Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς στο Φρούριο
Επίσης αντί γιά τό «Κόλιαντρα Κόλιαντρα Χριστός γεννιέται» έλεγαν «σούρβα σούρβα κι αη Βασίλης έρχεται».
Απ’ τό βράδυ οι νοικοκυρές έπλαθαν τά φύλλα και τά έψηναν στη «γάστρα». Έφτιαναν δύο πίττες. Μιά γιά την οικογένεια και μιά γιά τό τσοπάνο. Μέσα σέ κάθε πίττα έβαζαν ένα νόμισμα, ένα άχυρο, δέκα πόντους περίπου, ένα μικρό κύκλο μέ άχυρα, ένα ξυλάκι σέ σχήμα φούρκας, ένα πουρναρόφυλλο και μιά πολύ μικρή πέτρα.
Ανάλογα μέ τό τί θά εύρισκε κάθε μέλος τής οικογενείας θά γίνονταν:
Άν εύρισκε τό νόμισμα θά γίνονταν πλούσιος. Αν εύρισκε τό σάλωμα, πού συμβόλιζε τήν «άξιάλη» θά γίνονταν γεωργός.
Σ’ αύτόν πού θά έπεφταν τ’ άχυρα σέ κύκλο ή η φούρκα ή τό πουρναρόφυλλο, θά γίνονταν τσοπάνος. Σ’ αύτόν πού θά έπεφτε ή πέτρα, θά ήταν γερός όλο τό χρόνο και δύσκολα θ’ αρρωστούσε.
Ένα από τά μέλη τής οίκογενείας πήγαινε στά παχνιά των ζώων, γιά νά βρει σπειριά από σιτάρι, πού θάχαν πέσει άπ’ τ’ άχυρα. Τά σπειριά αύτά τά έρριχναν στήν «πρασιά» του τζακιού και τά ονόμαζαν τό καθένα μέ όνομα μέλους τής οικογένειας. Κάθε σπειρί αντιστοιχούσε καί σέ ένα μέλος τής οικογένειας. Τό πρώτο σπειρί θά είχε τό όνομα του παππού, τό δεύτερο τής γιαγιάς, τό τρίτο του πατέρα, τής μητέρας και των παιδιών. Άρχιζαν νά ονοματίζουν τά σπειριά απ’ τό μεγαλύτερο πρός τό μικρότερο.
Τά σπειριά στή φωτιά ζεσταίνονταν, φούσκωναν και πηδούσαν. Ανάλογη μέ τό πήδημα θά ήταν κι ή ευτυχία κάθε μέλους τής οικογενείας. Εκείνου πού τό σπειρί του θά πηδούσε περισσότερο θά ήταν κι ό πιό ευτυχής. Αν κανένα σπειρί δεν πηδούσε καθόλου τό είχαν γιά κακό σημάδι καί τό επαναλάμβαναν, όταν επρόκειτο γιά νέο μέλος.
Σπειριά σιταριού έβαζαν ακόμη καί γιά τά αγαπημένα τους ζώα.
Πρωτοχρονιά
Πριν ξημερώσει έπαιρνε κάποιος απ’ τό σπίτι τήν πίττα καί τήν πήγαινε στο τσοπάνο. Όταν έφτανε στήν καλύβα έρριχνε τρία όπλα καί τήν παρέδινε. Κατόπιν γύριζε στο σπίτι, όπου έκοβαν τήν πίττα σέ τόσα κομμάτια, όσα ήταν τά άτομα τής οικογένειας κι ένα ακόμη γιά τον Άγιο Βασίλη. Ύστερα έβαζαν τό ταψί στη μέση του τραπεζίου, τό γύριζαν τρεις φορές κι έπαιρνε ό καθένας το κομμάτι πού του τύχαινε.
Τά Ρουκατζιάρια
Οί Φρουριώτες, όπως και κάθε Χριστιανός, ήθελαν όλο τό χρόνο να είναι χαρούμενοι κι ευτυχείς. Τή χαρά και τό γέλιο όμως ποιός θά τούς την εδινε την Πρωτοχρονιά; Διασκεδαστικά κέντρα, θέατρα και μουσικό όργανα δεν υπήρχαν στο χωριό του «Λιάκου - Λιάκου». Τό ξεφάντωμα και τό κέφι θάρχονταν μόνο μέ τά «Ρουκατζιάρια».
