Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

"ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟ ΝΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝΕ"

Οδοιπορικό -περίπου- στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία
.

olgntel13.3Χρόνια τώρα, από τότε που με θυμάμαι, μιλούσα για την Κάτω Ιταλία λες κι ήταν -ας πούμε- η άλλη μου πατρίδα. Αγνοώ το υπόγειο ρεύμα -ίσως απλώς και να νοσταλγούμε πατρίδες άγνωστες και υποδόριες, ομφάλιες εξίσου, όπως άλλωστε και ο Πόντος- εντούτοις οι Encardia ήταν από τα αγαπημένα σιντί των ταξιδιών μας.

Έστω και αν ταξιδεύαμε οπουδήποτε αλλού και όχι στη Magna Grecia, που συνιστούσε -και συνεχίζει να συνιστά- τόπο κατεξοχήν ονειρικό. Η Κάτω Ιταλία γινόταν θέμα αγαπημένο των ταξιδιών εντός της τάξης επίσης, κάτι σαν εμμονή ή μήπως ζέση. Aπ' όπου κι αν πέρασες, «το κλάμα του εμιγκράντου» το άκουσαν τουλάχιστον άπαξ, περισσότερο από δική σου ανάγκη παρά εντός των επιταγών της διδακτέας. Κάπως έτσι. Κόλλησα στην ομάδα της Κάτω Ιταλίας και με αγκάλιασαν εξαρχής. Συνοδός σε 41 παιδιά, μια των οποίων και η μεγάλη μου.

Αρχή λοιπόν της άνοιξης καθ' οδόν. Ηλιοφάνεια σε όλη τη χώρα από το χάραμα. Διαλέγω κάτι κόκκινο και χωνιάζω τα σκούρα. Πώς να ντυθείς μια τέτοια μέρα κάτι πέραν της άνοιξης; Άνοιξη λοιπόν και κόκκινο. Κόκκινο στο εξής. Αποχαιρετώ το χιονισμένο βουνό μου. Του λέω να με περιμένει, αν και δε χρειάζεται. Είμαι κάπως η ψυχή του και το ξέρει.
Γιάννενα στο ημίφως. Βουνά χιονοσκέπαστα ακόμη και ποιητές στο σκοτάδι. Πορφύρης, Γκανάς, Βηλαράς πριν και τώρα στο Τσεπέλοβο, ν' απαγκιάζει στο ιερό δίπλα. Χατζής πάντα, στο τέλος της μικρής του πόλης -και της δικής μας. Εισορμούν εντός με το πού εγγίζω. Τώρα "Απέναντι από τα φωτισμένα του δειλινού Γιάννενα" και σκέφτομαι ξανά το ίδιο, "Αν ήμουν βοσκός /για κάποιο λόγο /μήπως θα' ταν καλύτερα;" ("Ακος ψυχής"). Εξακολουθώ να αγνοώ την απάντηση, εντούτοις η ερώτηση ενσκήπτει κάθε φορά που θ' αντικρύσω το σκοτάδι τους. Φωτογραφίζω το άγαλμα που φώναξε μια μικρή πως μου μοιάζει. Αγνοώ το πρόσωπο που παριστάνει. Ίσως και να' ναι η κυρα Φροσύνη.

"Είσαι σαν ακύμαντη θάλασσα" λέει εις των συνοδοιπόρων μου. Είναι γιατί αγνοείς τις τρικυμίες μου, αποκρίνομαι εις εαυτόν. Ρήμα "αγνοώ" σε επανάληψη. Το κρατώ. Πίνω κάτι σαν καφέ, καθώς η νύχτα τρέχει. Δίπλα στη λίμνη που να ακούς τη σιωπή της. Τυλιγμένοι σε κασκόλ και πανωφόρια. Ομίχλη στα βουνά απέναντι, ομίχλη στεριάς. Πώς λέγεται η ομίχλη αυτή που απλώνεται της λίμνης;

Υγρασία ανεβαίνει από μέσα της σα μελαγχολία που επίσης απλώνεται. Φεύγουμε. Μελαγχολία του ταξιδιού που επίκειται, όπως άλλωστε και του άλλου. Εντούτοις σήμερα μεσουρανούσε η άνοιξη κι ας είδαμε μονάχα την αρχή της. Καθ' οδόν ξανά. Ηγουμενίτσα. Και έπειτα εν πλω. Προς Μπάρι. Μέρα πρώτη.

2 της Άνοιξης. Στίχοι της κουπαστής.

Θάλασσα του χειμώνα κι ας είναι ήδη Μάρτης. Θάλασσα γκρίζα, βυθός θολός. Εν πλω ακόμη. Σκέφτομαι πως χειμώνα τη θέλω και όχι το θέρος. Χειμώνα, τότε που είναι μονάχη και αγριεμένη, τότε που βρυχάται σα ζώο που λαβώθηκε μες στη φωλιά του. Χειμώνα, να μην την εγγίζει κανείς.

Γραμμή του πλοίου
που πίσω μου αφήνω
πού τώρα με πας;

Κυματίζουν μαύρα, όπως τους πρέπει, στον άνεμο αφήνονται, μακριά από το θάνατο.

Με σωσίβιες λέμβους η ζωή, μην τύχει κι αστοχήσεις.

