- Γούλαμ ήλιγι η μάνατ, δε μουτσιαλνάς ντιπ. Ουδιέτσι του γλέπου του ψουμί που σι φέρνου στου μαντρί. Τι σιλουή έχς γιεμ, πέτου στμάνας.
- Τι να φκιάσου, τι να σώσου μάναμ, πώς να κνήσου του κριάκουρου.
- Αρα τι σαλαμάρις ακούου.
- Μάνα βρήκα ένα σιντούκι λίρις.
- Λέλεμ του πιδίμ σαλάθκι. Τι λίρις αρα χαμένι, τι λες, ίνουρο ίδις ή σι πάτσι του ίσκουμα, ποιες λίρις;
- Βρήκα μάνα ένα σιντούκι λίρις στου τρανό του κριάκουρου απού πχατ.
- Κι πώς ξέρς αρά, πώς τσάμπλαξις;
- Έβαλα νγκλούτσα σι μια τρύπα κι ρουπουτούσι του σιντούκι. Ταχιά να φέρς ένα λισγκάρι κι ένα τσαπί, ένα για μένα ένα για σένα, κι να τσβγάλουμι, να φέρς κι του μπλάρι να τσφουρτώσουμι κι πουλύ χαραή να μη σι ιδουν.
Η θειάκου τ πήγι κι αρχίντσαν να σκάβν. Πού να ταραχτεί του κριάκουρου.
- Απόκανα Γούλαμ, αντραλίζουμι.
- Άμα δεις τσλίρις όλα θα τα ξιαχτουχίις.
- Τούδα ιγώ πιδίμ του ίνουρου, έτρουγα σταφύλια, πιδιμός είνι.
Κάπουτι κι αλλότι έβαλι η Γούλας του χέρι κι τράβιξι του σιντούκι. Κι τι ήταν; Ένα γιρμανικό κράνους. Η θειάκου σάστσι.
- Αρα γιατιαυτό του γκαμπράνι χλιάρσαμι τόσου χώμα κι ξιμισιάσκα;
- Πάρτου μάνα να του φκιάεις κιούπι, να πίν οι κότις νιρό.
- Α σιαπέρα αρά σαλέ, να έχου ιγώ στου νουβρόμ τ' Γιρμανού του γκαμπράνι να θυμούμι ότι μας έκαψαν οι τσιακματζμένοι του χουριό.
Του φουρλιάτσι η θειάκου κι έφυγι ξιμισιασμέν.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εν Μικροβάλτω...», ΑΦ 24