Γριζιαλιούνταν κάθι μέρα στ’ μάναμ’ η τρανή η διρφήμ’.
- Μάνα χαλέβου να μας παρς κι μας ένα γιαλί να γλέπουμι να χτινιζουμέστι. Όλα τα κουρίτσια έχν στα σπίτια.
- Μο κουρίτσιμ’ άμα μάσου κάνα αυγό θα πάρουμι όταν θα έρθει η Βλάχους (αυτός έφερνε στο χωριό διάφορα).
Έμασι η μάναμ’ πέντι αυγά κι ήρθι του γιαλί.
- Κουρίτσια πού να του βάλου;
- Πουλύ ψηλά μάνα, να μην του φτάν’ η μκρή (εγώ).
Ο καθρέφτης έγραφε καλημέρα και είχε και δύο φούντες στην κάθε άκρη. Τουν ξιξκριμνούσι μούγκι η διρφήμ’, ιγώ σαν τγάτα τουν τηρούσα απού κάτ’.
- Μην τουν πειράξ’, ισύ να ξέρς μίλιγαν.
Μια μέρα βρήκα στριχουμένου σι μια τρύπα στου ντβάρ’ ένα χαρτί, είχι λίγου κόκκινη βαφή που έβαφι η μάναμ τσφούστις μας. Πήρα μι του δάχτουλου κι έβαψα τα μάγουλαμ’. Πώς να δω αν είμι καλή; Τι να φκιάσου, τι να σώσου. Αντραλίσκα να του τηρώ του γιαλί και καθώς ήμαν μαναχιά, πήρα μια φούρκα απ’ τ’ αχούρι κι τράβα τράβα του ξιθλίκουσα απ’ του καρφί, έπισι κάτ’ του γιαλί κι γένκι τσίτσιαλα. Τα πλαλούντα έφυγα κι κρύφκα πέρα σναχειρώνα. Του δειλνό μι έκουψι λόρδα, πνούσα κι σιγά σιγά σαν τγάτα πήγα σπίτ’. Μάρπαξι η μάναμ’, μαρχίνσι μι τουν πλάστ’ κι όπους είχα βαμένα τα μάγουλα μι τα δάκριαμ’, αρχίντσι σουλνάρια να κατιβαίν’ η μπουιά απ’ τα μάγουλαμ’.
Κι αρχίντσι η μάναμ’.
-Βάψιμου σι μάρανι παλιουτσουτζουλου που να ξιπατουθείς να μη σι γλιέπου ντιπ, σκλίκια έχ’ στουν κολ… κι δε σιγουρεύισι ντιπ, θα σι κλείσου του βράδι στ’ αχούρ’ να κοιμθείς μι τα βόδια.
Ανάσα ιγώ. Καλά που ήρθι η θειάκου μ’ η Πανάγιου κι αρχίντσι να λαβίζ’ τμάναμ΄.
- Έλα μι λέει κουρίτσιμ σι μένα, σαλάθκι η μάνα σ’ …
Αυτό το έζησα … και τώρα στο σπίτι μου έχω πάνω από τρεις μεγάλους καθρέφτες.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εν Μικροβάλτω…», ΑΦ 27