμερα να εντοπίσουν τη θέση του μελετώντας στρατιωτικούς χάρτες, αφού ο Μαυρόκαμπος δεν ήταν παρά χειμερινός καταυλισμός[14] κτηνοτρόφων της Νέας Κοτύλης, του οποίου ο ενοριακός ναός είναι εδώ και δεκαετίες αλειτούργητος.[15]
Το χωριό Συκιές που οι γεωγράφοι της INFOTE ενέγραψαν μερικά χιλιόμετρα βορείως των Λευκάρων Κοζάνης έχει ή, καλύτερα, είχε μακρά ιστορία. Σε κρατικό έγγραφο αναφέρεται ότι ο συνοικισμός Σελεμετλέρ μετονομάστηκε το 1957 σε Συκέαι[16] και ως Σελεμετλέρ καταγράφεται σε χάρτες του εμπορίου ή σχολικούς, τυπωμένους στην Αθήνα[17] κι επίσης με τον ίδιο όνομα σε διάφορα κείμενα.[18] Παλαιός στρατιωτικός χάρτης[19] αναγράφει ως ενεργό οικισμό βορείως των Λευκάρων μόνο το Νταουτλή, ενώ δάσκαλος γεωγράφος[20] σχεδιάζει μεν το κυκλικό σήμα του οικισμού αλλά δεν αναγράφει το όνομά του, ίσως διότι θεώρησε μη αρμόζουσα την τουρκική ονομασία Νταουτλή ή επειδή δεν είχε κατάλληλες πληροφορίες. Τι πραγματικά συνέβη;
Κατ΄ αρχήν, ο ειρημένος οικισμός ήταν ένας από τους εννέα οθωμανικούς μαχαλάδες της κοινότητας Ακσακλί, η οποία μετονομάστηκε το 1927 σε Λεύκαρα.[21] Σύμφωνα με κατοίκους των Λευκάρων[22] ο εξωτερικός μαχαλάς Νταουτλού (οι πατέρες τους νταούτ ονόμαζαν το δένδρο συκαμνιά -dut είναι στην τουρκική η συκιά) βρίσκεται αποκομμένος τρεις εκατοντάδες μέτρα από το κέντρο του σημερινού χωριού και μετονομάστηκε Συκέαι, επειδή κοντά υπήρχαν συκιές. Άλλος είναι ο εσωτερικός μαχαλάς των Λευκάρων, τον οποίο οι ίδιοι εκφωνούν Σερεμετλέ. Οι κάτοικοι του Νταουτλού το εγκατέλειψαν πριν από 30 περίπου χρόνια και μετοίκησαν στα Λεύκαρα -σήμερα μόνο ερειπωμένα σπίτια γεμάτα συκιές συναντά ο επισκέπτης.
Το ανύπαρκτο Πευκάκι
Αν όμως οι Συκέαι κάποτε υπήρχαν, έστω κι ως μαχαλάς, ο οικισμός που αποτυπώθηκε στον χάρτη της INFOTE, αλλά και σε άλλους πιο πριν, ως Πευκάκι, ΝΑ της Κνίδης Βεντζίων[23] δεν υπήρξε ποτέ. Μερικές εκατοντάδες μέτρα νοτίως του ανύπαρκτου Πευκακιού είχε οικοδομηθεί όμως παλαιότερα οικισμός που οι κάτοικοι αποκαλούσαν Κουλουκθάκ(ι) -εντύπως παραδίδεται ως Κολοκιθάκη[24] και Κολοκυθάκι. Το Κουλουκθάκ(ι) είχε ερειπωθεί πολλές δεκαετίες πριν ξανακατοικηθεί από Ποντίους πρόσφυγες, αλλά μεταπολεμικά εγκαταλείφτηκε (για δεύτερη φορά) τελείως, όμως μένει καταφανώς ορατό. Στη βόρεια άκρη του υψώνεται λοφίσκος με πεύκα φυτεμένα από μαθητές του χωριού αυτού αλλά και της γειτονικής Κνίδης επί δικτατορίας Μεταξά[25] και τα δένδρα αυτά ίσως επηρέασαν ώστε να ονομασθεί το μέρος αυτό (και λανθασμένα ο οικισμός) ως Πευκάκι.