Ηγουμενίτσα-Μπάρι. Δε θέλει πολύ. Σε μια νύχτα αλλάζεις θάλασσα.

Συννεφιά. Ο άγιος των θαλασσών, ο δικός μας -μην τάχα είναι μονάχα δικός μας- περιμένει απέναντι.

Βροχή ψιχαλιστή στη θάλασσα. Υγρό, υγρό στοιχείο αγκαλιάζει.

Καθ' οδόν ξανά. Προς Καλαβρία δηλαδή. Λεμονιές κατάφορτες και στους δρόμους πικροδάφνες. Μυγδαλιές ανθισμένες και ελιές αιωνόβιες στους αυτοκινητόδρομους απάνω. Αδριατική και έπειτα το Τυρηννικό. Αμπελώνες προς Τάραντα. Βροχή στη διαδρομή, που ετοιμάζεται. Βροχή που πάει να γίνει καταιγίδα.

Ηραίο στο Μεταπόντιο.
Στην είσοδο στην έξοδο, ουδείς.
Μνήμες που τις αφήνεις μες στην αδήριτη σιωπή μιας πατρίδας "μεγάλης".

Ναός της Ήρας στο Μεταπόντιο.
Ναός της μοναξιάς της τώρα.

Άνθη της άνοιξης πάνω στις πέτρες. Άνθη ξεκομμένα.

Ανθισμένες μανόλιες σε κήπους που να κοιτούν στο Ιόνιο. Και πλάι στο Ιόνιο τώρα. Κύμα του Ιονίου, αφρισμένος τόπος, κύμα ομφάλιο. Οικείο, σαν την πατρίδα. Οικείο σαν πατρίδα. Παίζω. Και το ξέρω.

Προς Ρήγιο και τα Απέννινα χιονισμένα. Καταχνιά βροχής κι ύστερα καταιγίδα. Οι ουρανοί ανοίξαν. Βροχή κι αγέρας μάς κατατρέχουν. Ορατότης σχεδόν μηδέν και σα χιονοθύελλα. Ασπρομόντε σε ομίχλη. Λυσσομανάει ο τόπος. Θυμάμαι το τραγούδι του Παπακωνσταντίνου. Του Θανάση. «Στου Ασπρομόντε τις πλαγιές και στο χωριό Ροχούδι». Στο Ροχούδι δεν πήγαμε. Στο εγκαταλελειμμένο χωριό. Εκεί όπου οι μανάδες δέναν, λέει, με σχοινιά τα παιδιά τους, για να μην πέσουν καθώς παίζαν από τα βράχια του. Ένας βράχος όλο το χωριό, ένας βράχος σαν ανοιχτός βραχίονας. Κι απάνω του σκαρφαλωμένες ζωές. Πώς να σταθούν τούτες απάνω στα βράχια; Δε χρειάζεται να' σαι παιδί, για να σε δέσουν. Και ενήλικας, το σχοινί σου το' χεις ανάγκη. Ούτε όμως και στη Ματέρα πήγα. Στις υπόσκαφες εκκλησιές και τα σπίτια. Διατηρώ ανοιχτούς λογαριασμούς με τον τόπο αναμφιβόλως.

Είχαμε μείνει στο "λυσσομανάει". Εντούτοις και παρά τις υποθέσεις διπλό ουράνιο τόξο έναντι της Σικελίας. "Αύριο θα έχει ήλιο" μας λένε και αδυνατούμε να το πιστέψουμε. Εντούτοις είχε. Τι πιο όμορφο, να μην τον περιμένεις και κείνος να έρχεται. Έτσι κατέφτασε ο ήλιος με το ξημέρωμα. Αλλά αυτό έρχεται μετά. Μετά τη νύχτα.

"Είναι ωραίο να σε περιμένουνε" λέει η Δ. και τώρα πράγματι μας περιμένει η ελληνόφωνη κοινότητα της Bova Marina -ο γυαλός του βούα αλλιώς, bos-bovis πιπιλίζαμε μικροί- δηλαδή ο άγνωστός μας Salvadore που μας περιμένει μετά το Ρήγιο και μετά τη γέφυρα και πέρα από τις εκβολές με το άσπρο του fiat punto. Η αντάμωση γίνεται κάτω από το ενθουσιώδες χειροκρότημα 41+4 ανθρώπων, που στοιχημάτιζαν κρυφίως για το πώς θα είναι μετά από τόσους μήνες διαδικτυακής και μόνο επαφής. Ας είν' καλά η Β. Μας πήγε στην Κάτω Ιταλία.

Σούρουπο στη Bova Marina. Βογκάει το πέλαγος. Ο βόγκος ορμά μες στα δωμάτια. Σα θυμός σα θλίψη σαν παράπονο σαν όλα που δε βρίσκουν δρόμο παρά μάταια χτυπιούνται απάνω στα βράχια. Πού ο νόστος και ποια η πατρίδα του;

«Εδώ ο ελληνισμός είναι πια των επιστημόνων», λέει ο Salvadore. Diegi στο επώνυμο, που θα πει Διγενής. Ποιων βυζαντινών κτήσεων κατάλοιπο απέμεινε για να μαρτυρεί; Από το Μπάρι, το τελευταίο προπύργιο ενός Βυζαντινισμού που συρρικνωνόταν τρομακτικώς, λίγο κάτω και λίγο απάνω, ό,τι απέμεινε από τους Νορμανδούς, Γερμανούς και τους άλλους.

