Τα έθιμα από την παραμονή των Χριστουγέννων και μετά πάνω στο Δωδεκαήμερο των εορτών, έθιμα του χωριού μας όπως καταγράφονται, ξεκινούσαν με τα «Κόλιαντρα», το σφάξιμο των γουρουνιών και συνεχίζονταν με τα «Σούρβα» και τελείωναν με τα Φώτα και την περιφορά των εικόνων.
Όλα αυτά τα αφιερώνω με πολύ αγάπη σ’ όλους τους μαθητές του χωριού μου, όπου γης, από το 1966 μέχρι το 1975, παιδιά του σχολείου τότε, μεγάλοι οικογενειάρχες σήμερα, για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι παλαιότεροι.
Κ Ο Λ I Α Ν Τ Ρ Α
Ένα παιδικό όνειρο, γλυκό όμως όνειρο, που με ανυπομονησία τα περίμεναν οι παιδικές καρδιές.
Μια βδομάδα νωρίτερα από τα Χριστούγεννα, κυρίως τα αγόρια, συγκροτούσαμε τις παρέες για τα κόλιαντρα. Η λαχτάρα και η αγωνία μας για το έθιμο ήταν μεγάλη και μας κρατούσε ξάγρυπνους.
Πρώτο μέλημά μας ο κ ό λ ι α ν τ ρ α ς γ ι α τ ς’ κ λ ο ύ ρ ε ς και επιπλέον έγνοια μας τ ο σ α κ ο ύ λ ι για τα φρούτα που θα μας προσέφεραν οι νοικοκυρές, τα λεγόμενα π ρ ο σ ί φ ι ρ α.
Τον Κ ό λ ι α ν τ ρ α τον έκανε ο πατέρας από χλωρό κλαδί. Ήταν σαν χάρακας με μήκος 20 εκ. περίπου. Οι τέσσερις γωνίες του είχαν από μία σκαλιστή κ ό κ α και στη μέση βρίσκονταν η μεγαλύτερη για να δένεται το σχοινί, απ’ όπου θα περνιόνταν οι κ λ ο ύ ρ ε ς. Το σχοινί αυτό το έκανε η μάνα μας από μαύρο και άσπρο μαλλί, το οποίο έγνεθε στη ρόκα.
Βαθιά χαράματα μας ξυπνούσαν οι μανάδες μας, βγαίναμε έξω στο παραστάθι της πόρτας και φωνάζαμε με όλη μας τη δύναμη, δυο - τρείς φορές :
« Κόλιαντρααα - κόλιαντρααα, ο Χριστός γιννιέται κι του γκουτσιούν γκυλιέται».
Μετά ντυνόμασταν, παίρναμε τα σύνεργα, δηλαδή το σακούλι και τον κόλιαντρα, και με την παρέα μας γυρνούσαμε σε όλα τα σπίτια του χωριού, φωνάζοντας : « Κόλιαντραααα! Κόλιαντραααα!»
Το τραγούδι που λέγαμε στα χρόνια μας (κάλαντα) στα σπίτια που επισκεπτόμασταν ήταν το ακόλουθο :
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα
πρώτη γιορτή του χρόνου.
Για βγιέτε, δέτε, μάθετε
όπου Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι’ αναθρέφεται
με μέλι και με γάλα.
Το μέλι τρώνε οι άρχοντες,
το γάλα οι αφεντάδες.
Κι’ ανοίξτε τα κουτάκια σας,
τα χρυσοκεντημένα,
και δώστε μας τον κόπο μας,
ό,τι ποθεί η καρδιά σας.
Αν είστε απ’ τους πλούσιους
φλουριά να μη λυπάσθε,
κι’ αν είστε απ’ τους μέτριους
τάληρο και δραχμίτσες.
Κι’ αν είστε απ’ τους πάμπτωχους
ένα ζευγάρι κότες.
Του χρόνου θα ξανάρθουμε
να σας τα ξαναπούμε.
Κι’ αν σας ενοχλήσαμε
συγγνώμη σας ζητούμε!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
(τα κάλαντα που λένε σήμερα τα παιδιά, δεν μας ήταν γνωστά τότε. Εγώ τα έμαθα όταν πήγα στο Γυμνάσιο)
Με το τέλος του τραγουδιού οι νοικοκυρές πρόσχαρες μας έδιναν διάφορα κεράσματα, όπως κλούρες, φιρίκια, ξυλοκέρατα, κάστανα, καρύδια (όσοι είχανε), μανταρίνια, μπιμπίλια, καραμέλες. Τις κλούρες τις περνούσαμε στον κόλιαντρα, που τον είχαμε κρεμασμένο στον ώμο προς τα πίσω. Τα άλλα κεράσματα τα βάζαμε στο σακούλι.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήμουν πολύ μικρός, τόσο στο μπόι όσο και στην ηλικία, αλλά και τα παρακάτω:
Ο +παπα-Δημήτρης, μας έδινε από έλα πεντούλι και η +Γιαγκουλομήτραινα έλα νόμισμα που το έλεγαν καραντάνα.
