Ο ληστής Γιαγκούλας κι ο παππούς μου ο Νικόλας
Ο θρυλικός ληστής Φώτης Γιαγκούλας γεννήθηκε γύρω στα 1900 στο χωριό Μεταξάς Κοζάνης, ένα χωριό χτισμένο στα κατσάβραχα, που από παιδί σκαρφάλωνε ο Φώτος και που απέχει μόλις 6 χιλιόμετρα από το Λιβαδερό, το δικό μου χωριό.
Λίγο πολύ την ιστορία του ληστή, τη γνωρίζετε... Τον αποκάλεσαν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και του απέδωσαν ακόμα και φονικά που δεν έκανε...Τρεις φορές τον επικήρυξαν κατά τη διάρκεια της ζωής του φτάνοντας ακόμα και το αστρονομικό ποσό, των 600.000 δραχμών! Μέχρι το 1925, που οι χωροφύλακες του έστησαν μπλόκο και τον σκότωσαν στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου... Κι έτσι ένας μύθος έκλεισε έναν κύκλο ιστορίας στα Χάσια, τα μέρη μας, εκεί στους πρόποδες του Ολύμπου.
Η Ακρη, είναι ένα ακόμα χωριό κοντά στο Λιβαδερό και τον Μεταξά κι εκεί έζησε και έδρασε ο φοβερός και τρομερός ληστής Θωμάς Γκαντάρας, γνωστός για τη σκληρότητά του. Ακόμα θυμούνται οι χωρικοί της Ακρης, τα κλεφτόπουλα, τα πάμφτωχα παιδιά του Γκαντάρα, που όλη μέρα έπαιζαν παιδικά παιχνίδια με ξύλινα όπλα ενώ ο πατέρας τους ήταν στο λημέρι. Ο ωραίος ληστής Τσάμης, ήταν από το χωριό μου... Οπως καταλαβαίνετε, το τρίγωνο αυτό των χωριών, που ήλεγχαν οι κλέφτες, τα έκανε απροσπέλαστα για τη χωροφυλακή. Το ορεινό της περιοχής, βοηθούσε τους κλέφτες να κρύβονται εύκολα στα βουνά. Σε μια περίοδο, που η Μακεδονία, μόλις είχε απελευθερωθεί από τους τούρκους και ουσιαστικά η οργάνωση του ελληνικού κράτους ήταν ανύπαρκτη. Η αυτοδικία, ήταν ο μοναδικός τρόπος για να λύνονται οι διαφορές, τα φονικά άγρια, από τους Ρομπέν των Δασών των Χασίων.
Ζώντας στα βουνά, ψειριασμένοι και βρώμικοι, έκαναν επιδρομές κυρίως σε πλούσια σπίτια, έκλεβαν και τα μοίραζαν στους φτωχούς. Μέχρι που προίκιζαν και φτωχά κορίτσια. Κανένα φονικό δεν γινόταν χωρίς λόγο. Και ειδικά τιμής. Οταν πλησίαζε ο στρατός ή η χωροφυλακή, γινόταν άφαντοι στα βουνά... Συνεργάζονταν μεταξύ τους και όλοι τους φοβούνταν, λαός και στρατός... Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν σκότωσαν τον Γιαγκούλα και τον αποκεφάλισαν, το κεφάλι του μαζί με τα κεφάλια των σκοτωμένων συνεργατών του, κρεμάστηκαν για μέρες στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης και αργότερα μεταφέρθηκαν και μουμιοποιήθηκαν στο μουσείο Ιατροδικαστικής στην Αθήνα, όπου και βρίσκονται ως σήμερα.
Ο παππούς μου, ο βλάχος, ο Νικόλας, γεννήθηκε κι εκείνος το 1901 στη Φούρκα Κονίτσης στην Ηπειρο και όταν ήταν 14 χρονών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Λιβαδερό Κοζάνης. Νομαδική η οικογένειά του, μετακινούνταν συνεχώς, αφού ήταν όλοι τους ραφτάδες, που έραβαν τα αντρικά ρούχα των τριγύρω χωριών. Αλλαξαν το βλάχικο επίθετό τους από "Νταλαμπουσιέ" σε "Μακρής" για να επιβιώσουν. Μιλούσαν μόνο βλάχικα μεταξύ τους... Δεν ήταν κτηνοτρόφοι, όπως οι γηγενείς, ήξεραν όμως γράμματα, αλλά για τους χασιώτες δεν θεωρούνταν νοικοκυραίοι. Η μόνη τους περιουσία, μια παλιά εικόνα που κουβαλούσαν πάντα μαζί τους και στο πίσω μέρος της, είχαν γραμμένα τα ονόματα όλων των μελών της οικογένειάς τους για την περίπτωση που κάποιος σκοτώνονταν ή έπεφταν στα χέρια των τούρκων.