Αφηγείται εν μέσω ριγκατόνι με σάλτσα και κρασί κόκκινο, πλούσιο στη γεύση, που αφήνει μια γλύκα στο τέλος, αρκετή ώστε να θες κι άλλο. Αφηγείται όσο εμείς πίνουμε ακατάπαυστα. Η ένταση σηκώνει τσιγάρο που δεν έχουμε και που δεν καπνίζουμε -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Η μικροϊστορία και πάλι, στα περιθώρια της επίσημης κεφαλαίας Ιστορίας. Την ακούω να γράφεται μέσα μου:

Έχει δυο ή τρία χρόνια
ήταν κόσμος τότε
τουρίστες
πέρα από τη γνωστή τη θάλασσα
κάποιος ξέκοψε από τους άλλους
κι άκουγε
ήταν η μάνα μου
και μιλούσε τα γκρικάνικα
κάθησε κείνος
σε μιαν άκρη κι έκλαιγε
έκλαιγε για ώρα
εμείς γκρίκο είμαστε
του είπε έπειτα εκείνη
ξεγραμμένοι απ' όλους
ούτε δω
μα ούτε κι εκεί
στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη ανάμεσα
αιώνες τώρα
στα δυο ανάμεσα
εμείς γκρίκο
άνθρωπε μου

Γλυκό κρασί μες στην ομίχλη και μια βροχή που κόπασε για λίγο κι ύστερα πάλι άρχισε ως συνοδεία των παιδιών, δική μας, μες στη νύχτα, όσο κείνος, ο γκρίκο, ένας από τους 40 εναπομείναντες μέσα στους 3000, μιλούσε και μας ξεναγούσε στους δρόμους και τις οδούς, τις γραμμένες στα δυο, ιταλικά και ελληνικά, πατρίδες δυο, γλώσσες δυο, ποια η μητρική, ποια και η μητρόπολη, αναρωτιέμαι ακόμα. Στροφή προς τα δεξιά, όπου η έξοδος προς τη θάλασσα, υγρασία σηκωνόταν από μέσα της σαν κύμα, δεν ήταν μονάχα η βροχή, ήταν και τούτο το κύμα που ορμούσε με τον τρόπο του ανέμου να πέσει απάνω μας. Ηχογραφώ το βόγκο του. Η ακοή άλλωστε πότε έπαψε να συνιστά βαθύτατη αίσθηση; Προχωράμε και οι σκιές μας προπορεύονται. Τις χαζεύω στο σκοτάδι. Μπορεί και να τις μελετώ. Γυρίσαμε σχεδόν παγωμένοι στον ξενώνα. Ήμασταν όμως κατά πολλούς τρόπους ζεστοί.

3 της Άνοιξης και πρώτη της Κυριακή προς Σικελία. Καμπάνες από μακριά. Δεν θα πάμε. Πρωινό στο πόδι και καφές επίσης. Παίρνω το πλαστικό και περνώ το δρόμο που με χωρίζει από τη θάλασσα. Όλη τη νύχτα την άκουγα να βογκάει, μα τώρα ηλιόλουστη, ενώ στα δεξιά μου η νιφόεσσα του Πίνδαρου, η χιονοσκέπαστη Αίτνα. Πώς γίνεται να σταματήσεις το χρόνο στο εδώ ή να τον πάς από το τέλος προς την αρχή; Είναι συνταγή μονάχα των σοφών τούτη και την αγνοώ -όχι όμως και εντελώς. Το κύμα σκάει, πάει κι έρχεται, το χαζεύω, το ακούγω, το ζηλεύω. Τα παιδιά μαγεμένα το ίδιο. Οι μαθητές μας και τώρα συνοδοιπόροι στο ίδιο άγνωστο για όλους μας ταξίδι. Ο καθένας να κουβαλά τον εαυτό του και να πρέπει προσώρας και επειγόντως να τον αποθέσει, προκειμένου να ενωθεί με τους υπόλοιπους. Η τάξη δεν είναι τίποτα μπροστά στο ταξίδι, τολμώ να πω. Είναι απλώς ο προθάλαμος.

Προς Σικελία. Από τη Σκύλλα -κυριολεκτικά- στη Χάρυβδη, μια και εδώ -κατά την παράδοση- τα γνωστά στενά, υπόγεια ρεύματα του Ομήρου. Η θάλασσα, αδελφοί μου, μονάχα η θάλασσα. Σκύβω να την αιχμαλωτίσω. Σκύβω. Πίστη άνευ έργων, πίστη νεκρά.

Προς Συρακούσες, αποικία των Κορινθίων κατά τον Β' Αποικισμό, και διατηρούμε τον ενθουσιασμό της λιακάδας. Μιας λιακάδας που μας χάρισε η χτεσινή καταιγίδα. Απρόσμενη η αιθρία μετά από τόσο μένος. Αγριολούλουδα και λιάζονται. Φραγκοσυκιές χυμένες σ' όλη τη διαδρομή. Σπίτια στο χρώμα της γης. Terracota, σου' ρχεται να πεις.