Τό έθιμο αύτό δεν ανήκε μόνο στό «Φρούριο». Κι άλλα μέρη τής Ελλάδας διασκέδαζαν μέ «Ρουκατζιάρια». Τά Παληαλωνίτικα «Ρουκατζιάρια» όμως ξεχώριζαν. Ήταν νοτισμένα απ’ την καταχνιά τ’ Αλιάκμονα, δροσισμένα απ’ των Καμβουνίων τ’ άγέρι και κρυωμένα απ’ τό βοριά του χιονοσκέπαστου Βούρινου. Παρουσίαζαν κάτι τό ξεχωριστό, κάτι τό πρωτότυπο. Άς τά παρακολουθήσουμε:
Την παραμονή τής Πρωτοχρονιάς οι νέοι τού χωρίου συγκεντρώνονταν κι έβγαζαν απόφαση για τό πού θάχουν «κονάκι» (σπίτι γιά συγκέντρωση). Κοίταζαν τό «κονάκι» πού θά βρουν νά τούς εξυπηρετεί. Να ‘ναι ευρύχωρο, νάχει άτομα γιά εξυπηρέτηση κ.λ.π.
’Αφού μάθαιναν οι νέοι τή θέση του «κονακιου» συγκεντρώνονταν οπό νωρίς τό βράδυ. Ή πρώτη τους δουλειά ήταν ή εκλογή του Καπετάνιου, γιατί όπως θά δούμε παρακάτω, ό Καπετάνιος έπρεπε νά είχε τα ανάλογα προσόντα. Τις περισσότερες φορές τό «κονάκι» ήταν τό σπίτι του Καπετάνιου.
Κατόπιν εξέλεγαν τον «Αράπη» (κουδουνάρης). Απ’ τά υπόλοιπα παιδιά πολλά ντύνονταν «μπούλες» (γυναίκες).
Τις «μπούλες» τις μοιραζόντουσαν ό Καπετάνιος μέ τον Αράπη. Τις ευπαρουσίαστες τις έπαιρνε πάντα ό Καπετάνιος.
Τέλος τά παιδιά πού δέν ντύνονταν «μπούλες» μεταμφιέζονταν διάφορα έπαγγέλματα, όπως του γιατρού, του αγροφύλακα, του αρκουδιάρη, τού παπά κ.λ.π. και φορούσαν τις ανάλογες ενδυμασίες.
Ή ενδυμασία τού Καπετάνιου ήταν μιά κλέφτικη στολή. Ό Αράπης ήταν βαμμένος στό πρόσωπο μέ φούμο, στη μέση του είχε ζωσμένα κουδούνια και επάνω στούς ώμους του είχε κρεμασμένο ένα σακκούλι με στάχτη. Γενικά μπορούμε νά πούμε ήταν ντυμένος κουρελιάρης.
Οι «μπούλες» φορούσαν αρχαίες γυναικείες ενδυμασίες, πολλές των οποίων προέρχονταν από πραγματικές καπετάνισσες. Μόλις τέλειωναν όλα αύτά τά παιδιά επανέφεραν στή μνήμη τους και τραγουδούσαν όλα τά τραγούδια, πού θά έλεγαν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Τή γιορτή αυτή τήν ονόμαζαν «Ρουκατζιάρια». Χαράζοντας έβγαιναν όλοι μαζί απ’ τό «κονάκι» τραγουδώντας τον γνωστό «Άη Βασίλη» και κατευθύνονταν στήν εκκλησία του χωριού.
Στήν εκκλησία προσεύχονταν όλοι μαζί λέγοντας το Σύμβολο τής Πίστεως. Μετά τήν προσευχή τους τραγουδούσαν τό τραγούδι:
Κάτω στον άργυρό, ριγνό τον τάφο
εκεί παιδεύουν τό Χριστό
οι άνομοι Οβραίοι.
Τον παίδευαν, τον σχέντζευαν
πολύ τον τυραννούσαν.
Τον δίνουν ξύδι καί καπνιά
και τό πικρό φαρμάκι.