Ως οικισμός Πευκάκι αναγράφεται ανακριβώς το Κολοκυθάκι και σε πρόσφατο χάρτη της περιοχής που εξεδόθη από τοπική Αναπτυξιακή Εταιρία,[26] ενώ στην ιστοσελίδα της Νομαρχίας Γρεβενών το τελευταίο είναι ανύπαρκτο.[27] Πάντως στη σκιά των ίδιων πεύκων γευμάτισαν πρότινος αρχαιόφιλοι ιππείς εκκινώντας από την Αιανή με κατεύθυνση το Σπήλαιο Γρεβενών. Στο πρόγραμμα της πορείας τους[28] ανεγράφη το «Πευκάκι» ως θέση κι όχι ως χωριό, προφανώς διότι οι αρχαιολόγοι γνώριζαν ότι στο μέρος εκείνο δεν υπήρχε κανείς (ενεργός) οικισμός.
Προσθέσεις κι απουσίες
Στο χάρτη της INFOTE προστέθηκαν χωριά που δεν υπάρχουν όπως η Καρδιά Εορδαίας, παλαιότερα Τρέμπενο ή, κατά μια πληροφορία ντόπιου κοριτσιού Τρέμνιο –εξαφανίστηκε μέσα στα λιγνιτοφόρα ορυχεία της ΔΕΗ. Ακόμη και πρόσκαιρες εγκαταστάσεις για διαμονή εργατών του φράγματος Πολυφύτου, σήμερα έχουν καταρρεύσει, όπως ο οικισμός ανατολικά των Ιμέρων Κοζάνης που αναφέρεται ως Παλιοκάλυβα. Ο ερειπωμένος αυτός οικισμός αναγράφεται κι ως Παραλίμνη σε καλογραμμένο χάρτη του νομού τυπωμένο στην Αθήνα,[29] τον οποίο αντιγράφει αυτούσιο η ιστοσελίδα του Δήμου Σερβίων[30] κι εμπιστεύονται περισσότεροι.[31]
Αντιθέτως, χωριά που μετακινήθηκαν σε άλλον τόπο λησμονήθηκαν τελείως να δηλωθούν με τη νέα τους θέση κι ονομασία, όπως η Νέα Χαραυγή Κοζάνης. Παράδοξες είναι, τέλος, εγγραφές οικισμών που είναι σήμερα κυριολεκτικά ανύπαρκτες: το Γουρνάκι π.χ. Βεντζίων, παλαιός οικισμός μέσα σε χαράδρα, που οι κάτοικοι εγκατέλειψαν προπολεμικά οικοδομώντας νεότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα ψηλότερα[32] -στο χάρτη της INFOTE το Γουρνάκι όχι μόνο δηλώνεται ως ενεργό αλλά κι εγγράφεται λανθασμένα νοτίως του σημερινού χωριού Νεοχώρι, ενώ βρισκόταν ανατολικά του.
Τέσσερα γνωστά μοναστήρια λησμονήθηκαν τελείως να περαστούν στο χάρτη της INFOTE: α) η παλαιά μονή Παναγίας Τορνικίου Βεντζίων β) η εξαιρετική παλαιά μονή τo Eυαγγελισμού, Ευαγγελίστρας[33] ή Βαγγιλίστρας όπως καλείται από τους κατοίκους του τόπου, η οποία βρίσκεται σκαρφαλωμένη στις δυτικές υπώρειες του όρους Μπνάσια, Μπονάσια ή Βουνάσα γ) η νεότερη της Αγίας Τριάδας γνωστότερη ως μονή Ιλαρίωνος ή Λαργιού κατά τους χωρίτες, κείμενη ΝΝΔ της Αιανής και δ) η νεότατη μονή του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος στη Λοξή Γωνία (Μπουτζάκια) Κοζάνης.[34] Είναι αξιοσημείωτο ότι η Λαργιού, στην οποία ποτέ δεν έπαψε η καλογερική παρουσία, δεν μνημονεύεται και σε αρκετούς άλλους χάρτες.[35]
Οδικά προβλήματα
