Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012
Ο Καιάδας του συστήματος: dedicated στους αιωνόβιους πολιτικούς
του Θανάση, του Αλέξη, του μικρού Γιάννη, της Μαρούλας
της Όλγας Ντέλλα
Κάθε χρόνο και στα προεόρτια, γιορτές στα σχολεία, στα ωδεία, στους δρόμους, παντού. Πειθαναγκαζόμαστε κάποτε να παρακολουθήσουμε πλήθος από αυτές, να κορυφώνονται λίγο πριν τις παραμονές, να συνεχίζουν απτόητες και μετά το νέο έτος. Πειθαναγκαζόμαστε, μεθαύριο όμως θα μελαγχολούμε για την οριστική απώλειά τους. Παιδιά και μεγαλώνουν και γρήγορα φεύγουν.
Από τόσες και τόσες γιορτές ξεχωρίζει πάντα η γιορτή του Ειδικού Σχολείου της πόλης μου. Από τον Αγιασμό στην έναρξη ως την τελετή λήξης στο θέρος. Νιώθω την ανάγκη εδώ και καιρό να μιλήσω γι' αυτούς τους ανθρώπους που απαρτίζουν αυτή τη γενναία ομάδα, που κάνουν θαύματα με οδηγό την αγάπη τους και μόνο.
Μα η αγάπη από μόνη της άραγε δεν αρκεί γι' αυτά τα θαύματα; Εκεί λοιπόν που το σύστημα επιστρέφει στο σκότος του Καιάδα, αφήνοντας 21 μαθητές του Ειδικού Δημοτικού και Ειδικού Νηπιαγωγείου Πτολεμαϊδας με μόνο 4 δασκάλους, την ώρα που θα έπρεπε να έχουν τουλάχιστον άλλους 2 -και μόνο όποιος γνωρίζει από Ειδικό, μονάχα αυτός είναι σε θέση να αντιληφθεί για τι άθλο μιλάμε- αυτοί προτάσσουν την αντοχή τους, το μεράκι τους, την εφευρετικότητά τους και προπαντός την υπομονή τους και προσπαθούν και αγωνίζονται και μοιράζουν σε όλους μας κάθε φορά και κάθε μέρα κάτι το ξεχωριστό -όσο ξεχωριστοί είναι και οι μαθητές τους, που πρώτοι αυτοί, οι δάσκαλοί τους, το αναδεικνύουν, το χαίρονται και το εισπράττουν. Γιατί σε αυτά τα παιδιά, έναν κόκκο αγάπης να δώσεις, ο κόκκος αυτός αρκεί, για να σου τον ανταποδώσουν τουλάχιστον δεκάκις και να τον θυμούνται δια βίου.
Μαζί με τους δασκάλους τους το ανυπόκριτο της αγάπης τους το' χουν νιώσει και άλλοι, όσοι λίγοι και εκλεκτοί τα "αγάπησαν", όπως λέγει ο Σκιαθίτης, "περιπαθώς", και βοηθούν το ιδιαίτερο αυτό και ξεχωριστό Σχολείο και επιχορηγούν αφανώς κι ούτε που τους μαθαίνουμε ποτέ και προσθέτουν εκεί όπου το ελληνικό κράτος προβάλλει έλλειμμα και προπαντός ολιγοψυχία. Απλοί πολίτες, και θεσμοί κάποτε, να προσφέρουν, να μεταφέρουν, να υποδέχονται στο χώρο εργασίας τους, να διδάσκουν, να ξεναγούν, να αγκαλιάζουν, να γνωρίζουν, να λιγοστεύουν την απόσταση. Να πάρουν εν τέλει πολύ περισσότερα από όσα θα δώσουν. Γιατί έτσι συμβαίνει κάθε φορά. Σε αυτά τα παιδιά νιώθεις πως παίρνεις πολύ περισσότερα από τα όσα δίνεις. Λες "καλημέρα" και σου λειαίνουν τη μέρα. Χαμογελάς και σου χαρίζουν ό,τι πιο ανεπιτήδευτο και αγνό μπορεί να ανταμώσεις. Σκύβεις να τα υπηρετήσεις, αγανακτισμένος κάποτε από την πολύχρονη κόπωση, και αιφνίδια σε ευχαριστούν μ' ένα φιλί στα χέρια, στα μαλλιά, και μια αγκαλιά, που όμοιά της σπανίως ανταμώνεις. Και αν ανταμώσεις, την κρατάς επιούσιο και δια βίου φυλαχτό. Ενστικτωδώς κοιτούν την καρδιά σου και τη διαβάζουν και σε πλησιάζουν ανάλογα και έπειτα σου αφήνονται και σου υποτάσσονται και νιώθεις ελάχιστος για τούτη την εύνοια και τρομοκρατημένος, μην τύχει και γκρεμίσεις τον πολύτιμο κόσμο τους. Ενστικτωδώς κοιτούν την καρδιά σου και τη διαβάζουν από μακριά και ξέρουν πότε και τι θα πουν -μέσα από αυτά που μπορούν να πουν και μέσα από τα πλείστα και πανάκριβα της αφής- και νιώθουν πολύ περισσότερο ίσως από άλλους, που τους βαφτίσαμε κανονικούς, το πώς και το τι είσαι.