- Εσύ κυρά μ’ τί λούζεσαι
καί τό Χριστό παιδεύουν;
-Σαν τον παιδεύουν τό Χριστό
εγώ καί τί νά κάνω;
Φέρτε μαχαίρια νά σφαγώ
ποτάμια νά πνιγώ,
φέρτε ψωμί, φέρτε κρασί,
φέρτε νά τραπεζώσω,
ν’ αφήκω μια παρηγοριά
Φεύγοντας απ’ την εκκλησία τραγουδώντας τον Άη Βασίλη πήγαιναν στου παπά τό σπίτι και τραγουδούσαν:
’Απάνω σέ μοσχομηλιά
και κάτω σ’ Άγιοκλήμα,
έκεί κοιμάται ό δέσποτας
μέ το χαρτί στό χέρι.
Μέ τό χαρτί μέ το σταυρό
μέ τό Άγιο Ευαγγέλιο.
Κάνεις δέν πάει νά τον ξυπνήση
κανείς νά τον φωνάξη.
Μόνο ή κυρά Παναγιά
πάει καί τον ξυπνάει:
- Σήκω, σήκω δέσποτα
σήκω βρε αφέντη.
Τά μοναστήρια σήμαιναν
κι οι εκκλησίες διαβάζουν.
Ύστερα γύριζαν μέ τή σειρά όλα τά σπίτια του χωριού. Μπαίνοντας σέ κάθε σπίτι όλα τά παιδιά μέ χειραψία χαιρετούσαν όλα τά μέλη τής οικογένειας κι έλεγαν «Χρόνια Πολλά».
Αμέσως κατόπιν άρχιζαν τό τραγούδι και τό χορό. Τό τραγούδι ήταν ανάλογα μέ τήν οικογενειακή και επαγγελματική κατάσταση των μελών τής οικογένειας του σπιτιού.
Αν τό σπίτι πού πήγαιναν ήταν του μεγαλοτσέλιγκα τραγουδούσαν
’Εδώ σέ τούτη τήν αυλή
στό μάρμαρο στρωμένη
εδώ ’χουν χίλια πρόβατα
καί πεντακόσια γίδια,
εδώ ’χουν καί τον πιστικό τον καγκελωφρυδάκη.
- Βρέ πιστικέ βρε πιστικέ
βρέ Καγκελωφρυδάκη,
τό τίνος είν’ τά πρόβατα
τό τίνος είν’ τά γίδια;
- Τ’ αφέντη μας τά πρόβατατ’ αφέντη μας τά γίδια.
μέ τό φλουρί πλεγμένο.
Μέ τό φλουρί μέ τον ανθιά
μέ τό μαργαριτάρι.
Τ’ αφέντη μας καί τά σκυλιά
τα σκυλογκιουρντανάτα.
Πηγαίνοντας τώρα από σπίτι σέ σπίτι (στο δρόμο) έλεγαν:
’Απ’ τούς αφεντάδες φεύγουμε
στους αρχοντάδες πάμε,
νά τούς πολυχρονίσουμε
γιά ν’ άλλη τή χρονιά.
Άν τό σπίτι είχε κορίτσι ανύπαντρο:
Όρε κοντή μου τσαπουρνιά
τί στέκεις στολισμένη;
- Η μάνα μου μέ στόλισε
καί στέκω στολισμένη.
Μέ στόλιζε μ’ αρμάτωνε
κι είμαι στολισμένη.
Ραγιάστηκαν τά σύννεφα
καί φάνηκε ή κόρη,
φάνηκαν τά σγουρά μαλλιά
τ’ αρχοντικά πλεξίδια.
Αν τό σπίτι είχε ανύπαντρο αγόρι:
Σάν κίνησε ό νιούτσικος
νά πάη ν’ αρραβωνιάσει,
σάν πήγε κι αρραβώνιασε
σέ μιά κυρά Βουλγάρα
πουχει τό μάτι σάν ελιά
τά φρύδια σά γαϊτάνι,
τό δόλιο τό ματόφρυδο
σάν κρόσια από μαντήλι.
Άν τό σπίτι είχε μικρό παιδάκι στα σχολείο:
Ή μάνα πόχει έναν γιο
στό δάσκαλο τον στέλνει.
Τον χτένιζε τον έλουζε
και στό σχολειό τον στέλνει.
