Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012
Nτόπιες α-νοησίες
γράφει η Όλγα Ντέλλα
Εκδήλωση λέει προς τιμή των εικαστικών της Εορδαίας. Των απόντων δηλαδή. Του Θέμη (Κουτρότσιου), του Άρη (Γαρουφαλίδη), του Αρκάδιου (Κατικάκη), του Βασίλη (Κωνσταντινίδη), του Χάρη (Κωτσίδη). «Τιμώμενοι καλλιτέχνες» γράφει η πρόσκληση του Εορδαϊκού καλλιτεχνικού Νοέμβρη και τουλάχιστον πιστεύεις ότι ακόμα ξέρεις να διαβάζεις και επομένως να κατανοείς τι περίπου πρόκειται να παρακολουθήσεις. Ξεκινάς να πας, με μια αθυμία ξέχειλη, ξεκινάς όμως, δεν το κρύβεις, για χάρη του τελευταίου. Και περιμένεις -ειλικρινώς- να μάθεις κάτι και για τους άλλους, που δεν έτυχε να τους γνωρίσεις, μα που ο απόηχος της μνήμης τους υπάρχει στους δρόμους και στα στενά της πόλης που έζησαν. Δυστυχώς ό,τι ακολούθησε ήταν, όχι μόνο η ματαίωση οποιασδήποτε προσδοκίας, αλλά και το απόλυτο φιάσκο -από αμέλεια, αδιαφορία, κεκτημένη ταχύτητα, δεν μ' ενδιαφέρει η αιτία, ας ψάξουν να τη βρουν οι υπεύθυνοι-συντελεστές της βραδιάς.
Όταν καλείς τους συγγενείς των κεκοιμημένων εικαστικών της πόλης, που τους έχεις ήδη ανακηρύξει "τιμώμενα πρόσωπα", για τι άλλο άραγε τους καλείς, παρά για να τους τιμήσεις με κάποιο στοιχειώδη και κομψό τρόπο. Τιμή ανάλογη της σπουδαιότητας μιας πρώην παρουσίας και ενός μικρού ή μεγάλου, πολύτιμου έργου. Το πώς εννοεί όμως ο καθείς την απόδοση τιμών φαίνεται ότι διαφέρει από νου σε νου. Γιατί φαίνεται πως στα μάτια των συντελεστών η τιμή εξαντλήθηκε στο να προσκαλέσουν απλώς τις οικογένειες των απόντων και έπειτα να τις αγνοήσουν επιδεικτικά, από επιπολαιότητα και προχειρότητα, υποτασσόμενοι στην ευτέλεια και την υποκρισία που θεριεύει στις μέρες μας και ειδικά στις εκατόχρονες καλλιτεχνικές -και άλλες- επιδείξεις.
Έτσι, ενώ μπήκε στον κόπο η κ.Υπεύθυνη των εκδηλώσεων, Σοφία Απαζίδου, να μας απαριθμήσει φωτογραφικά στιγμιότυπα από την εβδομάδα των εικαστικών που πέρασε, "ευλογώντας τα γένια της", όπως άλλωστε και είπε, παρέδωσε τη σκυτάλη στον κ.Θεόδωρο Ζυρπιάδη (σημαντικό ζωγράφο πράγματι) και στην εισήγησή του με θέμα τους πέντε απόντες εικαστικούς. Προηγήθηκε ένα video art, εργασία project σε Λύκειο της περιοχής με καθηγητή τον ίδιο, ημιτελές και ακατανόητο πώς και με ποια σκοπιμότητα εντάχτηκε στη βραδιά και μάλιστα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ενώ αποσιωπήθηκε παντελώς η εικαστική παρουσία των πέντε, που δεν μπήκε στον κόπο κανείς να επιδείξει δυο έργα τους -ενώ μπήκε στον κόπο να προνοήσει και να κάνει τη φωτογραφική αναδρομή της εικαστικής εβδομάδας, για να εδραιώσει τον κόπο και την παρουσία του και να ευλογήσει τα γένια του, όπως είπαμε, ή να εντάξει το άσχετο video art-σχολική εργασία, μέσα στη βραδιά των τιμώμενων προσώπων. Πέρα από τις τρεις γραμμές για τον καθένα τους που αφιέρωσε ο κ.εισηγητής, το That’s it, που λένε και οι Άγγλοι ή οι Αμερικάνοι, και στην παρούσα φάση θα μπορούσε να αποχωρήσει ο καθείς, εφόσον η βραδιά τιμής κατ” ουσίαν εξαντλήθηκε σε ό,τι προηγήθηκε και επομένως έφτασε στο τέλος της.
