Μη ήλιγι τσπρουάλις μιά συντρόφσαμ’ χουργιανή μας, που είναι παντριμέν σ’ άλλου χουριό. Τα πιδιάτς δε χαλέβν ντιπ να παένουν στου Μικρόβαλτου. Τι να χαλέβν μα χαζιά αφού δεν γιννήθκαν στου χουριό; Τι να θμούντι αυτά;
Τα τσιουκάνια απ’ τα πρόβατα, τα μαντριά, τα πουρνάρια, τα κλαδιά, τα κριάκουρα, τα βαλάνια, τα κράνα, τα γκρέγκουρτσα, χόριψαν μα αυτά στα αλώνια;
Έπιξαν τα φλιούρια, τα γκουργκόλια, κλιφτουρίτσα, του δεν τσακώνου ξύλου;
Έκαναν ντραμπάλα; έπιξαν στου χιόν μι τα γουρνουτσάρχα να γιουμόζν νιρό κι να πλιακουτούν όταν πλαλούσαν;
Τι χαλέβς τώρα να πουνούν του χουριό;
Α ρώτα μα φουκαρίνα ημάς τστρανές που μόλις κάνουμι κατά σιαπάν κι διαβούμι τσκατιρήντς του λάκκου πώς χπάει η καρδιά μας απού πόνου κι χαρά.
Ξέρς που όλα μας καλουσουρίζν κι μας χιριτούν κνούντας τα κλουνάρια, οι κρανιές, οι πουρναρές, τα κλαδιά, τα λούδια, όλα μα είνι θκά μας, χαμπαρίηζ ή όχι φτάνουμι στου σταυρό κι θυμούμαστι τουν παππού τουν Τ. που πάλιψι μα μι του λύκου κι τουν έπνιξι του λύκου, τέτοιου παληκάρ ήταν, κι στα παλιάμπιλα που μαζουνάμι βαλάνια για τα γουρούνια να τρων να βάζν κριάς για να τα σφάζουμι τα Χριστούγιννα.
Ή που εβαζάμι σναγιασουφιά του αυτί μας για νακούσουμι ψαλτάδις γιατί μπάτσι η νικκλησιά για να μην νκάψν οι Τούρκοι.
Ή τα αρνούλια που βέλιαζαν απ’ τα μαντριά του Γκιάτα κι απ’ τα θκά μας ζπιστηρές όταν εβαζάμι πέτρις να ανάψουμι του καντήλλι στου ξουκκλίς που ήταν σνάκρια στου δρόμου, κι παραπάν που ήταν η κακιά σκάλα κι έτριμαν να πιράσν και τα βόδια, τα γουμάρια, μιά πατλιά δρόμους ήταν.
Θα ξιχάσουμι μα συντρόφσα του κρύου νιρό τσάγκαρ του μπγιάδ και στα γκιουφύρια σμά στου χουριό που απουπάν έπλιναν οι γνέκις κι μεις λίγου πιό σιακάτ επινάμι νιρό κι δεν παθινάμι τίπουτα τα ξιπατουμένα, μας φύλαγι η Θιό΄ς ήλιγι η μάναμ.
Στ’ Ατσιάνη του χουράφ που ματουνάμι τα χέρια μας να μαζώνουμι βατσινόμουρα, τα ξιαστόχσις κι τότις μι τα ηρουπλάνα που έριχναν στου χουριό τρανές ουβίδις κι μεις κρυβουμάσταν κάτ στου μκρό του γκιουφύρ, τάζησαν μα αυτά τα πιδιά μας να χαλέβν να παέν;
Ντιπ χαζιά είσι κι κάντς πως ταχα δεν καταλαβέν,τς. Οι Μκρουβαλτνές μα έχν μυαλό κι δεν τα ρίχν βάρους τα πιδιά, τ’ άκσις;
Τα θκά μας τα γκιζέρια δεν τάχουν τώρα τα πιδιά, να γυρνούν όλ’ τμέρα κι να μη τα χαλέβν οι μάνις τα...
Φωτογραφία: Η τοποθεσία Αμπέλια, με φόντο τον Αηλιά, τη δεκαετία του 1960 (πριν τον αναδασμό)