Σιούτου ἴλιγάμι στοὺ χουργιὸ τοὺ κιάρ’ κι τοὺ τραΐ, ἁπ’ δὲν εἶχαν κέρατα. Ἴλιγαν κουρνούτα ‘μπρουβατίνα κι τ’γίδα ἁπ’εἶχαν κέρατα μκρὰ κι στρουγγυλουπά, Cornus=κέρατο, εἶνι λέξ’ λατινική.
Μαρτζέλια κι μαρτζιλάτις ἦταν κυρίους οἱ γίδις κι λιγότιρου οἱ προυβατίνις μὶ σκλαρίκια ἰδώϊας ἀπουπχάτ’ ἀπ’τοὺ λιμότς. Αὐτὰ τἄχαν κυρίους οἱ βιλτιουμένις ράτσις. Τςγίδις τςἴλιγάμι κι μαλτέζκις. Εἶχαν τρανὰ μαστάργια κι γάλα πουλύ. Εἴχαμι κι τςμστριώτκις, ἦταν ἀνάμισα στςβιλτιουμένις κι στςθκέζμας. Ὄχ’ σὰν τ’ἀγριόϊδα τὰ θκάμας.
Μπέλου ἴλιγαν τ’ἄσπρου τ’ἀρνί, μπέλα ‘μπρουβατίνα, μπιλίτσου τ’ἄσπρου τοὺ θηλκὸ τ’ἀρνί, κι μπέλους τ’ἄσπρου τοὺ κριάρ’. Ἡ λέξ’ αὐτὴν εἶνι σλαβικιά, bela voda=τ’ἄσπρο νιρό.
Λάιου, ἴλιγαν τοὺ μαύρου τ’ἀρνί, τοὺ μαύρου τοὺ κριάρ’, κι λάϊα ‘μπρουβατίνα.
Καλέσου, ἦταν ἡ ἄσπρ’ προυβατίνα κι τ’ἀρνί, ἁπ’ εἶχαν μαῦρις ντάμκις γύρου ἀπ’τὰ μάτχιατς. Σὰν νὰ εἶχαν γυαλιά, μὶ λιέει ἡ Γιώργους. Τοὺ κριάρ’ ἦταν ἡ καλέσς.
Κουτσίνου κι κουάτσινου, ἦταν ἡ προυβατίνα κι τ’ἀρνί, ἁπ’ εἶχαν τοὺ πρόσουπου κουκκινουπό.
Μπατσάρου, ἦταν μὶ μουρτζουλουμένου ἢ μαυρουπρόσουπ’ προυβατίνα.
Καραμπάσς, ἦταν τοὺ μαυρουπρόσουπου κριάρ’. Καραμπάσκου ἦταν τ’ἀρνί.
Ρούντα προυβατίνα, εἶχι μαλλὶ ρούντου-μερινός. Ἦταν σὰν παχύ στρῶμα βαμπάκ’.Ἦταν κι κριάρια ροῦντα. Αὐτὰ ἦταν σιακάτ’ στνΑὐστραλία πχιὸ πουλύ. Εἶδα μνιὰ φουρὰ νὰ κουρεύν’ μὶ ἠλικτρικιὰ μηχανή ἕνα ρούντου κριάρ’ ἀποὺ χρόνια ἀκούριφτου. Κι ἦταν ὢχὢχὢχ… πώ, πώ, πώ …
ΣΤΑ γίδγια εἰχάμι ἄλλις οὐνουμασίις.
Τ’ἄσπρου τοὺ τραΐ τοὔλιγάμι φλώρου κι τ’γίδα φλώρα. Κάνα κατσίκ’ ἄσπρου τοὔλιγαμι φλουρέκου, χαϊδιφτκά.
Τοὺ κόκκινου τοὺ τραΐ τοὔλιγάμι ρούσς κι τ’γίδα ροῦσα. Τοὺ Μαναστήρ’ τ’ἁηΝικάνουρα στ’Ζάμπουρντα εἶχι οὕλου ροῦσα γίδγια. Κρατοῦσαν μόναχα ροῦσα τραϊὰ κι ροῦσις γίδις κι ἔβγαζαν κατσίκια ροῦσα κι αὐτά. Ἴλιγι ἡ θκόζμας ἡ Τρανός, Ἄειντι μπρὲ ἄειντι, ἀπουλνοῦσι ἡ Χρύσανθ(τρ)ους τοὺ κουπάδ’ κι γιόμπζαν τὰ πλάϊα ροῦσα γίδγια! Κι τὰ χαίρουνταν ὅλ’.
Τοὺ μαύρου τοὺ τραΐ γκόρμπους-γκουρμπῆς κι τ’γίδα γκόρμπα.
Τοὺ τραΐ, γίδα, κατσίκ’ ἁπ’ εἶχαν ντάμκις ἄσπρις ἀπάν’ σμπλάτ’ κιἄσπρ’ ντάμκα στοὺ κιφάλ’ τἄλιγαν πέστρου.
Ἡ γίδα μὶ χρῶμα ἀνοιχτὸ γαλανουπό, ἁπ’ τοὺ λέν’ σιέλ οἱ γραμματζμέν’, ‘νἴλιγαν κανούτα. Ἂν εἶχι κι λίγου μαυρουπὸ ‘νἴλιγαν μαυρουκάνουτα. Εἴχαμι κιἀσπρουκάνουτα. Τοὺ τραΐ τοὔλιγαν κανούτου.