Εντούτοις στη συνέχεια υποστήκαμε τη δεκάλεπτη ανάγνωση των εκτεταμένων βιογραφικών των τριών υψιφώνων από την κ. Απαζίδου, ενώ βέβαια δεν μάθαμε τίποτα για τους πέντε εικαστικούς, τους οποίους άλλωστε και τιμούσαν. Μάθαμε όμως πού και πότε αρίστευσαν οι εξαιρετικές κατά τα άλλα γυναικείες παρουσίες και σε ποιες μάλιστα όπερες διέπρεψαν. Το επιστέγασμα της υποκρισίας ή του εντυπωσιασμού ήταν οι τίτλοι τέλους, δηλαδή τα αναμνηστικά, ή ό,τι άλλο, απέδωσαν σε όλους, μα όλους, ακόμα και στα παιδιά των graffiti -και καλά βέβαια έκαναν-, όχι όμως και στους πέντε, για να επιβεβαιωθεί του λόγου το αληθές πως οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς. Μα πόσο άσχετοι επιτέλους;
Αν ήμουν συγγενής των πέντε, θα ένιωθα τρομερή αμηχανία και κάτι σα βαριά προσβολή, έτσι που να ανοίξει η βαθιά πολυθρόνα του Πνευματικού και να με καταπιεί. Καθώς με είχαν καλέσει να με τιμήσουν, να τιμήσουν δηλαδή έναν δικό μου άνθρωπο, και αντ' αυτού χαριτολογούσαν και χαριεντιζόντουσαν, ευλογώντας ο ένας τον άλλον, και ο καθένας και για δικό του λόγο τον εαυτό του. Η στιγμή απαιτούσε σοβαρότητα και αντ” αυτού ανεχτήκαμε την επίφαση της απλότητας, μάλλον δε τη χαλαρότητα. Αντί να τιμήσουν, επέλεξαν να υπογραμμίσουν την απουσία και να εντείνουν το πένθος. Μάλιστα δε για την οικογένεια του Κωτσίδη, που έχει ελάχιστους μήνες από τότε που έφυγε. Όλοι αυτοί οι συγγενείς των απόντων παρουσιάστηκαν και έφυγαν όπως ακριβώς ήρθαν. Άδειοι. Με ένα παράπονο και με μια απορία: γιατί τους κάλεσαν; Το ερώτημα θα μετεωρίζεται αναπάντητο ή θα φροντίσουν να το καλύψουν ευσχήμως και δήθεν αποστομωτικά, όπως και έκαναν. Αμ,δε.