Περισσότερο όλων ίσως προβληματίζει η ελλειπτική χαρτογράφηση του οδικού δικτύου, αφού δρόμοι στρωμένοι με άσφαλτο δηλώνονται κάποτε ως χωμάτινοι και το αντίθετο. Άλλες φορές απουσιάζουν εντελώς ασφαλτόδρομοι ή χωματόδρομοι οπότε χωριά και οικισμοί βρίσκονται γραμμένα στο πουθενά, ο Τρίλοφος (Σλήμνιτσα) π.χ. της Καστοριάς, η Βροντή Βοΐου, η Μικροκλεισούρα Βεντζίων, ο Τριπόταμος Φλώρινας κλπ. Ο κύριος ασφαλτόδρομος Κωσταραζίου-Καστοριάς μέσω Μηλίτσας εγγράφεται ως δευτερεύων δρόμος, ενώ ο χωματόδρομος Χρωμίου-Ζάμπουρντας χρωματίστηκε ως ασφάλτινος. Παράλληλα απουσιάζουν εντελώς υπαρκτοί και υπό κατασκευήν δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, όπως οι Τριγωνικού-Ρυμνίου στην Κοζάνη, Κορομηλιάς-Γαύρου στην Καστοριά, Ξυνού Νερού-Βεύης στη Φλώρινα κλπ., παρόλο που στο υπόμνημα του χάρτη αναγράφονται σήματα του υπό μελέτη και υπό κατασκευή οδικού δικτύου.
Η διαφημισμένη Εγνατία οδός εγγράφεται από τα Γρεβενά ως τη Βέροια έτοιμη προς χρήσιν, όμως γέφυρες και σήραγγες αργούν ακόμα αρκετά να τελειώσουν, για να παραδοθεί ολόκληρη στην κυκλοφορία. Και, βέβαια, δεν σημειώνεται καθόλου το ατελείωτο κι εγκαταλειμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1930 σιδηροδρομικό δίκτυο Κοζάνης-Καλαμπάκας, που σε περιόδους εκλογικών αναμετρήσεων ανασύρεται σαν από μηχανής θεός[36] ως μέλλουσα κατασκευή. Είναι γνωστή στους φιλοπαίγμονες κατοίκους του νομού η νεόκοπη έκφραση να σι κόψ(ει) του τρένου τς Καλαμπάκας, που λέγεται για να δηλώσει το απίστευτο.
Γη και ιδεολογία
Μερικά ρέματα έχουν αναγραφεί διαφορετικά από την καθημερινή εκφώνησή τους: ο λάκκος π.χ. που κατέρχεται από το όρος Μπούρινος ενσωματώνοντας τα λύματα της πόλης Κοζάνης εγγράφεται ως «Φτελιά Ρ.[έμα]», ενώ αυτός καλείται απλώς από τους χωρικούς Λάκκους ή έχει τμηματικές ονομασίες. Οι κάτοικοι της Λευκοπηγής λ.χ. γράφουν το τμήμα του ρέματος που διαρρέει το έδαφος του χωριού τους ως τ΄ Θανάσ(η) ου λάκκους,[37] τον εκφωνούν όμως Στ΄ Θανάσ(η) του λάκκου.
Στον ίδιο χάρτη ο λάκκος που κατεβαίνει από τη θέση Σπήλι του όρους Βερμίου βρέχοντας τα (παλαιότερα) προσφυγικά χωριά Σπηλιά και Καρυοχώρι εγγράφεται ως Μύλων Ρέμα, ενώ οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της διπλανής Ερμακιάς τον αποκαλούν Στάρα Ρέκα,[38] δηλαδή Παλαιό Ρέμα. Παρομοίως το νερό που ξεκινά από τα ΒΔ ορεινά του ιδίου όρους, περνά από τους Πύργους (Κατράνιτσα) Κοζάνης και χύνεται στη λίμνη Βεγορίτιδα κοντά στο χωριό Φαράγγι ως Μπέλα Ρέκα (Άσπρο Ρέμα), ενώ καταγράφεται ως Κάστρο Ρέμα.