.
Πόσο ευγνωμοσύνη νιώθω για τους μαθητές μου εκείνους, τους μη κανονικούς, που μου έδειξαν τον κόσμο με τα δικά τους μάτια, που μου δάνεισαν τη χαρά τους, όταν την είχα απόλυτη ανάγκη, που με τον τρόπο τους στάλαξαν θάρρος στην ψυχή μου. Πόσο ευγνωμοσύνη νιώθω για τους μαθητές μου εκείνους που μου χάρισαν την ακριβή αγάπη τους. Που με κοιτούσαν στα μάτια και σαν έβλεπαν αντάρα να' ρχεται, πετάγονταν με κάτι κατά τα φαινόμενα άσχετο, εντούτοις βαθιά ζεστό, για να με επαναφέρουν στην αρχική μου θέση, εκεί που με είχαν συνηθίσει, στην αγάπη και όχι στην ένταση. Τον θυμάμαι, και ας ακουστεί κάπως, τον αγαπημένο Θανάση, σαν αντάριαζα με το τμήμα, να σπα τους φραγμούς και να μου πετά ένα "Όλγα, είσαι πολύ όμορφη σήμερα", δίχως "κυρία", δίχως τύπους, μονάχα με τ' όνομα που με ήξερε από πάντα, να ανοιγοκλείνει τα μάτια, με μια βεβαιότητα, να περιμένει απλώς να επιστρέψεις, εκεί που σε είχε συνηθίσει, να σπας αμέσως μετά από τέτοια αθωότητα, με το πώς έφτανε η ματιά της αγνής ψυχής του -άνευ εμποδίων- στα κατάσαρκα της δικής σου ψυχής. Τον θυμάμαι, ποίημα να δίνω με την προτροπή να ξεχωρίσουν ό,τι τους άρεσε, να κεντράρει ο Θανάσης ακριβώς στο κέντρο του ποιήματος, δίχως κανείς να του εξηγήσει, δίχως κανείς να του υποδείξει, παρά μονάχα η παιδική ψυχή του. Τους θυμάμαι, την περσινή χρονιά, ένα δώρο Θεού μέσα στο σκοτάδι, θυμάμαι τους "Πολιορκημένους" του Σολωμού να εισέρχονται στο ΕΠΑΛ του Δημαρχείου, λογοτεχνία της Α' και το χιόνι να πέφτει, εγώ να μιλώ, εκείνος, να κοιτά έξω, μα εντελώς έξω, τι βλέπεις, Αλέξη, τον ρωτώ, μ' αρέσει το χιόνι και έπειτα δεν ξαναγύρισε να με κοιτάξει, παρά μονάχα έβλεπε βαθιά και άπληστα σχεδόν -τι τυχερός- την ομορφιά της ζωής που τον ακουμπούσε. Την ομορφιά της ζωής που εμάς μας προσπερνούσε. Αυτά τα παιδιά, που το άτεγκτο σύστημα τα καταδίκασε να μείνουν στην ίδια τάξη λόγω απουσιών -φαντάσου- και εμείς υποκύψαμε απλώς στις επιταγές του και στη δική μας δειλία να τα βάλουμε μαζί του, μα κυρίως στην απροθυμία μας να τα αποδεχτούμε και να τα εντάξουμε, γιατί συμβαίνει βέβαια και αυτό, όπως και το άλλο, όταν η δική μας κανονικότητα φαντάζει απρόσβλητη και επομένως εκδιώκουμε και αποπέμπουμε ό,τι δεν μπορούμε να χωρέσουμε, δηλαδή να αγαπήσουμε. Έως ότου βέβαια χτυπήσει την πόρτα μας η λαβωμένη μη κανονικότητα, που φανταζόμαστε ότι είναι μονάχα για τους άλλους, ότι είναι πολύ μακρινή και απίθανο να μας συμβεί.
