nikiforos 2Ἰκείνουν τοὺν κιρὸ οἱ μάννις ἀπ’ εἶχαν κούτσκα, κι τὰ βύζιναν, τἄπιρναν μαζί τις κουντὰ στὰ χουράφχια. Ποῦ νὰ πάρν’ οἱ φουκαρίνις ἄδεια τουκιτοῦ; Ἅμα τσάπζαν καλαμπούκια ἢ φασούλια κι ἀκόμα καλλίτιρα στοὺν θέρου κι στ’ ἁλώνια. Κάθι τόσου ἄφναν ‘ν τσάπα, ἢ τοὺ τσαπί, τοὺ θκέλ’, ἢ τοὺ λιλέκ’ καταῆς κι πάηναν στοὺ μκρὸ κι τοὺ βύζιναν.


     Στοὺ χουράφ’ ὅμους δὲν εἶχαν μπισίκ’ κι γιατιαὐτόϊας τοὺ πιδὶ τὄβαναν στοὺ σαμάρ’ ἀπ’ τοὺ μπλάρ’. Δηλαδὴ ἀναπουδουγυρνοῦσαν ἀπ’ τ’ μέσα τ’ μιριὰ τοὺ σαμάρ’ κι τὄφκιαναν μπισὶκ’. Βιβαίους θἄστρουναν κι καμνιὰ κουριλλοῦ κι ἔτσιας τοὺ πιδὶ ἦταν μνιὰ χαρά. Οὔτι μόλυνσ’, οὔτι μπινταντίν, οὔτι ἀντισηπτικό, οὔτι μάσκις, οὔτι ὅ,τ’ κι ἀντὶ π’ λέν’ οἱ μουρφουμέν’.

Γιαὐτάϊας ἀπ’ γράφου, τὶ δουκήθκι πάλι ἡ μάνναμ’. Τοὺν Θιρστὴ τ’ 1952 καθὼς θέρζαν οἱ θκοί μας οἱ Μιχαλάδις ἀπὰν’ στοὺν Πύργου κι στὰ Ἰσιώματα, σύνουρου μὶ τὰ Γκαλτσάθκα τὰ μαντριά, εἶχι κι μένα, γιὰ νὰ μὶ βζαίν’, ἀφοῦ γιννῆθκα τοὺν Μάρτ’. Σὶ μνιὰ ἀπ’ τς φουρὲς ἀπ’ ἦρθι νὰ μὶ βζάξ’, μὶ βρῆκι γιουμάτου βρουμούσια, ἰκεῖνα τὰ κουκινουπά, π’ τσιουμποῦσαν κιόλα, κι ἂν τὰ ζουπούσαμι λίγου βρουμοῦσαν τὰ χέργια μας. Τὰ μυρμήγκια, ἅμα μύρσαν γαλατὲς ἀπ’ τοὺ βύζαγμαμ’, συνουήθκαν, πῆραν δρόμου κι συρταργιάσκαν ὅλα ἀπάν’ σὶ μένα, σὰ νὰ εἶχαν βρῆ βζὶ γιὰ νὰ βζάξν κι αὐτὰ τὰ ἔρμα!

Ἴδιτι, πῶς γένουνταν ἰτότις; Ποῦ νὰ γέν’ αὐτόϊας σήμιρα;

11.5.2017

Ἄει νὰ μὶ σχουρνᾶτι, ἀρ.νι.μα

nikiforos 2