Ήλιος και χτυπάει και εμπρός η νιφόεσσα να καπνίζει. Χιονοσκέπαστη και λαβωμένη. Απάνω της συναντιέται χιόνι και λάβα, άξιο απορίας ίσαμε σήμερα. Από μόνη της συνιστά ποίημα ή δίδαγμα ηθικό. Σήραγγες καθ' οδόν ατέλειωτες. Βουνά κρυμμένα. Μνήματα σκαρφαλωμένα στους λόφους σα σπίτια, δίχως σταυρούς, μονάχα μικρογραφίες σπιτιών, χωριά δηλαδή όπως και τα άλλα, άνθρωποι πεθαίνουν παντού και τούτα σου το θυμίζουν.

Κρατάς σημειώσεις όπως-όπως.
Διαβάζεις όπως-όπως. Όπως τον Συρακούσιο ποιητή:

Κάτω από το τρυφερό φως του φεγγαριού οι λόφοι σου,
στον Σέρκιο πλάι, κοπέλες με κόκκινα φορέματα
και θαλασσιά, κινούνται ελαφριά.
Έτσι στον όμορφο καιρό σου αγαπημένη. Ο Σείριος
χάνει το χρώμα κι απομακρύνεται η κάθε ώρα
κι ο γλάρος φτεροκοπά στα ερειπωμένα
ακρογιάλια. Χαρούμενοι οι εραστές βαδίζουν
στου Σεπτεμβρίου την αχλύ και συνοδείας
έχει η κάθε κίνησή τους, κάποια σκιά λόγων
που εσύ τους γνωρίζεις. Δεν έχουν λύπηση. Και συ
που σε κρατά η γη, γιατί παραπονιέσαι;
Μονάχη απόμεινες εδώ. Το σκίρτημά μου
ίσως να είναι το δικό σου, θυμός μαζί και φόβος.
Οι πεθαμένοι μακρινοί και πιο πολύ οι ζωντανοί
κι οι σύντροφοί μου άνανδροι και σιωπηλοί

ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ (μτφρ.Ζωή Καρέλλη)

Αρχαίο θέατρο των Συρακουσών. Teatro greco διαβάζεις και εισέρχεσαι. Στάσεις απανωτές για φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες, ένα αλλιώτικο ημερολόγιο καταστρώματος. Χέρι-χέρι κάποτε με το άλλο. Τον βλέπεις, χαμένο μες στον ημερήσιο τύπο, πίνακα να σχηματίζει, δίχως να το φαντάζεται. Όταν επιστρέφεις, δεν υπάρχει πια.

Κατεβαίνεις. Μια φυσαρμόνικα σε σταματά μέσα σε πανηγύρι έαρος. Καθόταν, προσηλωμένος σ' αυτήν, δίχως να ακούει, δίχως να βλέπει τα μπουλούκια παιδιών που τον προσπερνούσαν. Εντούτοις ζητούσε κατ' ουσίαν οβολό, δίχως να το επιζητεί. Είχε και την κιθάρα του στο πλάι.

Δέντρο εμπρός σου περίπλοκο, όπως και η ζωή. Πότε έπαψαν τα δέντρα να μιλάνε για μας;

Μια γαλανόλευκη κυματίζει. Την ντύθηκαν τα παιδιά αυθορμήτως. Ποια η αυθόρμητη λαχτάρα αυτού του εναγκαλισμού;

Οι εναγκαλισμοί επιμηκύνονται και αλλού. Τα δέντρα ορμούν ν' αγκαλιάσουν τα λουλούδια ή μήπως τα λουλούδια αναρριχώνται ώστε να ασπαστούν τα δέντρα. Ποιος θα μιλήσει;

Μαργαρίτες παντού και τα κίτρινα της άνοιξης μες απ' τα εδώλια. Ο τόπος μοσχοβολά αυτό που μόλις εισήλθε.

Ο τόπος σκορπά μνήμες επίσης:

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1944

Σου διαβάζω στίχους ήμερους ενός αρχαίου
και τα λόγια γεννημένα στα κλήματα ανάμεσα,
στις τέντες, στις όχθες απ' τα ποτάμια των τόπων
της Ανατολής, πώς ξαναπέφτουν τώρα πένθιμα
κι απελπισμένα σε τούτη τη βαθύτατη
νύχτα πολέμου, όπου κανένας απ' τους αγγέλους
του θανάτου δεν τρέχει στον ουρανό
κι ακούεται ο άνεμος, βοή ερείπωσης,
όταν τραντάζει τα σιδηρόφυλλα που εδώ ψηλά
χωρίζουν τις γαλαρίες κι η μελαγχολία
ψηλώνει απ' τα σκυλιά που ουρλιάζουν στους λαχανόκηπους,
στους πυροβολισμούς των περιπόλων
μέσα στους έρημους δρόμους. Κάποιος ζει.
Ίσως κάποιος θα ζει. Εμείς όμως, εδώ,
κλεισμένοι ν' ακούμε την αρχαία φωνή,
αναζητούμε ένα σημάδι που να ξεπερνά τη ζωή,
τη σκοτεινή γητειά της γης,
όπου ακόμα κι ανάμεσα στους τάφους, μες στα συντρίμμια
το χορτάρι του κακού σηκώνει το άνθος του.

ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ (μτφρ.Ζωή Καρέλλη)

Ανεβαίνοντας με πισωγυρίζουν για το "αυτί του Διόνυσου". Διαβάζω "Via Paradiso", η οδός που οδηγούσε στα λατομεία, στα περιβόητα και απάνθρωπα της Σικελικής εκστρατείας. Εκεί ο Καραβάτζιο βάφτισε αυτή τη σπηλιά "αυτί του Διονύσου". Πρίν χρόνια τον γνώρισα στη Θεσσαλονίκη κι έκτοτε τον θυμάμαι. Σχήμα κατ' ευφημισμόν ασφαλώς, ο Παράδεισος για τα λατομεία, και παίρνω την κατηφόρα μέσα σε αυτοφυείς πάπυρους και όσο ακούω το όνομά μου από μακριά. Με ψάχνουν. Μα είναι μονάχα η αρχή.

Εντός του αυτιού και η μικρή Δ. αρχίζει την «Ξενιτιά ή το Παράπονο». Ο ήχος λένε δυναμώνει ανά 42 φορές. Σιωπούμε, για να την ακούσουμε. Μαζί μας και ένα ζευγάρι τουριστών. Χειροκροτήματα στο τέλος και η μαθητική ομήγυρις αποχωρεί. Προχωρώ όλο και πιο μέσα, σα λαβύρινθος είναι, σκέφτομαι, και χάνομαι εντός του μέσα στο σκοτάδι. Τότε εκείνος, ο ξένος, αρχίζει να τραγουδά κάτι που έμοιαζε με προσευχή. Είμασταν μονάχα οι τρεις μας. Εκείνος, εκείνη και εγώ. Από το άνοιγμα, το άνοιγμα του φωτός, πουλιά άρχισαν να πετάνε προς τα μέσα, το ένα μετά το άλλο, πουλιά, σα να υπάκουαν σε αυτή τη μαγική φωνή που μπορεί να ήταν προσευχή, μπορεί και ό,τι άλλο. Πουλιά και πετούσαν. Τους ρωτώ στο τέλος, είναι το «Danny boy» και δεν είναι βέβαια προσευχή, είναι όμως ένα παραδοσιακό τραγούδι της πατρίδας τους, της Ιρλανδίας, που το τραγουδάνε κάποτε και στις κηδείες. Πιάνουμε συζήτηση στην παγκόσμια και διεθνή. Εκείνος, καθηγητής της ελληνικής ιστορίας κάπου στην Αμερική. Εκείνη, καθηγήτρια της ρωμαϊκής, μαζί του. Μένουν στις Συρακούσες. Κοντά στην πηγή της Αρέθουσας, τους ρωτώ. Αγνοούν το σχετικό μύθο. Αφηγούμαι με τη δυσκολία μιας γλώσσας που την ανασύρω, όπως και τα γαλλικά, μόνο για να διαβάσω ποιήματα. Με ακούω να λέω για πολλοστή φορά για τον Αλφειό, τον κυνηγό, που ερωτεύτηκε την Αρέθουσα και εκείνη -γιατί άραγε;- ζήτησε από την Άρτεμη να τη μεταμορφώσει για να τον αποφύγει και έγινε τότε η νύμφη πηγή, στην Ορτυγία, το νησάκι δίπλα στις Συρακούσες, μα ο Αλφειός δεν πτοήθηκε, παρά αρνήθηκε την ανθρώπινή του φύση κι έγινε ποταμός, προκειμένου να σμίξει μαζί της. Τον ακούω να δίνει το απόσταγμα, φιλώντας την: "Love is a river". Τους κοιτώ να χαμογελούν, φαντάζουν νέοι, γιατί έρωτας είναι αυτή η λάμψη της ψυχής η μυστική, π' ανεβαίνει στα μάτια και φλογίζει τα πρόσωπα και δεν ξέρεις από πού παίρνουν και πώς διαχέουν το τόσο φως, παρά μονάχα σαν τους δεις να καθρεφτίζονται ο ένας μέσα στον άλλον. Κι ύστερα βέβαια η καταχνιά στο κατόπι. Τους αποχαιρετώ με λύπη. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες. Φωτογραφιζόμαστε εις ανάμνησιν της αντάμωσης.

Τρέχω να συναντήσω τους άλλους, το βλέπω πως έχω ήδη αργήσει. Και πως ξεχάστηκα μες στο αυτί του Διόνυσου και πως χάθηκα εντός του λαβύρινθού του. Μα τότε ήρθαν τα πουλιά, τα πουλιά που πέταξαν και μου έδειξαν το δρόμο προς την έξοδο. Via Paradiso ξανά.

Μια φυσαρμόνικα στην είσοδο, η ίδια και στην έξοδο. Θα θυμάσαι τούτο τον τόπο μέσα από τους ήχους της, να σεργιανούν πάνω στα διαζώματα και προπάντων να τρυπώνουν μες στις ανθισμένες μυγδαλιές και τις φορτωμένες λεμονιές, να διαλαλούν την άνοιξη στα πέρατα.

Θα θυμάσαι τούτο τον τόπο, μα όλα σκιάς ασθενέστερα και ήδη διαβήκαν.

