Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011
Το πέλαγο είναι ποταμός...
Της Όλγας Ντέλλα
.
Κυριακή της Χαναναίας και εξήλθομεν των ορίων Εορδαίας, αφού πρώτα στην εκκλησιά ακούσαμε πως η πίστη προηγείται του θαύματος. Οδεύουμε προς τον ποταμόν. Χωριά και χωριουδάκια στο διάβα μας, δρόμος ελικοειδής, δρόμος ρομφαιοφόρος. Μα το χιόνι ήταν ηλιόλουστο. Και το οξύ, βαθαίνει κάποτε, και γίνεται περίπου μόνιμο, έτσι όπως οι πόνοι στα σώματά μας, που δε μας αφήνουν να τους ξεχάσουμε, παρά φροντίζουν με τις αλλαγές του καιρού την πληγή τους να μας τη θυμίζουν. Και κάποτε το οξύ παραμένει οξύ και ψεύδεσαι ή ζεις με την ψευδαίσθηση ότι βάθυνε πια και απώλεσε την οξύτητά του.
Διασχίσαμε έναν ποταμό που άστραφτε, γιατί κι ο ήλιος μεσουρανούσε, και μου θύμισε κείνον τον άλλο ήλιο, στον "Κλήρο του Μεσημεριού", του Claudel, μα κείνος ήταν αυγουστιάτικος και εν μέσω θαλάσσης, αυτός, όμως, μες στον ποταμό καθρεφτιζόταν και τον έκανε να λάμπει και να κοιτάξεις μέσα του δεν το μπορούσες. Σε τύφλωνε η λάμψη του, έσκυβες στη λιακάδα του. Νησίδες μέσα του, νησίδες γης, ελπίδες που θες να τις στραγγίξεις, να μπορούσες από νησίδα σε νησίδα να πετάξεις, να τις περπατήσεις όλες, μια μέρα και μια νύχτα, να δεις το φως εντός του, να δεις και το σκοτάδι, τη σιωπή του να αξιωθείς, στο ψηφιδωτό να καθρεφτιστείς ξανά, το ψηφιδωτό να συμπληρώσεις. Αερικό, αερικό, ακούς Γκάτσο και Χατζιδάκι, ε και, απαντώ, καλύτερα αερικό, τα ξωτικά γυρνούν τις νύχτες συντροφιά μου, που τραγουδά κι ο Μάλαμας και τι κατάλαβε κανείς από το ίσωμα, στα ουράνια μονάχα οι ανάσες, απομένουν τα ουράνια.
Γερόντισσα μας καρτερούσε σε τράπεζα ανοιχτόκαρδη και σε χωριό μικρό. Kλωνάρι δάφνης μού έδωσαν σαν έφτασα, δεντρολίβανο ζήτησα σαν έφυγα. Τρόποι του τόπου που σου' ναι οικείοι και σου φέρνουν μια βαριά συγκίνηση σα βλέπεις τα χέρια τα γεροντικά. Τελείς εν δάκρυσι μα όχι ανεξήγητα. Μπαίνουν βγαίνουν μορφές, που μοιάζουν σε αυτές του δικού σου τόπου. Τη λαλιά τους ρουφάς. Το λόγο το μεστό, το λόγο το συμμαζεμένο. Μια κουβέντα και λεν τα πάντα. Τα ξέρω τα πρόσωπα, από κάπου αλλού τα έχω συναντήσει. Μοιραζόμαστε την τράπεζα, πίτες και ξινοτύρι και κρασί κόκκινο, η τηγανιά στη μέση. Μια ζεστασιά από καρδιάς και ένα δόσιμο άνευ όρων, έτσι, γιατί έτσι είναι, που το αναγνωρίζεις. Τη θέλεις τούτη τη στοργή και ποιος δεν τη θέλει. Τούτη την έγνοια τη δυσεύρετη. Μοιραζόμαστε καφέ και γλυκό. Κάθε κίνηση, θαρρείς, πως είναι βγαλμένη από ποίημα. Δεν ξέρεις γιατί νιώθεις έτσι. Και στο χωριό σου έτσι νιώθεις. Όλα ακριβά και πανάκριβα. Ο αέρας είναι, η σιωπή, η λαλιά των ανθρώπων, το μάζεμα γύρω από μια φωτιά που καίει, οι ιστορίες οι παλιές, τα παιδιά που ανθίζουν τους δρόμους, ανθίζουν τις παιδικές χαρές, οι άνθρωποι που μιλάνε, που μοιράζονται πράγματα, οι άνθρωποι που αγγίζονται; Δεν ξέρεις. Έτσι και εδώ, αυτό το απλό έφερε μια χαρά και ευδιαθεσία, που προς ώρας τη βαθιά συγκίνηση απάλυνε.