Το βουνό της Κοζάνης που οι χωρίτες αποκαλούν Σνιάτσκους, Σνιάτσκου, Σινιάτσικου ή Σινιάτσικο (οι καθαρευουσιάνοι το γράφουν Άσκιον) γράφεται στο χάρτη ως Άσκιον Ορ Σινιατσικο, χωρίς να ξεχωρίζει δηλαδή η λόγια από την τοπική ονομασία. Το δε αντίστοιχο της ίδιας περιοχής Μπούρνους ή Μπούρινους, Μπούρινος ή Βούρινος κατά τους αθηναΐζοντες, δεν αναγράφεται καθόλου, παρόλο που το τρίγωνο σήμα της κορυφής στο χάρτη μετρά σωστά τα 1866 μέτρα της.
Οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ της λαϊκής και της λόγιας (ή κρατικής) ονομασίας καθώς και η πρόσληψή τους είναι τεράστιο ζήτημα, ειδικά όταν εισχωρούν διαμάχες, ιδεολογίες ή συμφέροντα. Η παλαιά ονομασία Γγιόζ τεπέ[39] της κορυφής που δεσπόζει του χωριού Κοιλάδα Κοζάνης μετονομάστηκε ή, καλύτερα, ερμηνεύτηκε πετυχημένα ως Σκοπός και σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν την παλαιά τουρκική ονομασία (παρεμπιπτόντως στο χάρτη της INFOTE ο Σκοπός βρίσκεται ανακριβώς στη θέση των υψωμάτων της Ζαρκαδόπετρας).
Η κατά λέξιν μετάφραση τοπωνυμίων ήταν φυσιολογική και κάποτε αναγκαία για την προσπάθεια αφομοίωσης αλλόγλωσων πληθυσμών ή επειδή οι νέοι κάτοικοι δεν διέθεταν την ίδια προφορά με τους παλαιότερους. Όμως δεν στάθηκαν όλες οι μετονομασίες πετυχημένες και πολλές ως σήμερα ακόμα δεν έχουν υιοθετηθεί. Αν π.χ. το Βίτσι έγινε Βέρνον και το Σινιάτσικο Άσκιον, ελάχιστοι ντόπιοι, εκτός από τους χάρτες, αποκαλούν τα δυο βουνά με τη λόγια ονομασία.
Το γνωστό στους κατοίκους όρος Βίτσι, όπως το αποκαλούν οι χωρικοί, εγγράφεται πολλές φορές μόνο ως Βέρνον ή Βέρνο κι όχι, επεξηγηματικά τουλάχιστον, κι ως Βίτσι. Κατά μιαν άποψη ο νομιμόφρων διανοούμενος καλεί ή, σωστότερα, γράφει (μόνο) το Βίτσι ως Βέρνο, ενώ ο ανήσυχος το λέγει απλώς Βίτσι. Το κράτος το παραδίδει ως Βέρνο, οι ιδιώτες Βίτσι. Ενδιαφέροντα στοιχεία απορρέουν, αν συγκρίνει κανείς ποιοι και γιατί χρησιμοποιούν την ονομασία Βέρνον ή αντίστοιχα Βίτσι κι εδώ φαίνεται να υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας.
Σε ιστοσελίδα της Καστοριάς,[40] όπως και σε έργα επιστημόνων,[41] αναγράφεται αβίαστα το αναφερόμενο όρος ως Βίτσι, αλλά σε πρόσφατη έντυπη έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Φλώρινας[42] τόσο και σε ηλεκτρονική της ΤΕΔΚ του ιδίου νομού[43] το βουνό παραδίδεται ως Βέρνον κι ως Βίτσι μόνον η κορυφή του. Επίσης ως Βίτσι αναγράφεται το όρος στον τίτλο τοπικής εταιρίας οικοτουρισμού με έδρα το χωριό Αετός Αμυνταίου,[44] ενώ ως Βέρνο εγγράφεται σε κρατικής χορηγίας προϊόντα.[45] Παλαιότερος γεωγράφος, στρατιωτικός κι εμπειρότατος[46] αναφέρει μεν την κορυφή ως Βίτσι, αλλά καλεί όλο τον όγκο του όρους Νέρετζκα αγνοώντας τη λόγια ονομασία Βέρνον. Η ενδιαφέρουσα διαδρομή από το παλαιό Νερέτζκα στο σημερινό Βέρνο, η οποία θα χρειάζονταν αρκετές σελίδες για να περιγραφεί, δεν θα επιχειρηθεί εδώ.