Και έπειτα ήρθε η Ορτυγία, το νησάκι στις Συρακούσες, να απηχεί τροβαδούρους, να εκτείνεται σε στενοσόκακα, να ομοιάζει -και πώς αλλιώς;- με τη Λατινοκρατία του τόπου μας. Σικελία ή μήπως Επτάνησα;

Κατάβαση προς την πηγή της Αρέθουσας. Κατάβαση προς τη θάλασσα δηλαδή. Μοναχικό διαβάτη ακολουθείς με τις αποσκευές στο χέρι. Μοιάζει με ηθοποιό. Ίσως και να' ναι.

Εκεί και δίπλα στο πέλαγος και ο ήλιος να μεσουρανεί ήδη από ώρα.

Καθένας είναι μόνος στην καρδιά της γης πάνω
καρφωμένος από μιαν ηλιαχτίδα:
κι αμέσως βραδιάζει.

ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ (μτφρ.Κάρολος Τσίζεκ)

Απόγευμα στην Ταορμίνα, δηλαδή στο Ταυρομένιον, πόλη αγαπημένη για τουρίστες και για συγγραφείς. Δαιδαλώδη, χρωματιστά σχεδόν, σοκάκια, όλος ο τόπος σχεδόν σαν παραμύθι. Μήπως όμως και είναι παραμύθι.

Ταορμίνα και να κοιτά το πέλαγος. Ένα απόγευμα σε κείνη την καρέκλα και να κοιτάς το πέλαγος. Nothing else. Στο σημείο τούτο εισελαύνει ο Θεόκριτος των βουκολικών ειδυλλίων, που εδώ έζησε τον 3 αι.π.Χ. Αντιγράφω για χάρη του, δηλαδή για χάρη μας:

Δεν ήθελα να είχα τους κάμπους του Πέλοπα, του Κροίσου τα πλούτη,
μηδέ του ανέμου τα φτερά.
Κάτω απ' αυτό το βράχο φτάνει να σε κρατώ στην αγκαλιά μου
τα πρόβατά μου να κοιτώ να βοσκούν
και τη σικελική τη θάλασσα.

Eπιστροφή και είναι ήδη σούρουπο. Στην Bova Marina ετοιμάζονται να μας ανταμώσουν. Και εμείς βέβαια, από μήνες. Δυο εποχές περάσαμε έτσι. Ώσπου ήρθε η άνοιξη. Δηλαδή το τώρα. Οι ελάχιστοι των γκρίκο να μιλούν για τα χνάρια ενός πολιτισμού κοινού, που έχουν απομείνει και φωνάζουν ακόμη, με ιδιαίτερη επισημότητα, να επιχειρούν να ανασυνθέσουν μνήμες και να επαναφέρουν λέξεις μέσα από τη χοάνη της μνήμης, τραγούδια γκρικάνικα μιας πατρίδας χαμένης. Ποιας όμως; Σήμερα το βράδυ οι τόποι ζωντάνεψαν μέσα από τους ανθρώπους. Κι αυτοί δεν ξέρουν γιατί νιώθουν έτσι, όμως το σίγουρο είναι πως νιώθουν κάτι το αλλιώτικο μαζί μας και εμείς βέβαια μαζί τους.

«Έστω και αν ο ελληνισμός, για να πούμε την αλήθεια», λέει ο Salvadore, «είναι μια ξεχασμένη, δηλαδή χαμένη, υπόθεση». Ξεχασμένη για την Άνω Ιταλία και χαμένη για την Κάτω.

Τα παιδιά μας ενώνονται με τα δικά τους τα παιδιά. Ο χορός ενώνει τους ανθρώπους, έστω και προσώρας. Είναι γνωστό. Και τους μαλακώνει.

Τραγουδούν ό,τι θυμούνται ακόμη, με μια θλίψη στα μάτια για τα όσα δε θυμούνται πια, για τα όσα έθαψε ανεπιστρεπτί ο χρόνος. Λυπάμαι τη μοναξιά τους. Κάτι τέτοιο πρέπει να ένιωσαν και οι πολύ πιο ευαίσθητες ψυχές των παιδιών που συνοδεύαμε, που κοιτούσαν περίεργα και συγκινημένα επίσης. "Ήταν η ωραιότερη στιγμή του ταξιδιού" μας εκμυστηρεύονται και περνούν γρήγορα στο επιστέγασμα της αντάμωσης που είναι φυσικά το τραπέζι και ό,τι συμβαίνει πάνω και προπάντων γύρω από αυτό. Πριν όμως υπογράφουμε το πέρασμά μας από το κατώφλι τους. Ένας-ένας.

Το κρασί ίδιο, κόκκινο και στο τέλος η γλύκα του. Πίνουμε με μια ανακούφιση για ό,τι προηγήθηκε, πίνουμε και γιατί την επαύριο φεύγουμε. Όλα είναι στιγμές και τίποτε άλλο. Όλα είναι χαραμάδες φωτός. Κερκόπορτες στην άλωση του χρόνου.