Η θεία η +Νταβελουϊάννου τα καλύτερα και τα περισσότερα κεράσματα. Ιδίως τα ξυλοκέρατα που μας άρεζαν πολύ.
Η δε θεία +Μπαμπλέκαινα έκανε τις καλύτερες κλούρες. Φαίνεται θα είχε καλό τζάκι και τέχνη στην κατασκευή τους.
Μια χρόνιά γύρισα κλαμένος στο σπίτι γιατί ένα σκυλί μ’ άρπαξε από πίσω τς’ κλούρες και η μάνα προσπαθούσε να με καθησυχάσει με λόγια παρηγορητικά.
Φόβο μεγάλο είχαμε όταν πηγαίναμε από στα σπίτια απ’ του Ριζαντέ του λάκκου μέχρι την εκκλησιά, γιατί;
Ο Μπαρμπαϊώτας (ο ζουλούμης) είχε ένα μεγάλο σκυλί, το ίδιο και η θεία η +Βελλίδαινα (του Χαριλάκη η μάνα),κι’ άλλο ένα στα Λαβαντσιουτάθκα τα σπίτια. Και η θεία μου η +Κακουλίνα η Σαμαρίνινα. (Φοβόμουν πολύ τα σκυλιά).
Η παρέα μου, παιδιά της ίδιας ηλικίας, συμμαθητές, παιδιά της γειτονιάς, παιδιά του χωριού.
Τα Χριστούγεννα του 1967, χρονιά που ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα, πήγα στην ψηλή Ράχη, στην Κουκούλα κι’ έκοψα έναν κέδρο, τον στόλισα με βαμβάκι και λαμπιόνια με χριστουγεννιάτικες κάρτες, και έβαλα και μια φάτνη. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό των μαθητών του χωριού μου που έρχονταν να πουν στο δάσκαλο τα κάλαντα.
Τι χαρά, τι αγαλλίαση, ευχαρίστηση και ικανοποίηση μαζί!
Και το 1972, παραμονές Χριστουγέννων, υπεύθυνος πια του σχολείου, παρακάλεσα τον πατέρα μου να πάει πάνω στη Ντουβρά, στα Καγκέλια, πίσω στου Λαβαντσιώτκου το μέρος και να φέρει ένα έλατο. Με προθυμία και χαρά πήρε και το μουλάρι μας, το Μπαρτζή, ανέβηκε στο βουνό, έκοψε το έλατο και το έφερε στο σχολείο. Η χαρά όλων μας δεν περιγραφόταν.
Το στόλισαν το έλατο οι δασκάλες του Σχολείου, η κα. Νίνα Παλαιοπάνου από τη Χρυσοβίτσα Ιωαννίνων, η κα. Μαργαρίτα από τον Αστακό της Αιτωλοακαρνανίας, και η κα. Κιντή Αικατερίνη από την Τρίπολη Αρκαδίας, και τέλος οι μαθήτριες της Ε’ και ΣΤ’ Τάξης.
Το χαρήκαμε όλοι μας, μαθητές, δάσκαλοι, γονείς, τοπικές Αρχές, όλο το χωριό στη Σχολική Χριστουγεννιάτικη γιορτή. Ίσως να ήταν η πρώτη φορά που γίνονταν γιορτή με μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, έλατο κατάλληλο διακοσμημένο.
Ό,τι χαρά μπορούσαμε να προσφέρουμε στους μαθητές, τους γονείς και τους συγχωριανούς γενικότερα, το κάναμε με πολύ ευχαρίστηση. Εξ’ άλλου Σχολείο δεν είναι μόνο 5+5=10 και τ+α = τα!
Οι Ραδιοφωνικοί Σταθμοί, τα τηλεοπτικά κανάλια, οι πλατείες και οι δρόμοι θα γεμίσουν και πάλι αυτές τις μέρες από Χριστουγεννιάτικα κάλαντα και Ύμνους της Εκκλησίας, που άλλα θα μας μιλούν για τον ερχομό του Χριστού κι’ άλλα για το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης.