Τοὺ τραΐ κι ἡ γίδα ἁποὺ εἶχαν ἄσπρου στοὺ κιφάλ’ τἄλιγαν μπάλιου κι μπάλια. Ἀμπουτὶ μπάλιου ἴλιγαν κι τοὺν ἥλιου. Εἶχαν κι παροιμία, Ἔϊ, σκουθῆτι, ρά. Βγῆκι ἡ μπάλιους, ἀ ρὰ κρυώνδεις, βγῆκι ἡ ἥλιους.
Ἡ γίδα ἁπ’εἶχι λίγου ἀσπριδιρὸ στοὺ μουσούδ’ ‘νἴλιγαν μούσκρια.
Ἡ γίδα ἁπ’εἶχι καφικόκκιανου σνκλιάτς ἀ κι στὰ μοῦτρατς ‘νἴλιγαν γκέσσα κι τοὺ τραΐ ἡ γκέσσους κι ἡ γκέσς.
Ἡ γίδα ἁποὺ εἶχι καφὲ σνκλιὰ ἀ κι στὰ μοῦτρα ‘νἴλιγαν μπάρτζα κι χαϊδιφτκὰ μπαρτζίκου. Εἴχαμι τέτχοια μπαρτζίκου μανάρα. Τ’βουσκούσαμι διμέν’μὶ τοὺ σκνὶ σιαπάν’ σιαπάν’ τοὺ λάκκου ὡς τ’βρύσ’ στὰ Τσακνάθκα κι τςπίσους. Πάηνάμι κι πίσου ἀπ’ τ’Μαντρινιὰ ὡς τςΖαραβίγκινας τοὺ λάκκου παίζουντας. Ἤμασταν κιἄλλα πιδγιὰ ἰτότι μὶ τςμανάρις….
Γίδα μὶ σπαζμένου κέρατου ‘νἴλιγαν κουτσουκέρατ’.
Ἡ θκόζμας ἡ ΞινουΒασιλάκς 1935, μὶ τρανὸ γιδουκόπαδου κι μιράκ’, στὰ γκισέμνια μαζὶ μὶ τὰ μιγάλα τὰ κυπριὰ κι τὰ κουδούνια, τρυποῦσι τὰ κέρατα κι κριμοῦσι μκρὰ κυπριά! Πᾶν’ κι αὐτὰ ὅλα!
ΟΛΑαὐτάϊας ἤθιλνα νὰ τὰ δγιαβάσου κι σὶ ἕναν ἁπ’τὰ ἔζησι ἀποὺ κουντὰ κι καλλίτιρα ἀποὺ τιμένα. Κι πῆρα τηλέφουνου τοὺν Γιώργου τοὺν Πουλιόπουλου ἀπ’ τοὺ Τρανόβαλτου τςἀξαδέρφς τςΒαγγιλίτσας. Συμφώντσι σὶ ὅλα μόνου κάτ’ λίγου μὶ διόρθουσι. Κι τιλειώνουντας μὶ λιέει. Εἶχι στοὺ χουργιό μας ἡ Ἀντώντς ἡ Ντιλιβάνντς 2-3 πρόβατα ἁπ’τἄλιγαν τραούσκα! -Τ’εἶνι αὐτὸ ρὰ Γιώργου; Τοὺν λέου. -Κι μὶ λιέει, «Ἴλιγαν οἱ παπποῦδιζμας, ὅτ’ κριάρ’ δὲν μαρκαλνάει γίδα, ὅμους τραΐ μπουρεῖ νὰ μαρκαλίσ’ προυβατίνα. Ἔτσιας κιαὐτάϊας. Μπορεῖ νὰ ἦταν τέτχοια σκυλουγέννα. Αὐτὰ εἶχαν σὰν κιτρινόξανθου πρόσουπου. Κι τἄλιγαν τραούσκα. Δηλαδὴ κανουνικὰ πρόβατα ἁπ’τὰ γένντσαν τραϊά!!!
Σὰν τὶ νὰ πῆς, μάνναμ’; Ἰδὼ ἔφτασάμι νὰ παντρεύουντι ἄντρας μὶ ἄντρινα κι γναῖκας μὶ γναῖκα…. Ἀ ρὰ κι γιατὶ νὰ μὴ μαρκαλίσ’ κι ἕνα τραΐ μνιὰ προυβατίνα; Ἄμ ξέρου κι γώ, ρὰ πιδγιά; Δὲν τοὺ πουλυπιστεύου, ἀλλὰ τοὺ γράφου σὰν μαρτυρία τ’Γιώργου. Λέτι νὰ πῆραν σειρὰ αὐτόϊας ἀ κι ψήφσαν σιακάτ’ σνἈνθήνα αὐτάϊας τὰ σαλὰ τὰ σαλαμένα γιὰ τςΓκλόατκιους;
Μόρα τὶ ἄλλου ἔχουμι ν’ἀκούσουμι, ἡ καημένουζμας;
Νὰ φλάγ’ ἡ Μιγαλουδύναμους τὰ πιδγιάμας.
τιτράδ’ 30 ὀκτ. 2024
+Ζηνοβίου καὶ Ζηνοβίας, ἀρνιμα