Πόσο ευγνωμοσύνη νιώθει εντέλει κανείς, όταν η πόρτα αυτή χτυπά για τον ίδιο, όταν ο Θεός τού εμπιστεύεται έναν τέτοιο άγγελο, να τον φυλά πάνω σ' αυτή τη γη, να γίνεται η σκιά του, το χέρι του, το πόδι του, τα μάτια του, η ακοή του, η μικρή ζωή του. Ώρες-ώρες, σπάνια δυστυχώς πολύ, αναδεύεται η ψυχή και σταλάζει το απόσταγμά της σε μια σύσπαση οριακή: "Θεέ μου, τι τιμή". Και ας ακούγεται λυρικό. Δεν είναι.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που περισσότερο συγκινεί κάθε φορά που καλούμαστε να βρεθούμε σε μια από τις σχολικές γιορτές του Ειδικού Σχολείου. Η αθωότητα, η ανόθευτη χαρά με την οποία "χαίρονται" αυτά τα ξεχωριστά, αγγελικά πλάσματα, η αγάπη και ο αυθορμητισμός με τον οποίο σε αγκαλιάζουν; Μάλλον όλα μαζί, και πολύ περισσότερο ο σεβασμός που ξεχειλίζει για τον αγώνα τους να πουν ένα ποίημα, να τραγουδήσουν ένα τραγούδι, να περπατήσουν ή ο ένας -που μπορεί- να σύρει το καρότσι του άλλου -που δεν μπορεί. Ο υπεράνθρωπος αγώνας, ναι, να αρθρώσουν μια λέξη και όταν η λέξη αυτή είναι "ελευθερία" ή "αγάπη", τότε νιώθεις πως ίσως μόνο μέσα από τέτοια παιδιά δικαιώνονται και ανασαίνουν οι λέξεις. Το δρόμο τον δείχνουν πάντα αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι-δάσκαλοι, που συγκεντρώθηκαν από μια ευτυχή συγκυρία όλοι στο Ειδικό της Πτολεμαϊδας, για να δείχνουν σε όλους εμάς, τι σημαίνει να' σαι δάσκαλος: μια ανοιχτή, υπομονετική, σταθερή και γενναία αγκαλιά.
Θα έλεγα πως η κατάσταση την οποία έχω την τύχη κάθε φορά να ζω, έχει να κάνει με ένα μυστήριο, όπως "μυστήρια" καλούνται οι ξεχωριστές στιγμές εντός του Εκκλησιαστικού τρόπου, και με μια βαθιά κατάνυξη, όπως όταν ανοίγουν λυτρωτικά οι πηγές της ψυχής. Θα' λεγα πως έχει να κάνει με αυτά τα μικρά θαύματα, τα οποία μας περιβάλλουν και τα αξιώνονται λίγοι, όσοι είναι σε θέση να τα διαγνώσουν εγκαίρως, να τα αναγνωρίσουν και έπειτα να τα αποκωδικοποιήσουν. Όσοι μπορούν να τα ξεχωρίσουν από το συρφετό της καθημερινής συναναστροφής και βιοπάλης και να μην τα προσπεράσουν.
