Μεγάλος ήταν ο φούρνος στο χωριό. Πετρόκτιστος. Και με πέτρινες πλάκες σκεπασμένος και στρωμένος πάντα. Ένας τουλάχιστον σε κάθε μαχαλά. Κάτι σαν συνεταιρικός να πούμε. Σ’ αυτόν θα έψηναν το ψωμί όλες οι νοικοκυρές.
Με πρόγραμμα και σειρά αυτόματη του καιρού εκείνου. Το ψωμί ενός ολόκληρου μήνα περίπου. Και δεν είναι υπερβολή. Τα πλαστάρια (καρβέλια) ήταν πολλά και μεγάλα.Για να φτουρούν. Τρία κιλά και παραπάνω ήταν το καθένα. Έτρωγες-έτρωγες και τελειωμό δεν είχε.
Η κατασκευή του φούρνου ήταν γερή και οι μαστόροι κείνης της εποχής έκαναν φούρνους, που ό,τι και συνταρακτικό να συνέβαινε αυτοί εκεί ,όρθιοι, δεν έπεφταν με τίποτα.
Για να κάψεις τον φούρνο στο χωριό, να τον ανάψεις δηλαδή έπρεπε λέει να έχεις πρώτα-πρώτα ξύλα. Κι όχι ξύλα χοντρά. Μα ξύλα λεπτά και στεγνά. Τσάκνα τάλεγαν. Έπαιρναν φωτιά με την πρώτη. Κι ήθελες σχεδόν ένα φουρτιό (φορτίο) να ζεστάνεις το φούρνο. Κι όταν όλα τα τσάκνα γίνονταν κάρβουνα, αυτό έδειχνε πως ο φούρνος έπρεπε να σκουπισθεί. Ένα μακρύ σιδερένιο φτυάρι (ο τσιάτσιαρας) με τα χέρια της νοικοκυράς τραβούσε τα κάρβουνα έξω. Μια πάνα από τσιόλια (κουρέλια),δεμένα σε μακρύ ξύλο αναλάμβανε να πανίσει (σκουπίσει) τον φούρνο απ’ τις στάχτες και τα λίγα κάρβουνα, που είχαν γλυτώσει απ’ τον τσιάτσιαρα. Βοηθό της είχε μια κάσα με νερό, όπου κατά διαστήματα βουτούσε μέσα της για να δροσισθεί απ’ καμίνι του φούρνου. Κι αν το σκούπισμα του φούρνου έπασχε τότε έπασχαν και τα πλαστάρια (καρβέλια) με τα κολλημένα κάρβουνα στο κάτω μέρος τους.
Και τώρα είμαστε πανέτοιμοι να φουρνίσουμε το ψωμί ,που γινωμένο καρτερικά περίμενε στα πνακουτά (πινακωτές). Σκεπασμένο πάντα με υφασμάτινο μεσάλι. Ψωμί σίκαλης, αυτό που σήμερα εναγωνίως ψάχνουμε ως υγιεινό μα δεν το βρίσκουμε. Το έπιαναν απαλά οι δυο παλάμες της νοικοκυράς , το αναποδογύριζαν στο φουρνόφτυαρο και μ’ αυτό η νοικοκυρά «ταΐζε» τον καυτό φούρνο. Έξω -έξω στο φούρνο κοντά στην πόρτα θα βάζαμε τα πυτιράδια ή και σκυλουψώμια, όπως τα λέγαμε. Αυτά ήταν το ψωμί των τσομπανόσκυλων και αν τύχαινε να μην ψηθούν καλά δεν πείραζε. Τα σκυλιά ποτέ δεν διαμαρτύρονταν.
Τέλος μ’ έναν πάφιλα (λαμαρίνα) με λαβή κλείναμε το φούρνο. Με λάσπη ή αγελαδοβουνιά (αγελάδας κόπρανα) κλείναμε την μικρή καπνοδόχο του φούρνου και τις τρύπες που άφηνε ο πάφιλας για νάχουμε και οικονομία στην ζέστη και το ψωμί ψημένο.
Κι όταν με το καλό κι ανάλογα με το ζέσταμα του φούρνου, είχαν περάσει καμιά δυο τρεις ώρες περίπου, το ψωμί ήταν έτοιμο. Αφού εντωμεταξύ και η νοικοκυρά είχε τσεκάρει το πράμα κάμποσες φορές. Το ξύλινο φτυάρι έπιανε ξανά δουλειά. Το ψωμί ζεστό. Το καρβέλι καυτό. Σ’ έκαιγε και δύσκολα το κρατούσες στα χέρια σου. Εκείνη την ώρα ένα κόψιμο μπορούσες να του κάνεις μόνο. Στο γόνατο. Κι’ ένα κομμάτι τυρί μπορούσες νάχεις στο άλλο σου χέρι, να το «παντρέψεις» με το ζεστό ψωμί. Αποθέωση.
Αυτός ήταν ο φούρνος του χωριού κι αυτό το ζεστό ψωμί του.