Αυτές τις ημέρες θα έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε τα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του Κόντογλου και άλλων διηγηματογράφων.
Θ’ ακούσουμε κάλαντα του Ελληνισμού και θα ευχαριστηθεί η ψυχή μας, όπως:
Κάλαντα Μακεδονίας
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα τώρα Χριστός γιννιέτι
Γιννιέτι κι βαφτίζιτι στους ουρανούς απάνου
Σε τούτο το σπίτι που’ ρθαμι μι μάρμαρου στρουμένου.
Ιδώ’ χουν κόρη για παντρειά, κόρη για αρρεβώνα.
Της τάζουν γιο του Βασιλιά, της τάζουν γιο του Ρήγα.
Μον’ θέλει τα’ αρχοντόπουλο που πιρπατάει καβάλα.
Σε του το σπίτι που’ ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει.
Κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει.
Κάλαντα Δυτ. Θράκης
Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
Κάλαντα Ηπείρου
Ελάτε δω γειτόνισσες και σεις γειτονοπούλες,
τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.
Κάλαντα Ποντιακά
Χριστο'ς γεννέθεν χαράν σον κόσμον,
χα καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα.
Κάλαντα Ανατολικής Θράκης
Πόψι Χριστός γεννήθηκε κι’ ο κόσμος δεν το νοιώθει.
Κι'ο κόσμος κι τα οικούμενα κι’ ο Βασιλεύς Ηρώδης.
Οσ’ άστρα έχειν ο ουρανός και φύλλα τα δεντράκια
τόσα καλά να δώσ’ Θιός, σ’ αυτόν τον νοικοκύρη.
Και πάρα πολλά άλλα που προαναγγέλλουν τον ερχομό του Χριστού και τον δοξολογούν αντάμα.
Παραμονή των Χριστουγέννων κάθε οικογένεια έσφαζε το γουρούνι. Το αγόραζε στα Σέρβια την ημέρα του πανηγυριού του Αγίου Θεοδώρου (κοντά στις Αυλές). Το τάιζε σχεδόν όλο το χρόνο, για να το σφάξει αυτή την ημέρα.
Την ημέρα των Αγίων Θεοδώρων οι καθηγητές μας πήγαιναν εκδρομή σ’ αυτό το πανηγύρι κι εμείς οι μαθητές απ’ τα χωριά περιμέναμε τους δικούς μας να μας φέρουν τον τρουβά με τα τρόφιμα και να μας δώσουν κι ένα μικρό χαρτζιλίκι για ν’ αγοράσουμε έστω κι ένα μπισκοτολούκουμο.
Οι γονείς μας λοιπόν, πρωί πρωί, έβγαζαν το γουρούνι από το γουρνοκούμασο και το οδηγούσαν στην αυλή. Εκεί ο σφάχτης με 3-4 ακόμη άτομα έπιαναν το ζώο και το ξάπλωναν ανάσκελα. Ένας κάθονταν στην κοιλιά του ζώου και έπιανε τα μπροστινά πόδια, άλλοι δύο κρατούσαν τα πισινά πόδια και ο τέταρτος έδενε με σχοινί τη μουσούδα του ζώου και την κρατούσε. Έτσι, ακινητοποιούνταν εντελώς το γουρούνι. Οι γρυλισμοί και οι φωνές του ζώου πριν ακινητοποιηθεί, έσχιζαν την ατμόσφαιρα. Γέμιζε όλο το χωριό από γρυλίσματα και των άλλων γουρουνιών που σφάζονταν εκείνη την ώρα σε άλλα σπίτια. Μια σπάνια συγχορδία!
Ο σφάχτης πλησίαζε το ζώο, γονάτιζε λίγο, έκανε το σταυρό του (θυσία πραγματική) και έχωνε τη μαχαίρα με την κόψη προς τα πάνω στο λαιμό του ζώου. Ύστερα γύριζε τη μαχαίρα με την κόψη προς τα κάτω και με δύο τρία δυνατά χτυπήματα αποτελείωνε το κόψιμο του κεφαλιού. Το ζεστό αίμα του ζώου έρεε άφθονο. Αν υπήρχαν χιόνια, σύνηθες φαινόμενο παλαιότερα, κοκκίνιζε ο γύρω χώρος.
Η νοικοκυρά έφερνε το φτυαράκι με κάρβουνα αναμμένα και θυμίαμα και τα τοποθετούσε κάτω από τη χαίνουσα τομή. Με το θυμιάτισμα έδιωχνε τα κακά δαιμόνια από το κουφάρι του ζώου.