Ο Καιάδας εντούτοις αναβιώνει απροκάλυπτα και ασύστολα. Για να επιβεβαιώσει τον κανόνα της υποκρισίας και της απίστευτης ανευθυνότητας του κρατικού μηχανισμού απέναντι στα άτομα -και μάλιστα στους μαθητές- με ειδικές ανάγκες. Καθώς ματαίως περιμένουν τους δασκάλους τους ή τους καθηγητές παράλληλης στήριξης προτού τα Χριστούγεννα, όταν τα οικονομικά συμφέροντα επιβάλλουν το μετά τα Χριστούγεννα. Αδιάφορο αν το 1/3 της χρονιάς πέρασε, οι μαθητές τούτοι στέκονται αβοήθητοι κατ' ουσίαν εντός της τάξης τους, κάποτε περιθωριοποιημένοι, και μονάχα ο κώδικας της αγάπης σώζει τις καταστάσεις, όταν υπάρχει βέβαια, για να τις σώσει. Καθώς θέλει γενναιότητα από όλους. Και όλοι δεν είναι πάντα διαθέσιμοι. Η αγάπη απαιτεί να' σαι διαθέσιμος και τότε ξεκλειδώνεις και τότε γίνεσαι τα μάτια του μαθητή που δεν βλέπει ή τα αυτιά του μαθητή που δεν ακούει, τότε γίνεσαι ο δίαυλος που τα εντάσσει στην καθημερινότητα των άλλων, που γίνεται πλέον και η δική τους καθημερινότητα. Φτάσαν Χριστούγεννα και ματαίως ο μικρός Γιάννης περιμένει τον καθηγητή του, ματαίως στέκονται τα βιβλία του γραμμένα στη γραφή μπράιγ στο διάδρομο προς το γραφείο του διευθυντή, ματαίως οι όποιες κλήσεις προς την Αθήνα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα αναμονής, το σύστημα είναι α-νόητο, θα άλλαζαν ενδεχομένως τα πράγματα μονάχα αν ο μικρός μαθητής είχε για επώνυμό του ένα βαρύγδουπο πολιτικό επώνυμο και όχι το επώνυμο ενός απλού πολίτη. Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι η κατάσταση στην ελεεινή ενδοχώρα.
Ανατρέχω στο παρελθόν, για να επιβεβαιωθεί για μια ακόμα φορά το δυσοίωνο μέλλον. Με πιάνει απ' το χέρι ο Νικηφόρος Θεοτόκης απ' την Κέρκυρα, αρχιεπίσκοπος Αστραχανίου, Σταυρουπόλεως και Χερσώνος, για να μου πει τα εξής απερίφραστα (και ας μιλούν οι "ακατοίκητοι" άνθρωποι, που έλεγε ο Χιόνης, ας μιλούν για "εργολαβίες", ας υπονοούν σκοταδισμούς, ας ερμηνεύουν κατά το στενόχωρο δοκούν, ας λοιδωρούν τους ένθεους, που δεν έχουν την τοσοδούλα αντοχή να τους αντέξουν μα ούτε και να τους χωρέσουν, και είναι να απορεί κανείς με τον τόσο φωταδισμό, προοδευτισμό και μοντερνισμό τους πώς δεν τα κατάφεραν ακόμη να ωριμάσουν δεόντως και να δεχτούν την ύπαρξη των ένθεων όπως και των όποιων άλλων. Μα πρέπει να είσαι πραγματικά "ακέραιος" για να αντέξεις και να χωρέσεις τη διαφορετικότητα του άλλου, ειδικά την πίστη του. Και δυστυχώς τούτοι παρουσιαζουν υδροκεφαλισμό και υπερτροφικότητα του χοϊκού πνεύματος -και επομένως πνευματική αναπηρία ή ακρωτηριασμό- και ευλόγως αδυνατούν να υπάρξουν ολόκληροι και να χωρέσουν την ένθεη ζάλη, όπως αντιστοίχως χωρά κανείς και νιώθει και κατανοεί και σέβεται -μα τι πλέρια λέξη και τι ανθρώπινη κατάσταση επιτέλους- τα τόσα, ως φρέαρ συντετριμμένον, στερητικά τους. Νιώθω την ανάγκη να παρεμβάλω ποίημα παλιό, μάλλον επίγραμμα, που δεν το αφιέρωσα στον άνθρωπο που έφυγε, εντούτοις αυτόν είχα κατά νου, όταν το έγραφα:
ΦΡΕΑΡ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΈΝΟΝ
Πώς είναι να ψάχνεις το Θεό και να μην τον βρίσκεις;
Εφιάλτης.
Εδώ τελειώνει και τυπικά η παρένθεση).
.