Γνωρίστηκε με τον Γιαγκούλα λίγο μετά το πρώτο φονικό του Φώτου, στα δεκάξι του χρόνια, όταν εκείνος σκότωσε έναν χωροφύλακα, που είχε βιάσει μια όμορφη ξαδέλφη του. Λίγο μετά την απελευθέρωση και ενώ μόλις είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται οι πρώτες φρουρές στα μέρη μας, ο συγκεκριμένος χωροφύλακας έβαλε στο μάτι την ξαδέλφη του, παρά τις προτροπές του ανωτέρου του να μην την πειράξει, αφού ήταν ξαδέλφη του Φώτου. Εκείνος όχι μόνο παράκουσε αλλά άρχισε και να διαλαλεί το κατόρθωμά του στο χωριό. Ο Γιαγκούλας τον βρήκε και τον έσφαξε. Επικηρύχτηκε και βγήκε στα βουνά.
Η άλλη εκδοχή, λέει, ότι σκότωσε τον πατέρα μιας κόρης, γιατί δεν της επέτρεπε να παντρευτεί τον αγαπημένο της, που κατά τύχη ήταν φίλος του Φώτου. Οποια κι αν είναι η αλήθεια, ο Γιαγκούλας βγαίνει στην παρανομία στα δεκάξι του.
Ο παππούς μου ο βλάχος, όπως τον αποκαλούσαμε όλοι, λόγω βλάχικης καταγωγής, αγαπούσε πολύ τις ιστορίες. Κι εγώ τον άκουγα. Και μεγαλώνοντας, κατέγραφα όσα έλεγε... Τώρα και μετά από πολλές δεκαετίες που πέθανε, θα μπορούσα με σιγουριά να πω, ότι αν οι συνθήκες στις οποίες έζησε ήταν διαφορετικές, θα μπορούσε να είναι διπλωμάτης ή πολιτικός. Πανέξυπνος, ευέλικτο μυαλό, ήξερε να φυλάγεται και στο Μεσοπόλεμο αλλά και μετά τον Εμφύλιο, όταν η καχυποψία ήταν διάσπαρτη, η διαφθορά στην πολιτική μεγάλη, τότε που μου διηγούνταν, πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής χτυπούσε με μπαστούνι τους βουλευτές του για να βάλουν μυαλό και να τον ακούσουν! Και πως ο ίδιος, βενιζελικός πάντα, προσπαθούσε να επιβιώσει, όπως μπορούσε.
Οταν μια μέρα τον άκουσα να τραγουδάει: "Που θα λημεριάσουμε Γιαγκούλα μου θα μας πιάσουνε, που θα στήσουμε λημέρι Γιαγκούλα μου, λεβέντη", τον ρώτησα αν είχε γνωρίσει τον Βασιλιά τον Ορέων. Μου απάντησε καταφατικά, μου επιβεβαίωσε ότι ο Φώτος ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας, με γαλανά μάτια, πολύ περήφανος και ντύνονταν σαν ευρωπαίος". Δεν ήταν σαν τους άλλους τους ψειριασμένους", γέλασε." Του άρεσε πολύ να μεταμφιέζεται και ειδικά να ντύνεται παππάς... Και κυρίως να κυκλοφορεί πάντα ανάμεσα στον κόσμο, καλοντυμένος και καθαρός, όταν όλοι πίστευαν ότι οι κλέφτες ήταν γενειοφόροι και βρώμικοι με όπλα και φυσεκλίκια... Μια φορά, είχε πάει στην Αθήνα, μπήκε σε μια ταβέρνα να φάει, καθαρός, καλοντυμένος ενώ οι έμπιστοί του τον περίμεναν απέξω. Η συζήτηση στην ταβέρνα δεν ήταν άλλη από τον επικηρυγμένο Γιαγκούλα και πόσο τυχερός θα ήταν όποιος κατάφερνε να τον πιάσει και να πάρει τα λεφτά της επικήρυξης! Ούτε που κουνήθηκε από το τραπέζι. Εφαγε, ήπιε κανονικά το κρασί του κι όταν τελείωσε σηκώθηκε και έβαλε μια φωνή: Ο Γιαγκούλας, είναι μπροστά σας! Κι έγινε άφαντος με τα παληκάρια του... Φαντάζεσαι τι έπαθαν οι άνθρωποι;".