Κατόπιν με ένα ποτήρι με ρακή κερνούσε τα μέλη της ομάδας, εισπράττοντας την ευχή : «Αϊντι, καλοξοδεμένο και του χρόνου».
Ακολουθούσε το γδάρσιμο του ζώου. Με κοφτερά μαχαίρια και προσοχή μεγάλη, ώστε να μην κοπεί το δέρμα και γίνει άχρηστο για τα τσαρούχια.
Πριν, όμως, ξεκινήσει το γδάρσιμο, με το υνί από το αλέτρι, το οποίο νωρίτερα είχαν βάλει στη φωτιά για να πυρωθεί (να κοκκινίσει) καψάλιζαν το τρίχωμα της κοιλιάς. Το δέρμα σ’ αυτήν την περιοχή ήταν λεπτότερο και δεν ήταν κατάλληλο για τσαρούχια.
Μετά αφαιρούσαν με προσοχή το καψαλισμένο τμήμα, μαζί με το υποδόριο λίπος. Αυτή η μακρόστενη ταινία, η «φασκιά», λέγονταν «γκλίνα», και την κρεμούσαν χωριστά στις γριντιές.
Οι σφάχτες του ζώου έβγαζαν το λίπος χωριστά, το οποίο αργότερα οι νοικοκυρές το έβραζαν στα καζάνια, έπαιρναν το λίπος (λίγδα) κι έμειναν οι τσιγαρίδες, ο καλύτερος μεζές. Με τη λίγδα κάναμε το πρόχειρο φαγητό, τη λ ι γ δ ο π ά π α ρ α, που μέσα στα κρύα του χειμώνα ήταν ό,τι έπρεπε.
Άλλο μέρος του κρέατος ήταν για μαγείρεμα, άλλο για παστουρμά, άλλο για μπισιουρτή με λίπος. Τα αυτιά, η ουρά, τα πόδια ήταν κατάλληλα για πατσιά. Το παχύ μέρος του κεφαλιού (το μαγούλι) ψήνονταν καλά στο φούρνο που έψηναν παλιότερα το ψωμί.
Με το ξεκοίλιασμα του κουφαριού κρατούσαν μόνο τα έντερα, για να παρασκευάσουν τα λουκάνικα. Πολλές νοικοκυρές κρατούσαν και το συκώτι με την καρδιά του ζώου, τα οποία ψήνανε. Την κοιλιά τη γέμιζαν με κρέας στουμπισμένο με το τσεκούρι, με ρύζι κι’ άλλα μυρωδικά, την ψήνανε και όλοι τρώγανε με ευχαρίστηση.
Εμείς οι πιτσιρικάδες παρακολουθούσαμε με προσοχή το γδάρσιμο και περιμέναμε με αγωνία να πάρουμε τη φ ο ύ σ κ α, να τη φουσκώσουμε και να την κάνουμε μπάλα για να παίξουμε. Όταν έσπαζε μας άφηνε όλους μας απογοητευμένους.
Όταν τελείωνε όλη αυτή η ιεροτελεστία, δηλαδή το σφάξιμο του ζώου, το γδάρσιμο, το τεμάχισμα κι όλα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, η νοικοκυρά έφτιαχνε την τηγανιά για το προσωπικό. Εμείς οι μικροί κοιτάζαμε από μακριά όταν οι τρανοί έτρωγαν κι έπιναν ρακή και κρασί.
Άλλο έθιμο και σημαντική για τα αγόρια εκδήλωση, παρόμοια με τα κ ό λ ι α ν τ ρ α ήταν τα «σ ο ύ ρ β α».
Πρωί πρωί ανήμερα Πρωτοχρονιάς βγαίναμε πάλι στο παραστάθι της πόρτας και φωνάζαμε: «Σούρβααααα - Σούρβααααα !!! Άγιος Βασίλης έρχεται Γινάρης ξημερώνει.»
Με το σακούλι στον ώμο γυρίζαμε παρέες - παρέες φωνάζοντας πάλι τα παραπάνω λόγια και επισκεπτόμασταν όλα τα σπίτια του χωριού, ευχόμασταν «χρόνια πολλά» στους νοικοκύρηδες κι αυτοί για τον κόπο μας έδιναν κρέας, αλεύρι, λίπος, κρασί, φρούτα για να γίνει πλούσιο το βραδινό τραπέζι σε κάποιο φιλικό σπίτι.