Επιστρέφω στον Θεοτόκη και αντιγράφω:
"Την πολιτικήν σχεδόν πάντες θεωρούν τέχνην αναγκαίαν και επιστήμην ωφελιμωτάτην. Όθεν αυτή κάθηται εις τας βασιλικάς αυλάς, πολιτεύεται εις τα κριτήρια, περιπατεί εις την αγοράν, εισέρχεται, φευ! και εις αυτήν την Εκκλησίαν. Αυτή επαινείται και θαυμάζεται και νομίζεται ως μεγάλη προκοπή και μεγάλων έργων κατορθώτρια. Και όμως η μεν σημερινή πολιτική ουδέν έτερον είναι ειμή υπόκρισις, ο δε πολιτικός ουδέν άλλον ειμή υποκριτής. [...] Διότι τις άλλος είναι ο λεγόμενος πολιτικός ειμή εκείνος όστις άλλο έχει εις το στόμα και άλλο εις την καρδίαν;
Έρχεσαι εις καιρόν ανάγκης προς τον πολιτικόν άνθρωπον, παρακαλών αυτόν και λέγων "Ευγενέστατε κύριέ μου, προστάτευσόν με δι' αγάπην Θεού εις την ανάγκην μου. Βοήθησόν με, παρακαλώ, εις τούτον μου τον κίνδυνον. Ναι, αποκρίνεται εκείνος μετά χαράς, με λόγια γλυκά και υποσχέσεις μεγάλας. Διό αναχωρείς ήσυχος και αναπαύεσαι αμερίμνως, ελπίζων ότι αυτός κατά τα λόγια και τας υποσχέσεις αυτού φροντίζει περί της καλής εκβάσεως της υποθέσεώς σου. Και αυτός μεν ουδεμίαν ούτε καν παραμικράν φροντίδα περί αυτής αναλαμβάνει, η δε υπόθεσίς σου καταντά εις το χειρότερον, συ δε τρυγάς τους καρπούς της βλάβης.
Εάν, όταν ήλθεν παρακαλών αυτόν, έλεγεν εις σε την αλήθειαν, δηλαδή το δεν θέλω ή δεν δύναμαι να εκπληρώσω το ζήτημά σου, συ τότε εφρόντιζες και έτρεχες αλλαχού και μετερχόμενος πάντα τρόπον απετίναζες το όλον ή καν μέρος της ζημίας. Επειδή δε αυτός δια των πολιτικών αυτού λόγων σε απεκοίμισε και έδεσε, δια να είπω ούτως, τας χείρας σου, έπαθες τοσαύτην βλάβην. Ούτο λοιπόν διδάσκει η πολιτική τέχνη, το ναι εις το στόμα και το όχι εις την καρδίαν ή και το αντίθετον. Τούτο πράττει ο πολιτικός άνθρωπος, το ναι δια του λόγου, το όχι διά του έργου ή το αντίθετον. Τούτο δε τι άλλο είναι ειμή υπόκρισις γυμνή και ψεύδος και απάτη και βλάβη του πλησίον;
Συναντάς τον πολιτικόν άνθρωπον, όστις είναι εχθρός σου κρυπτός. Αυτός έχει το μέλι εις το στόμα και το δηλητήριον εις την καρδίαν. Σε χαιρετίζει ευθύς ως ηγαπημένος, σε γλυκοφιλεί ως φίλος, λέγει εις σε λόγια μαλακά και απαλά υπέρ το έλαιον. Αλλ' αυτά τα λόγια είναι βλήματα και τοξεύματα ή κτυπήματα με ακόντιον. Διότι εάν πλανηθής και, νομίσας ότι είναι φίλος σου, εμπιστευθής εις αυτόν το μυστικόν σου και την υπόθεσίν σου, εκείνος τότε σε αφανίζει.
[...] Ποίους λέγετε πολιτικούς; Τους πολιτικούς τους αληθινούς, δηλαδή εκείνους, οίτινες γνωρίζουν τους νόμους τους φυσικούς, τους πολιτικούς, τους των εθνών, τους του Θεού, και παρατηρούντες ευφυώς και επιτηδείως πάσας τας προκειμένας των πραγμάτων περιστάσεις, ενίοτε δε εκ της πολλής αυτών πείρας και της κοσμικής πράξεως και τα μέλλοντα να συμβούν ευστόχως προβλέποντες, προφθάνουν εις τον πρέποντα καιρόν και χωρίς να βλάψουν επιτυγχάνουν την εκ των πραγμάτων ωφέλειαν, ως άνθρωποι δε τίμιοι και τον Θεόν φοβούμενοι διοικούν καλώς τα της πολιτείας πράγματα, ανακόπτοντες όσα είναι εναντία εις τους νόμους της δικαιοσύνης, και ως πατέρες φιλόστοργοι διακυβερνώσι παν μέλος της πολιτικής ομηγύρεως, ευσεβώς τε και θεοφιλώς διευθύνοντες πάσαν την υπ' αυτών διοικουμένην πολιτείαν;
Εάν μεν τούτους, τους όντως πολιτικούς, σεις καλήτε πολιτικούς, αληθώς ούτοι και τιμώνται και ευτυχούν και μακαρίζονται. Εάν δε πολιτικούς ονομάζητε τους υποκριτάς και ψεύστας, τους απατεώνας και δολίους, τας παρδάλεις δια το πολυποίκιλον των λόγων, τας αλώπεκας δια την πανουργίαν του ήθους, τους χαμαιλέοντας δια την μεταμόρφωσιν των σχημάτων, εάν, λέγω, πολιτικούς καλήτε τους υποκριτάς, οίτινες δι' ουδέν άλλο φροντίζουν ειμή δια το ίδιον κέρδος, έστω και αν τούτο μεγάλως βλάπτη και τον πλησίον και την κοινωνίαν και αυτήν την Εκκλησίαν, ούτοι, αν και παραχωρήσει Θεού και συνεργεία Διαβόλου ευδοκιμώσι προς καιρόν και υπερυψώνται και υπεραίρωνται, αφότου όμως γνωρισθή το πανουργότατον και παγκάκιστον αυτών ήθος, πίπτουν και εξαφανίζονται, δεν φαίνεται δε ούτε ίχνος αυτών [...].