Αν γράφω είναι γιατί ένιωσα ασφυκτική ντροπή και μια κοχλάζουσα οργή που με βρήκε ως το ξημέρωμα, ενώ φορτιζόταν αμείωτα και την επομένη. Αν γράφω είναι γι” αυτούς τους πέντε -και ας μην μου το ζήτησαν. Ντρέπομαι, το ξαναλέω, και λυπάμαι πολύ. Πολύ περισσότερο, όταν διάβασα το, σχεδόν σαν έκτακτο παράρτημα, ανακοινωθέν για την επιτυχημένη βραδιά προς τιμήν των εικαστικών της Εορδαίας, στο οποίο έσπευσαν την επομένη να δικαιολογήσουν ή να ανατρέψουν τα όσα τους καταλόγισα ήδη την ίδια στιγμή και με μια ακατάσχετη ειλικρίνεια που κυοφορεί εν τέλει μονάχα εχθρότητες, ενώ πολλαπλασιάζει τα ήδη υπάρχοντα μέτωπα. Έτσι λοιπόν έσπευσαν να διορθώσουν το αρχικό ανακοινωθέν των «τιμώμενων καλλιτεχνών» σε «τιμητική μνεία» απλώς, ενώ δεν παρέλειψαν να επισημάνουν ότι εκτενέστερη μνεία έκανε ο κ.Ζυρπιάδης στην εισήγησή του στη σχετική διημερίδα. Ok, τότε να καλούσαν εκεί τους συγγενείς και όχι να τους ξεσηκώσουν τους ανθρώπους για το τίποτα μιας προσδοκίας.
Μπροστά στην αιωνιότητα σίγουρα τούτο το γεγονός είναι απλώς ένα ατόπημα των διοργανωτών της βραδιάς. Ατόπημα, αν όχι τραγικό, εντούτοις χονδροειδέστατο. Κοινώς, χοντράδα. Πώς θα ένιωθαν άραγε οι ίδιοι, ο κ.Ζυρπιάδης ας πούμε, αν ήταν από αυτούς που θα τιμούσαν, πώς θα ένιωθε για όλη αυτή τη φλοιώδη τιμή;
Και αν κάποιος πει πως έξω από το χορό χορεύεις, θα πω -μια και τελευταία φορά- πως χόρεψα και μάλιστα για τα καλά στα πέντε χρόνια που δραστηριοποιήθηκε η Απαγγελτική Ομάδα Καϊλαρίων, έως ότου αποχωρήσω από την επιμέλεια και την έγνοιά της, καταδικάζοντάς την στην οριστική αγρανάπαυση και οπισθοχώρηση στα μετόπισθεν και δραπετεύοντας εξαιτίας της ίδιας αηδίας και απογοήτευσης που με συντρέχει και με συνταράζει και σήμερα. Ξέρω καλά πώς είναι να τιμάς ανθρώπους, να τους φιλοξενείς, να σκέφτεσαι από πριν γι” αυτούς και σα να είσαι εσύ στη θέση τους. Ξέρω καλά πώς είναι να τους σέβεσαι.
Από τότε που οπισθοχώρησε η όποια δραστηριότητα της Απαγγελτικής Ομάδας, διοχετεύτηκαν οι δυνάμεις της στις εγχώριες «αυλές», εκεί όπου και πριν αλληθώριζαν και μαζί τους φλέρταραν. Δόθηκε έτσι η δυνατότητα σε κάθε φελλό να επιπλεύσει και προπάντων να έχει άποψη επί παντός επιστητού και το χειρότερο, να αυτοαναδεικνύεται και να αυτοαποκαλείται πολιτισμικός παράγοντας της πόλης ταύτης. Καλά κάνει, θα πει κάποιος. Υπάρχει άλλωστε χώρος για όλους.