Φεύγουμε. Προς και παρά τον ποταμόν. Δηλ. όπου μας βγάλει. Και μας έβγαλε απέναντι από τη Ζάβορδα, από τον Όσιο Νικάνορα δηλαδή. Τον έχεις απέναντι τον Άγιο και τον θωρείς. Δεν τον ξέρεις. Ξέρεις, όμως, τον ποταμό, που κυλά στα θεμέλιά του. Αυτόν τον έχεις ξαναδεί. Μα από εδώ, ακόμα και αυτός, αλλιώτικος σου φαίνεται. Σαν πιο μόνος, σαν πιο σιωπηλός, σαν πιο ξεκάθαρος. Σαν πιο ορμητικός. Στηρίζεται στα χωριά του κάμπου, στηρίζεται στις μνήμες των ανθρώπων, ακάλυπτος προχωρά και όπως είναι. Έτσι τον φαντάζεσαι και έτσι τον νιώθεις. Ποταμός τρελός, λέει ο Πεντζίκης, ορθόπλωρος σκέφτεσαι τώρα. Κοιτάς προς τα κάτω, βλέπεις τη Σκήτη του Αγίου. Μάζεψες το βλέμμα, όλοι βουβοί για μια στιγμή και μόνο η δική του η βοή ακούγεται από κει που είμαστε και ο ήχος της απόλυτης σιωπής και τα σκυλιά από τα κοπάδια που μας φέρνουν γύρω. Από ένα ντοκυμανταίρ, θα' χει μήνες, είδες τον τόπο μέσα από την οθόνη, και σε έθελξε από παντού. Σχεδόν σε πόνεσε. Είδες και τη σκήτη και τώρα θυμάσαι τους στίχους που τότε σημείωσες, ασήμαντοι στίχοι, μα και τώρα τους ίδιους θα έγραφες, τίποτα δε θα άλλαζες, μα πώς τους είχες λησμονήσει
πιασμένο στους βράχους σου
ποταμέ
να κρατιέται
μετά βίας
πριν την άβυσσο
και συ
φουρτουνιασμένος
να ρέεις
κι ανήξερος
πως τα θεμέλια σαθρά
και μουλιασμένα
κι άλλο δε στέκεται
παρά έτοιμο
να γκρεμιστεί
μες στα θολά νερά σου
Στίχοι ασήμαντοι, μα σε συγκινούν και τώρα, όπως όλα εκείνα που ενστικτωδώς έχουν γραφεί και έπειτα τα ανταμώνεις στη ζωή. Προηγείται κάποτε η γραφή της ζωής; Προηγείται, καθώς η ποίηση έχει πατρίδα μεταφυσική. Έχει πατρίδα τα ουράνια. Όπως και τα όνειρα. Και κείνα τα ουράνια έχουν πατρίδα. Όχι όλα. Μα κάποια, που νιώθεις κατάβαθα πως τα έχεις ζήσει. Κι ας είναι ενύπνια. Δεν μπορείς κάποτε να τα γράψεις. Αρκεί που τα έζησες έτσι όπως τα αξιώθηκες. Και γι' αυτή την ουράνια πατρίδα της γραφής και των ονείρων νιώθεις ευγνωμοσύνη.