Λέγαμε Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και τραγούδια ανάλογα με το επάγγελμα του νοικοκύρη. Συνήθως το τραγούδι τελείωνε όταν μπαίναμε στο σπίτι. Εκεί έκλεινε με την ευχή : «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Και μόλις φεύγαμε από το ένα σπίτι για να πάμε στο άλλο, φωνάζαμε δυνατά: Σουρβάααααα σούρβααααα !!!! Ξανά και ξανά και πάλι απ’ την αρχή!
Να μερικά κάλαντα Πρωτοχρονιάς του Ελληνισμού :
Άγιος Βασίλης του χωριού μας και της Κοζάνης
Άγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημερώνει
Βασίλη’ μ πόθιν έρχισι κι αμπόθι κατιβαίνεις
Κάλαντα Χίου
Καλησπερίζω φέρνοντας αγέρα μυρωμένο
απ’ τα αφρισμένα κύματα χιλιοτραγουδισμένο
Σε όλους σας ευχόμαστε αγάπη, ειρήνη, υγεία,
καλή καρδιά, χαμόγελο και θεία ευλογία.
Κάλαντα από τα Φάρασα της Καππαδοκίας
Βασίλειος ο Μέγας αρχιερεύς όλον τούτον κόσμον εφώτισεν
Άγιε Βασίλειε όσιε φύλαξον και σώσον την ποίμνη σου.
Κάλαντα Ικαρίας
Σ’ αυτό το σπίτι πού’ ρθαμε τα ράφια είν’ ασημένια
του χρόνου σαν και σήμερα να’ ναι μαλαματένια.
Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.
Αν έχεις κόρη όμορφη βάλ’ τη να μας κεράσει.
Να ευχηθούμε όλοι μας να ζήσει να γεράσει.
Κάλαντα του τόπου μας
Του χρόνου μας αρχή καλή.
Και ο Χριστός μας προσκαλεί
την κακία ν’ αρνηθούμε,
μ’ αρετές να στολιστούμε
Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω! Όλα, για όλους!
Αυτά είναι τα έθιμα, αυτή είναι η χαρά μας, αυτά μας κληροδότησαν οι προπαππούδες, οι παππούδες και οι γονείς μας.
Η μαγεία και το όνειρο των παιδικών μας χρόνων δεν πουλιούνται, ούτε εξαγοράζονται. Ας νιώθουμε πλούσιοι από τον πατροπαράδοτο πλούτο μας. Κι’ ας τα κάνουμε όλα αυτά για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας για να μπορέσουν να κτίσουν νοσταλγικές αναμνήσεις, γεμάτες αγάπη και ομορφιά! Ας τα μεταφέρουμε, λοιπόν, κι εμείς με τη σειρά μας, έτσι αγνά, στα παιδιά και τα εγγόνια μας για να γευτούμε τη μεγάλη χαρά της Μεγάλης Γιορτής της Χριστιανοσύνης. Ας ανάψουμε το κεράκι μας σ’ όποια εκκλησία κι’ αν εκκλησιαστούμε, κι’ ας προσευχηθούμε για το καλό της οικογένειας μας και για το καλό όλων των ανθρώπων.
Χριστούγεννα και πάλι!
Τούτες τις άγιες ημέρες ας ενώσουμε τις οικογένειες μας, να περάσουμε καλά με τους φίλους μας, να ξαναζωντανέψουμε τα έθιμά μας, να απολαύσουμε τους χριστουγεννιάτικους ύμνους της εκκλησίας μας.
Ας θυμηθούμε τα λόγια από τον Απόστολο της γιορτής των Χριστουγέννων:
"Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν. "
Αυτό το γλυκό όνειρο θα ζήσουμε όλοι μας τις άγιες τούτες ημέρες της Χριστιανοσύνης. Και ας ζήσουμε για λίγο τις γλυκιές παιδικές αναμνήσεις, τα ήθη και έθιμα του χωριού μας, κι’ ας ψάλλουμε όλοι μαζί το :
Χριστός γενναται· δοξάσατε.
Χριστός έξ ούρανων· άπαντήσατε.
Χριστός έπι γης· ύψώθητε.
Άσατε τω Κυρίω πασα ή γη, και έν εύφροσύνη, άνυμνήσατε λαοί· ότι δεδόξασται.
Εύχομαι σε όλους, συγγενείς, φίλους, συγχωριανούς και στον καθένα χωριστά, όπου γης:
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟ 2017
Μεταξά, 24-12-2016
Παναγιώτης Μπασιάς
(Συνταξιούχος Δάσκαλος)