.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1736-1800)
Ομιλία περί υποκρισίας για την Κυριακή Ι' Λουκά (Λουκά ΙΓ', 10-17)
[Σημείωση: Σχολάρχης καταρχήν της "Αυθεντικής Σχολής Ιασίου" και έπειτα αρχιεπίσκοπος Αστραχανίου, Σταυρουπόλεως και Χερσώνος. Χερσώνα, στην αντίπερα όχθη του Ευξείνου, την οποία ο μέγας πρίγκηπας του Κιέβου Βλαδίμηρος απείλησε να καταστρέψει εκ θεμελίων, καταφέροντας πλήγμα βαρύ στο Βυζάντιο και υποχρεώνοντας έτσι τον Βασίλειο Β', τον έπειτα Βουλγαροκτόνο, να του παραδώσει την Άννα, την αγαπημένη αδελφή, ως νύμφη του. Η συμφωνία συνάπτεται, εφόσον ο Βλαδίμηρος εκχριστιανιστεί. Το έδαφος πρόσφορο, καθώς είχε προηγηθεί η γιαγιά του, Αγία των Ρώσων και δική μας, Όλγα, η οποία και ανέβηκε στο θρόνο του Κιέβου στο πλάι του Ίγκορ, όταν εκείνος την είδε μια μέρα να περπατά στις όχθες του μεγάλου ποταμού, του Δνείπερου δηλαδή, και θαμπώθηκε λένε και την εθέλησε. Η Άννα ταξιδεύει στο Κίεβο, όπου πεθαίνει νωρίς, μην αντέχοντας την ξενιτιά και τη μοναξιά του αλλότριου τόπου. Προς τούτο εκλεκτό ανάγνωσμα, πλην το "Κυριακοδρόμιο" του Θεοτόκη που ευτυχής συγκυρία το έφερε στα χέρια μας, είναι το μυθιστόρημα του Κώστα Κυριαζή το σχετικό με τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο]
Το πνεύμα των Χριστουγέννων διασχίζει την πόλη και μας, πολύ περισσότερο. Ποιο είναι αυτό, αναρωτιέμαι, σπανίως δε το ανταμώνω. Στους δρόμους περπατώ, το αφουγκράζομαι, σε ό,τι απέμεινε από μια πρώην πολιτεία και νυν έρημη χώρα, το αναζητώ σε μυρωδιές των σπιτιών που ξεχειλίζουν ακόμα και σε σπίτια παντέρημα από κάθε δεδομένο και αυτονόητο. Τις μέρες τούτες νιώθει κανείς περισσότερο αδύναμος από ποτέ. Ως τώρα καλούμασταν όλοι να συντρέξουμε από το περίσσευμα, εδώ και καιρό βρισκόμαστε πλέον στο υστέρημα και εντούτοις νιώθουμε -και είμαστε πλούσιοι- με το ζεστό σπίτι, με το μισογεμάτο -έστω- ψυγείο, με το νερό, τη ΔΕΗ, το τηλέφωνο, το Internet. Τα νέα ορμούν δυσοίωνα από παντού, οικογένειες διαμελίζονται, προκειμένου να βρεθεί δουλειά, αν βρεθεί, παιδιά χωρίζονται από τους γονείς τους, γιαγιάδες και παππούδες αναλαμβάνουν το ρόλο του κηδεμόνα, όπως παλιά, θείες, θείοι, ακόμα και ανάδοχοι επιστρατεύονται, ό,τι έχει κανείς και δεν έχει, οικογένειες στα κατώτατα της φτώχειας, πρώην αξιοπρεπείς υπάλληλοι και εργαζόμενοι, άνεργοι νυν, δίχως ελπίδα, δίχως ελπίδα, να διασπείρεται ο φόβος παντού πως δε θ' αντέξουν, ποιος αντέχει, να ελλοχεύει ο τρόμος της απόγνωσης, να είμαστε με δεμένοι χέρια, να τρέχουν όσοι, με φτάνουν τα νέα απ' τη μάνα, επιδόματα, δέματα, απελπισία, ποιους να προφτάσεις, ποιον να σώσεις, νοίκια, λογαριασμοί, δάνεια, ένα φαϊ, παιδιά σε σχολεία, έλεος, φωνάζω, έλεος. Μια ολόκληρη χώρα σε κατρακύλα.