Κι ο δάσκαλος τον ράγισε
μέ τή χρυσή τή βέργα
κι αυτό παραπονέθηκε
πίσω στή μάνα πάει
κι ή μάνα του τον δέχτηκε
έξω μακριά απ’ τήν πόρτα:
- Παιδί μου που είναι τά γράμματα
καί που είναι τό χαρτί σου;
- Τά γράμματα είναι στό χαρτί
κι ο νους μου στά παιγνίδια.
Γιά νήπιο έλεγαν:
Ένα μικρό μικρούτσικο
μικρό καί χαϊδεμένο.
Μικρό τόχει ή μάνα του
μικρό κι ο μπαμπάς του.
Τρεις Βαιοπούλες τό κουνούν
καί τρεις τό κανακεύουν.
- Κούνατο Βάϊα κούνα το
όσο νά έρθη ή μάνα του.
νά φέρη γάλα καί τροφή
καί τό παιδί νά δώση.
Eκεί πέρα αντίπερα
πέρα στις μαυρομάτες.
Γιά τούς νιόπαντρους:
Πώς πρέπει ό βασιλικός
στή μέση από τον κήπο
έτσι πρέπει κι ό νιούτσικος
νά παίζει μέ τήν κόρη.
Στά γόνατα τήν έπαιρνε
στά μάτια τήν κοιτούσε.
- Κόρη μ’ δέν είσαι όμορφη
ξανθιά καί μαυρομάτα.
- Σάν θέλεις νάμαι όμορφη
νά φέρης χτένια καί γυαλί
Γιαννιώτικο ζωνάρι.
Στους ξενιτεμένους:
Ξενιτεμένο μου πουλί
καί παραπονεμένο.
Η ξενιτειά σέ χαίρεται
κι εγώ έχω τον καημό μου.
Τί νά σου στείλω ξένε μου
τί νά σέ προβοδίσω.
Σου στέλνω μήλο σέπεται
κιδώνι μαραγκιάζει.
Σου στέλνω καί τό δάκρυ μου
σ’ ενα χρυσό μαντήλι.
Σ’ εννιά ποτάμια το'πλεναν
καί πάλι δεν ξεβάφει.
Περδίκα πάει νά πιή νερό
καί βάψαν τά φτερά της.
Όταν έφευγαν από σπίτι πού δεν έμεναν ευχαριστημένοι τραγουδούσαν:
’Αφέντη στήν κάπα σου
χίλιες χιλιάδες ψύρες.
Άλλες γεννούν κι άλλες κλωσσούν
κι’ άλλες αυγά μαζεύουν
κι’ άλλες τό Θεό παρακαλούν
νά μή τις ζηματίσουν.
Όταν στο σπίτι υπήρχαν δυο κορίτσια άπ’ τά όποια τό ενα ήταν ελεύθερο και τ’ άλλο αρραβωνιασμένο, έλεγαν:
Εδώ στά σπίτια τά ψηλά
στ’ ανώϊα τά μεγάλα
εδώ ’χουν κόρη ανύπαντρη
κόρη αρραβωνιασμένη.
Ταυτόχρονα μέ τό τραγούδι άρχιζαν τό χορό. Ό Καπετάνιος χόρευε τις «μπούλες» του κι ό αράπης τις δικές του. Η οικοδέσποινα κερνούσε και μόλις τέλειωναν τούς έδιναν τό «κανίσκι», πού είχε μέσα κρέας, λίπος, αυγά, υλεύρι, ρακί, τα οποία είχε ετοιμάσει από προηγούμενες ημέρες.
Τό «κανίσκι» τό έπαιρνε ο καπετάνιος στά χέρια του, τό σήκωνε ψηλά κρατώντας το μέ τά δυό του χέρια κι όλοι οί άλλοι ύψωναν τό ένα τους χέρι και τό άγγιζαν. Ήθελαν μ’ αυτό νά δείξουν τήν αγάπη κι ομόνοια μεταξύ τους, όπως ό Χριστός μέ τούς μαθητές του στό Μυστικό Δείπνο.
Όλοι μαζί φώναζαν: «Μας ήρθε ένα βαρύ κανίσκι άπ’ τό νοικοκύρη. Όσα πυξάρια έχει τό Νεζεσκό, όσα μάρμαρα έχει τό Τρανόβαλτο κλπ., τόσα καλά κι άγαθά νά δώσ’ ό θεός τό νοικοκύρη».