Σπήλαια και ιερά
«Κοντά στο χωριό Ακρίνι, θα συναντήσετε το Μαύρο Σπήλαιο, γεμάτο σταλαγμίτες και σταλακτίτες» μάς πληροφορεί τουριστικό αφιέρωμα,[47] ενώ πιο κάτω[48] αναγράφει ως αξιοθέατο της περιοχής Κοζάνης το Σπήλαιο «Σκοτεινό», Ακρινή. Η απλούστερη ανάγνωση για όποιον δεν γνωρίζει την περιοχή είναι ότι στα χωριά Ακρίνι και Ακρινή υπάρχουν δύο σπήλαια, το (σταλακτιτικό) Μαύρο και το Σκοτεινό αντίστοιχα, τα οποία αξίζουν την προσοχή μας. Διαβάζοντας όμως το χάρτη της INFOTE, δεν θα συναντήσει κανείς το χωριό Ακρίνι, διότι απλούστατα δεν υπάρχει, αλλά μόνο την Ακρινή της Λοξής Γωνίας.
Αν ο περιηγητής επισκεφτεί την Ακρινή και ρωτήσει για το Μαύρο σταλακτιτικό σπήλαιο, θα εισπράξει αρνητική απάντηση, αφού κανένα δεν ονομάζεται Μαύρο κι ούτε τα υπάρχοντα στους νότιους πρόποδες του υψώματος Σαρή Καγιά Βατερού έχουν σταλακτίτες, διότι τα πετρώματά τους είναι κατά πλειονότητα κροκαλοπαγή χερσαίων αποθέσεων παρά καθαροί ασβεστόλιθοι.[49] Απογοητευμένος, λοιπόν, από την ανυπαρξία του σταλακτιτικού Μαύρου Σπηλαίου, ο επίμονος επισκέπτης της Ακρινής θα λάβει την άγουσα προς το (πράγματι υπαρκτό) Σκοτεινό σπήλαιο, που παλαιότερα παραδίδονταν απλώς ως Σπήλαιον,[50] ενώ αργότερα ως Προσκυνητάρι του Αγίου Γεωργίου στη σπηλιά»,[51] ονομασίες που προδίδουν ανυπαρξία σχετικού ονόματος.
Οι ηλικιωμένοι όμως κάτοικοι ονομάζουν το κοντινότερο στο χωριό σπήλαιο με τη λέξη Τρυπί του ιδιώματός τους. Το Τρυπί ή Σκοτεινό όπως μεταβαπτίστηκε μεταπολεμικά, προφανώς επειδή η αθηναϊκή γλωσσική νόρμα θεωρήθηκε ανώτερη της ποντιακής διαλέκτου, αποτελεί σήμερα μνημείο σπάνιας ομορφιάς, αφού από ένα άσημο αιγοπροβατοστάσιο μεταμορφώθηκε πριν από 20 χρόνια σε εξαίρετο χώρο θρησκευτικής λατρείας, ίσως επειδή οι άνθρωποι νοσταλγούν την αδρότητα του βράχου και την απλότητα του χώματος παρά τα σύνθετα σκυροδέματα των σημερινών ναών.
