Κυριακὴ πρωΐ 23.6.2019. Εἶπα σὰν τάμα καὶ σὰν δοκιμὴ δυνάμεων νὰ μεταβῶ πεζοπορῶν στὴν γειτονική μας Κρυόβρυση γιὰ τὴν λειτουργία, ὅπου θὰ λειτουργοῦσε ὁ Μητροπολίτης. Ξεκίνησα στὶς 7 καὶ πῆγα μέσ’ ἀπ’ τὰ χωράφια.
Καθ’ ὁδὸν πῆρα καὶ δυὸ σεμνὰ ἀνθάκια λεβάντας ἀπ’ τοῦ Νίκου καὶ τῆς Κίας τὸ χωράφι, γιὰ νὰ τἀνάψω ὡς λεβάντινο κεράκι τους. Ὥσπου ὁ δρόμος μου κλείστηκε ἀπὸ ἕνα σιταροχώραφο. «Ἡρακλῆς ἠρώτα, ποίαν ὁδὸν τράποιτο». Εἶναι τὸ παράδειγμα στὸ Συντακτικό, ποὺ διδασκόμασταν γιὰ τὴν εὐκτικὴ τοῦ πλαγίου λόγου καὶ τὴν πλαγία ἐρώτησι. Κι ἐμεῖς τὴν φτιάχναμε σὲ εὐθὺ λόγο. «Ὁ Ἡρακλῆς ἠρώτα, Ποίαν ὁδὸν τράπομαι;» Δηλαδὴ «Ἀπὸ ποῦ νὰ πάω; Ποιὸν δρόμο νὰ πάρω;». Ἔτσι ἀναρωτήθηκα κι ἐγώ. Δυστυχῶς ὅταν γίνονταν ὁ ἀναδασμός, δὲν πρόβλεψαν δρόμο νὰ ἑνώνη σὲ εὐθεῖα γραμμὴ χωραφόδρομο καὶ δημόσιο δρόμο στὰ ὅρια Κρυόβρυσης καὶ Ἄρδασσας.
Τελικὰ ὅμως μοῦ τὸν ἔδειξε τὸ δρομάκι ποὺ ἄνοιξε μέσα στὸ σιταροχώραφο ἡ ἀρκούδα. Ἀλλιῶς θἄπρεπε νὰ ἀνοίξω μονοπάτι καὶ δὲν εἶναι τόσο εὔκολο… Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς εἶχε ἀνοίξει καὶ στὸ χωράφι τοῦ Μοναστηριοῦ ἐπὶ δύο χρονιές, γιὰ νὰ σπάση τὴν κορομηλιὰ καὶ δύο κερασιές μας. Εἶχε χαράξει ἀκριβῶς τὴν ἴδια γραμμή. Καθὼς προχωροῦσα καὶ τὰ στάχυα ἄγγιζαν στὰ γένεια μου ἀναρωτιόμουν μήπως καὶ τὴν συναντήσω στὸ μονοπάτι ποὺ ἄνοιξε, ἂν εἶχε προπορευθῆ λίγο πρὶν ἀπὸ μένα. Ὅλα τὰ ἀπίθανα γίνονται. Τώρα ποὺ εἶμαι στὸ γραφεῖο μου ἀσφαλής, ἀναρωτιέμαι πάλι τὶ θἄκαμνα ἂν τὴν συναντοῦσα;
Δεύτερο τελικά. Βγῆκα στὸν ἀνήφορο γιὰ τὴν Κρυόβρυση. Εἶναι μαζὶ ἀσφάλεια, ἀλλὰ καὶ ἀγριότης. Σκληρὸς ὁ θόρυβος τῶν αὐτοκινήτων γιὰ ἕναν πεζό. Ὅλοι μὲ χαιρετοῦσαν, ἴσως καὶ μὲ ἀπορία. Τὶ ἔπαθε ἕνας παπᾶς καὶ πρωΐ Κυριακὴ περπατάει πρὸς Κρυόβρυση. Δίπλα στὸ δρόμο εἶδα πολλὰ ὑπολείμματα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Μπουκάλια, φραπεδοποτήρια καὶ κουτιὰ παντὸς εἴδους, σχήματος, φίρμας καὶ χρώματος. Τὶ σοῦ εἶναι κι αὐτὸς ὁ πολιτισμός μας; Ἀκόμα καὶ τοὺς ἐρημικοὺς δρόμους φροντίζει νὰ τοὺς στολίζει καταλλήλως κι ἐντελῶς δωρεάν! Ὁ πολιτισμὸς τῆς ψυχῆς, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ πολιτισμοῦ, ἔλεγε κάποιος σοφός. Μᾶλλον μὲ τὰ ἴδια στολίδια πρέπει νὰ εἶναι στολισμένες καὶ οἱ ψυχὲς τῶν πολιτισμένων!!! Κεῖ παραδίπλα εἶδα καὶ μία τρανὴ ρόδα-λάστιχο ἀπὸ μεγάλο τροχοφόρο. Ἔπαθε κάποια ζημιὰ μᾶλλον καὶ τὴ διόρθωσαν ἐπὶ τόπου καὶ ἅμα ἔβαλαν καινούργιο λάστιχο, τὸ σχισμένο τὸ ἄφησαν ἐκεῖ ὡς ἐνθύμιο τοῦ γεγονότος. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν καθαρίζονται τὰ βάτα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἀπὸ τοὺς δρόμους κι ἔτσι σκεπάζονται πολλὰ τέτοια στολίδια τοῦ πολιτισμοῦ μας! Δυστυχῶς ἐσχάτως τὰ γκρέϊντερς τῶν δήμων καθαρίζουν σύρριζα (ὢχ κι ἐδῶ σύρριζα…) τὰ πλαϊνὰ τῶν δρόμων μας καὶ ἔτσι ἀποκαλύπτονται ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέροχα στολίδια. Ἀλλιῶς θὰ παρέμεναν σκεπασμένα ἐσαεί. Μόνο ποὺ γκρεμίζουν καὶ ἀπὸ καμνιὰ πινακίδα τῆς Τροχαίας, ποὺ λέει στροφὴ ἢ κίνδυνος. Εἶδα μία ἐκτάδην μέσ’ στοὺ χαντάκ’.