Θα πω μονάχα το εξής και εις το εξής θα σωπάσω, όπως και ως τα τώρα, πως η όποια παρουσία της Απαγγελτικής Ομάδας κατέστειλε συνειδητά την κυοφορία ή την καρποφορία αυλοκολάκων -καθώς όλοι συμβάδιζαν απολύτως ισότιμα, άσχετα με το ποιος είχε τα βέλη στη φαρέτρα, τουτέστιν τις απαραίτητες εκείνες γνώσεις για να μεταδώσει και στους άλλους, άσχετα με το ποιος κατείχε ή όχι τα κείμενα, άσχετα με το ποιος "επιμελώς" έτρεχε, επιτελώντας το χαμάλη αντί τον άνακτα- ενώ ο καθείς διατηρούσε την όποια αλαζονεία του εν καταστολή και το καλάμι του εν φυλακή και δυστυχώς ήταν ενδεδυμένος το προσωπείο του. Από τότε που ξεχύθηκαν στους πολιτιστικούς εγχώριους αγρούς κάποια από τα πρώην μέλη της, η αλαζονεία τους εθέριεψε, καθώς εκεί ο καθείς από αυτήν συντηρείται και χάρη σε αυτήν επιβιώνει και όλοι μαζί υπάρχουν εν χορώ ως αυλοκόλακες του ίδιου βασιλέα. Αν κανείς νιώσει θιγμένος, ας κάνει την αυτοκριτική του. Το ίδιο άλλωστε έκανα και εγώ: παραδέχτηκα το ατόπημα της οποιασδήποτε συνέχειας. Δεν γίνονται ομάδες με όνειρα δανεικά. Τελεία και παύλα. Τα όνειρα ήταν δικά μου -αφελέστατη πράγματι- τα δικά τους -πλην των ευτυχών εξαιρέσεων- ήταν το σανίδι. Η επαφή τους με την ομάδα εξαντλούνταν λοιπόν στη χρονική διάρκεια του σανιδιού. Άπαξ και έπεφτε η αυλαία, ο χαμάλης ξανάβαζε την ποδιά του και αυτοί γινόντουσαν κομήτες.
Και αν αυτά τα δύο συμβάντα φαντάζουν άσχετα μεταξύ τους, εντούτοις δεν είναι, καθώς η σημερινή βραδιά, όπως και η πνευματική ασφυξία των τελευταίων ετών στην εορδαϊκή περιοχή, κραυγάζουν την κατάσταση φελλότητας που επικρατεί, τη χειμερία νάρκη, μα και τη φτήνεια στις ανθρώπινες σχέσεις. Πολύ περισσότερο την πλάνη στην οποία οδηγούνται όσοι παρακολουθούν αυτές τις πνευματικές επιδείξεις, καθώς εξοικειώνονται με ένα ήθος που εγείρει μονάχα τη φιλαυτία και την υποκρισία, διαιωνίζει τις ασημαντότητες και κατακάθεται μονάχα ως μιζέρια.
Η αλήθεια είναι πως παρακολουθούμε την όποια προσπάθεια, κατεβάζοντας συνειδητά τον πήχη, αναγνωρίζοντας την ομορφιά όπου υπάρχει, θέλοντας να είμαστε δίκαιοι και να ομολογούμε την κάθε ειλικρινή και ανιδιοτελή προσπάθεια, από όπου και αν εκπορεύεται. Δυστυχώς η ανιδιοτέλεια αναζητείται εις μάτην κάποτε. Όλα και όλοι -ή σχεδόν- υπάρχουν και τροφοδοτούνται από το "θεαθήναι". Δυστυχώς αυτό είναι μικρόβιο αιωνόβιο, για το οποίο δεν έχει βρεθεί antivirus.
Δυστυχώς, ο φίλος μου Χάρης, μακάριος ήδη από εδώ και γαλήνιος, θα με μάλωνε για την άκρατη οργή μου και θα μου” κλεινε το μάτι πως άλλα είναι τα σπουδαία και θα είχε δίκαιο. Εντούτοις και ανθρωπίνως συνεχίζω να νιώθω βαθύτατα θυμωμένη από την ανόητη αυτή βραδιά που διοργανώθηκε για τη δική του μνήμη και των συν αυτώ.
Να με συγχωρούν όσοι νιώσουν θιγμένοι, κάπως έτσι ένιωσαν -και πολύ περισσότερο- οι συγγενείς των "τιμώμενων καλλιτεχνών".
Επιστρέφω στη σιωπή μου, όχι γιατί είμαι ο Σεφέρης, αλλά γιατί το πένθος τούτο δεν αντέχεται.
Αγίου Μηνά του 2012