Τό περιεχόμενο κατόπιν τού κανισκιού τό έπαιρναν και τό έβαζαν σέ ειδικά δοχεία, παιδιά, πού δέν είχαν ντυθεί κι ακολουθούσαν γι’ αυτό τό σκοπό τά «ρουκατζιάρια». Κατά τήν ώρα αύτή ό Καπετάνιος σταύρωνε μέ τό σπαθί τον οικοδεσπότη, τόν εκβίαζε κι έλεγε: «Παρά τή μπούλα».
Μέ τή σειρά περνούσε κι ό αράπης εκβιάζοντας κι εκείνος όχι μέ τό σπαθί, άλλά μέ τόν δυνατό θόρυβο των κουδουνιών. ’Έλεγε δέ: «Παρά ή γιουμουρτά».
Αν ό οικοδεσπότης δέν είχε χρήματα γιά όλους, οπωσδήποτε έπρεπε νά κεράση τις δυό πρώτες μπούλες τού Καπετάνιου και στούς άλλους νά προσφέρη κάτι άλλο.
Τελειώνοντας τό γύρισμα των σπιτιών, πήγαιναν στό κονάκι. Εκεί τούς περίμενε τό φαγητό, ή πίττα, τά γλυκά κ.λ.π., πού ήταν καμωμένα άπό τρόφιμα πού είχαν μαζέψει. Πριν τελειώσουν όλα τά σπίτια, πολλά τρόφιμα τά πήγαιναν στό κονάκι.
Οί κοπέλες πού ετοίμαζαν τό τραπέζι ήταν κυρίως αρραβωνιαστικές των ντυμένων παιδιών. Φτάνοντας τά ρουκατζιάρια στό κονάκι έκαναν τήν καταμέτρηση των χρημάτων, γιά νά δούν ποιός μάζεψε τά περισσότερα. Τά περισσότερα δέ συνήθως τά μάζευε η μπούλα τού Καπετάνιου.
Τά χρήματα τά συγκέντρωναν όλα και τά έδιναν στήν εκκλησία τού χωριού.
Αφού έτρωγαν κι έπιναν όλοι μαζί κατόπιν έβγαιναν στό μεσοχώρι τραγουδώντας τόν Αη Βασίλη. Εκεί τό έστηναν στό χορό. Κατά διαστήματα κερνόντουσαν μεταξύ τους και κερνούσαν και τούς υπόλοιπους κατοίκους απ’ τά ποτά πού είχαν μαζέψει.
Στό χορό τους πιάνονταν και πολλοί χωρικοί. Τά τραγούδια τού χορού ήσαν κλέφτικα. Στό χορό γίνονταν και διάφορα πειράγματα.
Ο έξω του χορού κόσμος πείραζε τις μπούλες κι ό καπετάνιος μέ τον αράπη τις προστάτευαν. Ο μέν μέ τό σπαθί του, ό δε μέ τό βαρύ κουδούνισμα και τή στάχτη, πού είχε στο σακκούλι. Αυτό γίνονται μέχρι αργά τό βράδυ και γλεντούσε όλο τό χωριό.
Πιο παλιά ρουκατζιάρια εισέβαλαν από γειτονικά χωριά και καλούσαν νά μονομαχίσουν οι καπεταναίοι. Μετά τή μονομαχία τά ρουκατζιάρια του νικητού πήγαιναν και γλεντούσαν στό χωριό του ηττημένου. Πριν ξεκινήσουν, οι καπεταναίοι σήκωναν και σταύρωναν τά σπαθιά στον άέρα κι όλοι περνούσαν από κάτω.Λέγεται δε πώς μιά χρονιά μονομάχισαν οί Καπεταναίοι μέχρι θανάτου κι απόμεινε ή τοποθεσία τά «μνημόρια».
Από το βιβλίο του δάσκαλου Βασίλη Γεωργούλα:
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΟΖΑΝΗΣ (ΙΣΤΟΡΙΑ – ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ)
ΕΚΔΟΣΗ 1978
Για την αντιγραφή: ΓΜ/mikrovalto.gr
(Διατηρήθηκε το δυνατόν η ορθογραφία του πρωτοτύπου)