4 της Άνοιξης. Σκεφτόμαστε τη στάση στο μουσείο του Ρηγίου με τα περίφημα αγάλματα. "Τα αγάλματα δεν είναι πια στο μουσείο" λέει ο S. και ευθύς ακούω το στίχο που μόλις ξεστόμισε. Αλήθεια, και τότε πού είναι; Τα αγάλματα επιτέλους δραπέτευσαν, σκέφτομαι. Μπορώ ακόμα και να διακρίνω τη φυγή τους πάνω στον άμμο. Μπορώ ακόμα και να θυμάμαι πως «στον μέλλοντα αιώνα θα μείνει λίγος άμμος με την δική μας την αφή», όπως με βεβαιώνει ο Γιώργης Παυλόπουλος. Αποχαιρετώ τον τόπο, όπως μπορώ.

Πίνουμε μακκιάτο, σκέτο ή latte, σε όλες τις εκδοχές. Θα εισηγηθούμε εσπρεσσιέρα στο σύλλογο, πειραζόμαστε σαν τα παιδιά που συνοδεύουμε, έχοντας πετύχει το ανέλπιστο, να νιώσουμε κι εμείς κάπως σαν και αυτά, απαλλαγμένοι από τα λέπια στα μάτια, στην ψυχή, όπου. Αποχαιρετισμός παραθαλάσσιος. Το ταξίδι προς τα πίσω μόλις ξεκίνησε.

Ήδη επιστρέφουμε. Εγκαταλείπουμε τη βοή μιας θάλασσας ενός ακόμα χειμώνα και οδεύουμε προς τα πίσω. Απέναντι καταχνιά που σβήνεται στη θάλασσα της Αίτνας. Πούσι, λένε οι νησιώτες, και αυτοί ξέρουν. Στο αρχαίο Ρήγιο αφήνουμε τη χιονοσκέπαστη οριστικά πίσω μας. Όπως άλλωστε και τον Αμυγδαλέα, τον Amendolea ποταμό, μοναδικό ίσως με το όνομα ενός δέντρου. Το σιντι παίζει, «Δρόμος μακρύς και άβατος σαν ποταμός αδιάβατος», στίχοι του Γκανά ναι, ποιού άλλου δηλαδή. Το' χω δηλώσει και νιώσει πως οι Ηπειρώτες γράφουν «άλλη» ποίηση. Δηλαδή, μια άλλη ποίηση. Όπως και ότι οι καλύτεροι των πεζογράφων είναι ποιητές. Οι άλλοι είναι απλώς πεζογράφοι.

Μποτιλιάρισμα δίπλα στο πέλαγος και διασχίζοντας ξανά μέσα σε δυο μέρες το Ασπρομόντε. Πριν χρόνια οδικώς προς Αγγλία διασχίζαμε με ένα punto το Mont blanc, πριν δυο χρόνια το Montenegro. Τώρα το Ασπρομόντε. Βουνά λευκά που φωλιάζουν στη μνήμη. Ξερολιθιές απάνω του κι η θάλασσα στ' αγνάντι. Βουνά ατόφια και χύνονται στη θάλασσα. Και δέντρα, ω, αυτά τα μοναχικά δέντρα που ενώνονται με τον ουρανό και ποτέ με τη γη, που μοιάζουν σα να αιωρούνται, μετέωρα μέσα στη στωικότητα της απόλυτης σιωπής τους. Ω, αυτά τα δέντρα, αδελφοί μου, πόσο μας μοιάζουν.

Οι καθ' οδόν συνεχείς σήραγγες, όπως και στη Σικελία άλλωστε, θυμίζουν τις απανωτές αντίστοιχες της ζωής. Τα διαλείμματα φωτός ελάχιστα. Στα σκοτεινά προχωρούμε, αδελφοί. Στα σκοτεινά. «Φυλάξου απ' την αγάπη μου» ακούω να σιγοψιθυρίζει ο κ.Γιώργος, που δε στάθηκε μονάχα οδηγός στο ταξίδι, παρά και σπάνιος οδηγός στη μουσική, καθώς είχε το εξαιρετικό χάρισμα να ξέρει τι μουσική και σε ποια στιγμή. Ήταν διαρκώς γεμάτος εκπλήξεις. Τον ακούω τώρα να ξεμπλοκάρει τη συναισθηματική πλήξη με τη Χαρούλα παντός καιρού -διάθεσης δηλαδή- και τόπου, «Τα καλύτερα θα' ρθουν». Εντούτοις τι άλλο είναι το ταξίδι παρά και πέρασμα μέσα από ήχους και μουσικές, ένα αλλιώτικο ημερολόγιο καταστρώματος πλάι στο λόγο, στην εικόνα ή στη σκέψη απλώς; Και μήπως το κάθε τραγούδι ένα ταξίδι δεν είναι; Ταξίδι είναι.

Εν πλω προς Ηγουμενίτσα. Αποχαιρετούμε τις μέρες που πέρασαν. Συντροφιά με τα παιδιά που ξέχασαν για λίγο ότι είχαν να κάνουν με καθηγητές και εμείς ότι είχαμε να κάνουμε με μαθητές. Τούτο το βράδυ διαλυθήκαμε ησύχως στις καμπίνες, εσωτερικές ή εξωτερικές, δίχως ξενυχτίσματα. Το αύριο ήδη ερχόταν.