Περνάμε απέναντι, ανεβαίνουμε προς τη Ζάβορδα, το όρος Καλλίστρατο μαθαίνω μετά, ανεβαίνουμε προς τον Όσιο, κάτω χάσκει η άβυσσος, μια άβυσσος, όμως, που θες να την κατέβεις, μέσα μπαίνουμε, προσκυνητές σε τόπο άγνωστο. Και έπειτα την Κάρα ζητούμε, που έχουμε ακούσει πως φεύγει κάποτε και κατεβαίνει σε πόλεις και χωριά χάριν προσκυνήσεως, μα πώς τον παίρνουν τον Άγιο από εδώ και πώς αντέχει κείνος να κατέβει, πώς αφήνει τον ποταμό μονάχο και τη σιωπή του πώς την εγκαταλείπει; Σε μούσκεψε ο Άγιος, πώς τα κατάφερε, την ψυχή από το πάτωμα τη μάζεψες, μέσα την έβαλες πάλι και συνέχισες. Θυμήθηκες έναν άλλο άγιο, του καλοκαιριού, Σέρβο άγιο, μα γι' αυτόν θα μιλήσεις άλλη στιγμή. Έμαθες πως σαν έφτασε ο Άγιος στον τόπο κείνο, τον ποταμό ζήταγε να περάσει, μα κείνος ήταν φουρτουνιασμένος και δεν το μπόραγε. Και έπειτα το ράσο του άπλωσε πάνω στα νερά και έτσι τον διέβη, απέναντι πέρασε και μες στη σκήτη του, στο ερημομονάστηρο κατέφυγε, μοναστηράκι ερείπιο μες στο φαράγγι πιασμένο, κι αν ανέβουν τα νερά που λένε, κι αν ανέβουν, τι άλλο θα χαθεί να μας το πούνε. Πάει καιρός από τότε που γράφτηκαν τα τελευταία.
Μαζεύτηκαμε και πήραμε την κατηφόρα και ήταν η ώρα που χρωματίζονται τα νερά, που λέει ο Σολωμός. Εκείνη την ώρα τον διαβήκαμε ξανά και το πέλαγο είναι βαθύ ακουγόταν από το CD, πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη θυμάσαι την Παπίου, το πέλαγο είναι ποταμός, λέω. Και έπειτα πίσω πάλι από λάθος κατεύθυνση και είμαστε στο μούχρωμα, και πέρα από το Χρώμιο, πίσω γυρνάς και τον κοιτάς μια τελευταία και έφεγγε σα γαλαξίας, μα πώς είναι να' σαι ποταμός και να' ναι νύχτα, δεν ξέρεις ν' απαντήσεις, θα' θελες να τον έβλεπες από κοντά τη νύχτα, μα τώρα είναι επιστροφή κι ο δρόμος είναι πάντα πιο σύντομος απ' όσο μπορείς ποτέ να φανταστείς και τρέχουμε κι εμείς κι η μουσική μαζί μας, γιατί τα λόγια φεύγουν, εκείνη όμως μένει, ένας Χατζιδάκις σε όλα του, παραμυθία σουβλερή απλώθηκε στον τόπο, είναι κλασικός ο Χατζιδάκις σκέφτεσαι, με την παλιά την έννοια, για τούτο φέρνει την κατάνυξη, έπεσε το σκοτάδι γοργά και κείνο, γοργά και τα χωριά διασχίζουμε ξανά, χωριά βυθισμένα στο απόδειπνο, τα δέντρα τους μια αγκαλιά ορθόπλωρη κι αυτή, τώρα νυφούλα μου χρυσή ακούγεται σαν τα περνάς, τώρα νυφούλα μου, που είσαι σαν τον αυγερινό και το κορμί φρεσκολουσμένο, τώρα που φεύγεις στην εκκλησιά να πας, θυμάσαι ξανά το καλοκαίρι μια νύφη π' έβγαινε από το σπίτι, για μέρες αυτό της τραγουδούσες μέσα σου, και έκλαιγες κανονικά κι από αλλού, μέσα σου όμως, όλα εντός, και έπειτα τα φουγάρα και τέλος πάλι από εκεί που είχαμε μείνει.