Αν μᾶς ρωτήσει κάποιος ἂν ἔχουμε δεῖ Ἀγγέλους, μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε σὲ σιγουριά: «Μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δοῦμε στὸ πρόσωπο τοῦ π. Αὐγουστίνου, ποὺ σήμερα φτερούγισε γιὰ τοὺς οὐρανούς, γιὰ νὰ συμμετέχει στὴν οὐράνια ἀγγελικὴ συμφωνία τῶν δοξολογούντων τὸν Ὕψιστο.
Σήμερα ἠθέλησε ὁ Κύριος νὰ μᾶς στερήσει τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία τοῦ Ἀγγέλου Του, γιὰ νὰ τὸν κατατάξει στὴν οὐράνια, τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Αὐγουστίνου Μύρου, τοῦ ἀγαθοῦ ἱεροκήρυκος, τοῦ σεβασμίου λευΐτου, τοῦ ἰσάγγελου ἀσκητή, τοῦ πνευματικοῦ φάρου τοῦ Παλαιογράτσανου, ψηλὰ στὰ Πιέρια, ὅπου αὐτὸς εἶχε κτίσει σὲ πάτρια χώματα τὴν ἀσκητική του παλαίστρα.
Ἠθέλησε ὁ Κύριος νὰ πάρει στὰ σκηνώματα τῆς δόξης Του τὸν ἀγωνιστὴ μὲ τὸ ἀδούλωτο φρόνημα, τὸν ὀρθοφρονοῦντα καὶ ὑπερμαχοῦντα τῆς ἀληθείας, τὸν ἱεροπρεπέστατο, πνευματοκίνητο, ταπεινὸ ἱερωμένο, τὸν ἐπιδιώκοντα πνευματικὲς ἀξίες καὶ ὄχι ἀξιώματα, τὸν πνευματικό, τοῦ ὁποίου ἡ αὔρα τοῦ προσώπου ἀνέψυχε πολλὲς ψυχὲς ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας.
Ἠθέλησε ὁ Κύριος νὰ καταστήσει οὐρανοπολίτη τὸν π. Αὐγουστῖνο, τὸ γνήσιο τέκνο τοῦ μεγάλου ἱεροκήρυκος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, τοῦ μοναδικοῦ Ἐπισκόπου Φλωρίνης, π. Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ ὁποίου ἐπαξίως ἔφερε τὸ ὄνομα.
Ἠθέλησε ὁ Κύριος νὰ συντάξει στὴν χορωδία τῶν Ἀγγέλων ποὺ ἔψαλλαν κατὰ τὴν Γέννησή Του τὸ «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρηνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» τὸν π. Αὐγουστῖνο, ποὺ σὲ ὅλη του τὴν ζωή, ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια στὴν Κοζάνη, τὰ νεανικά του στὴν Φλώρινα, τὰ φοιτητικά του στὴν Ἀθήνα, τὰ κηρυκτικά του σὲ ὅλη τὴν Δυτικὴ Μακεδονία καὶ τὰ ἡσυχαστικά του στὸ Παλαιογράστσανο, Τὸν δόξασε μὲ ἔργα καὶ λόγια, ἀφοῦ εἶχε βρεῖ «τὴν πρᾶξιν εἰς θεωρίας ἐπίβασιν.
Ἠθέλησε ὁ Κύριος νὰ ἔχει συνδαιτυμόνα Του στὸ μεγάλο δεῖπνο τῆς αἰωνιότητος τὸν π. Αὐγοστῖνο, τὸν διακονητὴ ὅλων τῶν ψυχῶν ποὺ τὸν πλησίαζαν, τὸν χαρούμενο, προσηνή, εὐπροσήγορο, εὔχρηστο εἰς διακονίαν, τηρητὴ ἀπόλυτο τῶν λόγων Του: «Οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Ματθ. ΄ 28).
Σεβαστέ μας, π. Αὐγουστῖνε, ἀπὸ σήμερα εἶσαι γραμμένος στὶς δέλτους τοῦ οὐρανοῦ, στὰ δίπτυχα τῆς μακαρίας ζωῆς. Στερούμεθα τῆς παρουσίας σου, τοῦ μεστοῦ καὶ ἐπικοδομητικοῦ λόγου σου, τοῦ παιδικοῦ σου ἁγνοῦ χαμόγελου, τῆς διακονικῆς σου ἀγάπης.
Ἡ παρουσία σου, ὅμως, στὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων μᾶς χαροποιεῖ, μᾶς γεμίζει αἰσιοδοξία καὶ δύναμη καὶ πεποίθηση ὅτι, «ὡς οἰκεῖο ἐν Ἱερουσαλήμ» (Ἡσ. λα΄ 9), θὰ σὲ ἔχουμε πρεσβευτή, ὅταν ὁ Κύριος ζητήσει καὶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ξεπληρώσουμε τὸ κοινὸ χρέος.
Δοξάζουμε τὸν Κύριο ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ σὲ γνωρίσουμε, ἰσάγγελε ἐπὶ γῆς καὶ νῦν φωτόμορφε Ἄγγελε τοῦ οὐρανοῦ.