Εγκληματίες πολέμου, ναι, αυτοί που κυβέρνησαν και όσοι δεν κυβέρνησαν, ανέχτηκαν όμως, κάνοντας μονάχα την άθλια, υποκριτική πολιτική τους, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια όλων μας, εξυπηρετώντας το κόμμα -ποιο κόμμα-δάνειο αλήθεια;- συνεργοί και συνένοχοι όλοι μεταξύ τους, που δεν έχουν τα κότσια να προχωρήσουν σε κατασχέσεις, παρά σέρνουν τον κοσμάκη προς απομύζηση των πενιχρών μισθών του στα εφοριακά γκέτο που φαίνεται ότι αφορούν μονάχα στον χαμηλόμισθο λαό και όχι ασφαλώς στους μεγαλόσχημους ίδιους, εγκληματίες πολέμου, σε δικαστήριο που δεν θα στηθεί, που πήραν στο λαιμό τους ανθρώπους αθώους, αφού πρώτα φαγοπότι γερό έστησαν περίπου ερήμην μας, που το επικροτούσαμε και το ανατροφοδοτούσαμε όμως ανά τρία έτη. Από αυτήν την άποψη είμαστε άξιοι της μοίρας μας.
Τέλος με δυο ποιήματα του Ανέστη Ευαγγέλου (μα τι υπέροχος τούτος ο ποιητής), παρηγοριά να δώσουν εκεί όπου αναζητείται:
.
ΦΤΩΧΟΙ ΚΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ
Όποιος τολμά και δίνει, όποιος φτωχαίνει
από παράφορη προσφορά -μην τον λυπάσαι:
γίνεται πλουσιότερος, πιο ωραίος.
Ο που κινδυνεύει,
ο που χωρίς επιφυλάξεις αφήνεται στα κύματα
και ένα ένα χάνει τα ρούχα του και γυμνός
απομένει και έρημος καταμεσίς του πόντου -
μην τον λυπάσαι:
στο αίμα του λάμπει βαθιά ο άπεφθος χρυσός
των αφρισμένων κυμάτων.
Να κλαις
αυτόν που δε μπορεί από φιλαργυρία να δώσει,
τον που φοβάται μην φθαρεί κι ολημερίς
κλεισμένος στο καβούκι του μετράει το βιος του
κι έντρομος βλέπει ολοένα ν' αλαφραίνει
το πουγγί του -αυτόν να κλαις:
ασκημαίνει με τον καιρό και κιτρινίζει
ωσάν το σουρωμένο δαμάσκηνο, το στρεβλωμένο,
που δεν επρόλαβε να το γλυκάνει ο ήλιος
που αδικημένο απόμεινε και δε μαλάκωσε
γιατί από μέσα το ρούφηξε κακό σκουλήκι.
.
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΦΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΙΑ
Στην καταφρόνια και στη φτώχεια πέρασες τα χρόνια σου-
μην το ξεχνάς.
Κι αν τώρα
τόσο αναπάντεχα εγύρισε ο τροχός
και βρήκες ρούχα κι έντυσες τη γύμνια σου
και σπίτι και φωτιά να ζεσταθείς
και δυο γλυκές κουβέντες -
μη λησμονείς ποτέ την προσφυγιά
και μιαν αγάπη κράτα για τους στερημένους.
Ιγνατίου του Αγίου