Και ήταν το αύριο της ομίχλης, μιας πατρίδας εν μέσω άνοιξης. 5 της Άνοιξης. Ηγουμενίτσα-Ιωάννινα. Στο γυρισμό άσπρισαν τα βουνά από την πάχνη. Βυθισμένα δέντρα και καθρεφτίζονται σε λίμνες της βροχής. Το τοπίο αλλάζει. Παραλιμνίως και πάλι, κύματα ομίχλης, άνεμος ομίχλης φουσούσε απ' τη λίμνη, σηκώθηκε ξανά και όρμησε ως υγρασία και ως παγωνιά απάνω μας να πέσει.

Κλαδιά σα μαλλιά. Μαλλιά ανεμίζουν σαν κλαδιά. Φύλλα σκουριάς και εναπομείναντα, έτοιμα να χαθούν οριστικά. Φύλλο σκουριάς. Ένα φύλλο σκουριάς, ξεχασμένο, μέσα στην άνοιξη. Κάθε τέτοια εποχή παραμιλάει η ψυχή μου.

Κλαδιά όπως ψυχές. Ψυχές που διαλύουν τις ομίχλες όταν στραφούν εντός. Ομίχλες που διαλύονται όταν σε τόπο ένθεο εισέλθεις και παραμείνεις -δίχως να ρεμβάζεις. Όχι, ακόμα και όταν ρεμβάζεις. Σπανίως βέβαια, το κατάφερνε ο Σκιαθίτης.

Κοντοστέκονται και με αποζητούν. Θυμάμαι τη Δ. Είναι ωραίο να σε περιμένουν. Ναι, καλή μου, είναι ωραίο να σε αποζητούν. Να σε φωνάζουν μες απ' την ομίχλη σου. Να τη σπάνε την ομίχλη σου, να σου τη διαλύουν.

Δροσοστάλες οι λέξεις και οι σκέψεις, δροσοστάλες που στάθηκαν μέσα στο χρόνο. Για λίγο έστω. Για το λίγο του χρόνου που αξιώθηκαν. Μες στην ομίχλη, αδελφοί μου, μες στην ομίχλη. Φωνές, όπως αγάπη, μας καλούν να εξέλθουμε. Φωνές, όπως αγάπη, να διαρρήξουν το ημίφως. Φωνές να σκορπίσουν το φως.

Μάτια με περιτριγυρίζουν, μάτια του θανάτου ξανά. Εκείνος, ξανά και ξανά μέσα στη σκέψη. Στη Σικελία, στα Γιάννενα, στο θάνατο, παντού. Πού να' ναι τώρα, άνθρωπε αγαπημένε, η ψυχή σου;

Έρχεσαι
με δυο μάτια λυπημένα
με κείνα τα μάτια του θανάτου
πάψε να με κοιτάζεις
με τούτον τον τρόμο
πάψε με τούτη τη θλίψη
πώς να παρηγορήσω
έναν που έχει πεθάνει.

Επιστρέφω μες από τις μνήμες. Ανάβαση στο Ιτς Καλέ μέσα από τα στενά του κάστρου. Βυζαντινό μουσείο και μουσουλμανικό τέμενος. Μια χαρά απλόχερη σκορπιέται από παντού και βαθύτατα με επηρεάζει. Αγνοώ την εκπόρευσή της, αλλά το απολαμβάνω. Είναι η συντροφιά, ποιος ξέρει. «Σα να μη θέλετε να' ρθειτε» ακούμε στα τηλέφωνα. Ναι, σαν. Μοιάζουμε με τους ναυτικούς του Σκιαθίτη που δεν αγναντεύουν, μα καθυστερούν να αποπλεύσουν και μοιάζει το πλοίο τους σα να' ναι δεμένο γύρω από κέντρο αόρατο, όπου κέντρο εκεί όπου η καρδιά και το σπιτικό τους.

Αφήνοντας τα Γιάννενα, η μουσική είναι το epitaph, τραγούδι φυγής αναμφισβήτητα και ποτέ επιστροφής. Μπορεί και αυτοκαταστροφής, στροφής εντούτοις εγκιβωτισμένης και στις δυο περιπτώσεις. Αυτός ο άνθρωπος, ο οδηγός εννοώ, αφουγκράζεται τις ψυχές για μια επιπλέον φορά και μοιράζει ανάσες, τραγούδια που σε θέλουν να μπαρκάρεις μονίμως.

Επιστροφή στη μικρή μας πόλη. Μα κάτι έμεινε ημιτελές εκεί, γι' αυτό και πισωγυρίζω στη Magna Grecia. Μια μέρα μετά μαθαίνουμε πως η νιφόεσσα εξερράγη.

Μεσ' από τα έγκατά της ξεπηδούν
πηγές αγνότατης φωτιάς αζύγωτης
τη μέρα ποτάμια χύνονται ροές
καυτές καπνού,
και μες τη νύχτα καταπόρφυρη
η φλόγα φέγγει
κι ως το βαθύ το πέλαγος κατρακυλά
με πάταγο τα βράχια.
Και τους τρομαχτικούς κρουνούς
του Ηφαίστου
εκείνο το θεριό ψηλά τινάζει,
θέαμα αλλόκοτο να το αντικρίσεις,
φρικτό και μόνο απ' όσους έτυχαν εκεί
ν' ακούσεις.

ΠΙΝΔΑΡΟΣ, Πυθιόνικος Ι, ΙΙ 21-28

Όλγα Ντέλλα

http://alypiasxwra.blogspot.gr/