Λίγο πρὶν τὴν Κρυόβρυση σταμάτησαν τρεῖς Γιάννηδες, γιὰ νὰ μὲ πάρουν μαζί τους, ἀλλὰ εἶπα νὰ βγάλω ὅλο τὸ τάμα μου. Ὁ ἕνας ἦταν ἐγγονὸς τοῦ δούλου Κυρίου μπαρμπαΓιάννη τῆς Σεβίλλης, ποὺ μὲ κούρευε πάντα μὲ ὀβίδα, μέχρι τὶς 17 Νοε 1979. Τότε ἔγινε ἡ τελικὴ κουρά μου καὶ δὲν ξανακουρεύτηκα. Ὁ δὲ μπάρμπαΓιάννης μὲ προσφωνοῦσε πάντα παπαΝικήφορε. Καλὸν παράδεισο νἄχη.
Μπαίνοντας στὴν Κρυόβρυση μὲ προϋπάντησαν, εὐτυχῶς, δύο κοιμησμένα μεγαλόσκυλα. Μὲ καλωσόρισε καὶ τὸ κέντρο ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ μὲ τὸν πρώην βασιλιᾶ μας στὰ κάγκελα! Βασιλιᾶς καὶ στὰ κάγκελα… Τὸ ραδιόφωνο ἑνὸς αὐτοκινήτου ἔψαλε μὲ ἔντασι τὴν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ... Κι αὐτὸ εἰκόνα ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ εἶναι… Κι ἐμεῖς μαὐτὴν τὴν ἁγία ἀπαντοχὴ περιφέρουμε ἐπὶ γῆς τὸ σαρκίον μας. Εἴθε ΠΡΟΣΕΧΩΣ νὰ βρεθοῦμε στὸν ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ καὶ ἐκεῖ νὰ εὐφραινώμαστε αἰωνίως μετὰ τῶν ἠλεημένων παρὰ Κυρίου συναμαρτωλῶν ἀδελφῶν! Σἄμπως τὶ ἄλλο θέλουμε. Μιὰ θέσι στὸν Παράδεισο…
Πρὶν φθάσης στὸ τέρμα τοῦ δρόμου σου ἔχεις τὴν μεγαλείτερη κούρασι. Ἦταν καὶ ἀνηφόρα. Ἀπὸ μακριὰ εἶδα, ὅτι μοῦ ἔκλεισαν τὴν αὐλόπορτα. Εἶπα. Σκέψου νὰ φθάσης στὴν ἐν οὐρανῷ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων καὶ νὰ βρῆς τὴν πόρτα κλειστή!!! Ὅμως μοῦ τὴν ἄνοιξαν κι ἔτσι ἐξεπληρώθη τὸ τάμα μου.
Κι ὕστερα γεῦμα Τραπέζης Ἀθανάτου. Παρετέθη δὲ καὶ δεύτερη τράπεζα ὑπὸ τὸν πλάτανο τοῦ κάποτε Δημοτικοῦ Σχολείου Κρυόβρυσης. Τράπεζα ἀδελφικὴ καὶ πλουσιωτάτη μιᾶς μικροτάτης ἐνορίας. Μὲ ἕναν ἄμισθο ἱερέα! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχοντιὰ τῶν μικρῶν. Ἦταν κι αὐτὴ μιὰ μικρὴ εἰκόνα τοῦ Παραδείσου. Τάχα νἄχη ὁ Παράδεισος μικρὴ εἰκόνα; Ἢ εἶναι, Ἢ δὲν εἶναι. Εὖγε παπαΧρῖστο καὶ τοῖς σὺν σοί!
Ἡ δόξα τῷ Κυρίῳ, στοὺ Ἁγίους Πάντες καὶ στὸν Ἄτλαντα τῆς Ὀρθοδοξίας Μάρκο Εὐγενικὸ τὸν Ἐφέσου. Κρατεῖ μὲν μυθικὸς Ἄτλας οὐρανόν, κρατεῖ δὲ Μάρκος Ὀρθοδοξίαν. «Ὑπέγραψεν ὁ Μάρκος; Ρώτησε ὁ Πάπας. Ὄχι, τοῦ ἀπάντησαν». Τότε ὁ Πάπας ἔφαααα. «Οὐδὲν ἐποιήσαμεν. Δὲν κάναμε τίποτε-Nihilfakimus». Κρῖμα ποὺ φιλοῦσαν καὶ τὴν ἐμβάδα του=πανδόφλα του. Μακάρι νὰ μὴ σώσουν καὶ κάμουν ποτὲ τίποτε (ποὺ λέει κι ὁ Χατζηχρῆστος). Ἀμήν.
Κυριακὴ 23.6.2019
ἁγίων Πάντων καὶ Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ
775 λέξεις ἀρ.νι.μα.