Εκτός από το Τρυπί μερικές εκατοντάδες μέτρα προς Βορράν υπάρχει κι άλλο σπήλαιο, γνωστό παλαιότερα απλώς ως Σπήλαιον,[52] διασκευασμένο κι αυτό ως χώρος λατρείας αλλά με τεράστια τσιμεντένια συνοδευτικά οικοδομήματα στην είσοδό του, ώστε ωχριά μπροστά στην απλότητα που διαθέτει το Τρυπί. Το σπήλαιο αυτό και η συναφής του δόμηση αναγράφονται κι ως Εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου στην τοποθεσία σπηλιά,[53] Ανεξερεύνητη σπηλιά[54] ή και Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου στη Σπηλιά Ακρινής[55] -την τελευταία ονομασία αντιγράφει η ιστοσελίδα του Δήμου Ελλησπόντου.[56] Οι κάτοικοι το ονομάζουν απλώς Εκκλησία του Αϊ-Γιώργη και διατείνονται ότι παλαιόθεν ο χώρος της σπηλιάς λειτουργούσε ως χώρος λατρείας, άποψη που δεν απέχει της πραγματικότητας, αφού στη θέση της Ακρινής, προφανώς λόγω της γειτνίασης με την, αποξηραμένη σήμερα, λίμνη Σαριγκιόλ, διαπιστώθηκαν εγκαταστάσεις από τη Νεολιθική εποχή κι εντεύθεν.[57]
Οι σταλακτίτες της Μίσκας
Εν τούτοις, λίγο μακρύτερα της Ακρινής υπάρχει ένα εξαίρετης ομορφιάς σταλακτιτικό σπήλαιο, το σπήλαιο της Ερμακιάς, που βέβαια συγχέουν ή αγνοούν οι σχετικοί συντάκτες της INFOTE. Το σπήλαιο αυτό (ντούπκα στην τοπική διάλεκτο) κείται στη θέση Μίσκα (σλαβ. μασχάλη), τρεις εκατοντάδες μέτρα βορείως της οδού Ερμακιάς-Σπηλιάς. Παλαιότερα δέχονταν επισκέπτες από περίγυρους κατοίκους που έπαιρναν από μέσα του γιάσμο (αγιασμό), νερό που χρησιμοποιούσαν ως γιατρικό δερματικών παθήσεων[58] και ίσως ως προληπτικό προστατευτικό.[59]
Παλαιότερος δάσκαλος-χαρτογράφος κατέγραψε το σπήλαιο της Μίσκας με την ονομασία σπήλαιον σταλακτιτών και ανήκον στην κτηματική περιοχή του παρακείμενου χωριού Σπηλιά. Προσέθεσε μάλιστα την πληροφορία ότι η παλαιά ονομασία του τουρκικού χωριού Βοϊβοντίνα άλλαξε σε Σπηλιά εξ αιτίας του ιδίου σπηλαίου.[60] Έλαθε όμως διττώς, διότι το χωριό Σπηλιά ονομάστηκε από τη θέση Σπήλι, κείμενη ΒΑ του χωριού, στην οποία πράγματι ανοίγονται στόμια σπηλιών κι όχι από το ανύποπτο στους πολλούς και αδιάφορο στους περισσότερους σπήλαιο της Μίσκας που επιπλέον δεν ανήκε -και δεν ανήκει- στην κτηματική περιοχή της Βοϊβοντίνας-Σπηλιάς. Ο ειρημένος αποτυπωτής ή δεν είχε επισκεφτεί τα δύο αναφερόμενα χωριά ή η έρευνα που διεξήγε δεν υποχρεώθηκε στον απαραίτητο έλεγχο της ακρίβειας.
Στην ιστοσελίδα του Δήμου Αγίας Παρασκευής συμβαίνει το εξής παράδοξο: στη μεν υπερσύνδεση Αξιοθέατα το σπήλαιο της Μίσκας παραδίδεται ως ανήκον στο Δ.Δ. Σπηλιάς, ενώ στην αντίστοιχη Στοιχεία Δήμου[61] καταγράφεται (ορθά) ότι ανήκει στο Δ.Δ. Ερμακιάς -ίσως ο κατασκευαστής της τοποθέτησε λάθος λεζάντα κάτω από τη φωτογραφία του σπηλαίου της Μίσκας. Όμως από χάρτη τοπικής αναπτυξιακής εταιρίας, όπου σημειώνονται τα όρια των Δ.Δ. του ιδίου Δήμου[62] φαίνεται ότι το σπήλαιο ανήκει στην Ερμακιά. Παρόμοια άποψη εκφέρει κι έντυπος οδηγός του νομού,[63] του οποίου ο συντάκτης, που μάλλον δεν κατοικεί στην περιοχή, μελέτησε, συνέκρινε ή αναζήτησε σωστές πληροφορίες, ενώ οι συντάκτες και χαρτογράφοι της INFOTE δεν έδωσαν τη δέουσα προσοχή.
Το κείμενο είχε δημοσιευτεί παλαιότερα στις εφημερίδες Θάρρος (15.10.03) 1, 3 & Πτολεμαίος (11.11.03) 8-9. Σήμερα βλέπει ανακτενισμένο τον ψηφιακό κόσμο.
Δείτε ΕΔΩ τη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ του κειμένου