Γέλασε και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα επάνω στο κρεββάτι του όπου πάντα καθόταν οκλαδόν, ακόμα κι όταν είχε περάσει τα ογδόντα, συνήθεια από τη δουλειά του ως ράφτης, αφού οι βλάχοι ραφτάδες κάθονταν πάντα οκλαδόν στο πάτωμα στην καλύτερη γωνία του δώματος. Τους φίλευαν δε, με τα καλύτερα πεσκέσια μέχρι να τελειώσουν τα ανδρικά κοστούμια και τις κάπες. Κάπνιζε πάντα μόνο άφιλτρα τσιγάρα και έπινε μόνο ρακί, ποτέ "ούζο νοθευμένο", όπως έλεγε, αν και στα στερνά του άρχισε να κάνει και σ αυτό, εκπτώσεις. Και συνέχισε τη διήγηση, αφού βολεύτηκε..
"Υπάρχει ένα μυστικό, κάτι που δεν ξέρει κανείς ακόμα για τον Γιαγκούλα", συνέχισε. "Ηταν εντελώς αγράμματος και τα ψυχοχάρτια τα έγραφαν άλλοι. Αυτός μόνο τα σφράγιζε με τον αντίχειρά του. Αμα σε καλούσε δεν γινόταν να αρνηθείς. Ετσι πήγα μαζί του καθώς ήξερα γραφή και ανάγνωση. Του είχα γράψει πολλές από τις επιστολές, που έστελνε στη χωροφυλακή ή ακόμα κι όταν ήθελε να προειδοποιήσει κάποιους ότι λίγες είναι οι μέρες τους..."..."Οταν τον σκότωσαν, όμως, το 1925, ανακουφίστηκα". "Μα γιατί, αφού συνεργαζόσουν μαζί του;" ρώτησα περίεργη...
"Με έστειλε μια φορά στο Τρανόβαλτο για να σκοτώσω δύο, που θεωρούσε ότι τον είχαν προσβάλλει... Πήγα με το βουλωμένο ψυχοχάρτι, τους βρήκα, τους είπα γιατί με έστελνε ο Γιαγκούλας και τους είπα να φύγουν από το χωριό και να κρυφτούν για μήνες... Το έκαναν, τρομοκρατημένοι, εγώ γύρισα πίσω και του είπα, ότι τους σκότωσα... Εκείνος όμως, έστειλε κι άλλους στο χωριό μετά από μένα, να ρωτήσουν που ήταν οι τάδε κι όταν οι χωριανοί απάντησαν, ότι είχαν καιρό να τους δουν, τότε μόνο, πίστεψε, ότι τους είχα ξεκάνει... Ηταν πολύ καχύποπτος και το μυαλό του έπαιρνε χιλιάδες στροφές. Κι άλλες φορές το έκανα, βοήθησα κόσμο να κρυφτεί, δεν έφταιγαν όλοι κι εκείνος θύμωνε εύκολα. Φοβόμουν πολύ αλλά αν το μάθαινε, τώρα δεν θα ήμουν εδώ να σου τα λέω. Θα με είχε σκοτώσει κι ας είμασταν φίλοι"... Σταμάτησα να ρωτώ, γιατί ποτέ δεν είχα φανταστεί τον παππού μου ως εγκληματία, αλλά προφανώς κατάλαβε τις σκέψεις μου..."Αυτά να τα γράψεις μόνο όταν πεθάνω και να ξέρεις, εγώ ποτέ δεν σκότωσα κανέναν... Βοήθησα πολλούς όμως και ελπίζω να το θυμούνται."...
Συνέχισε να μου διηγείται ότι, στο γειτονικό χωριό το Σαραντάπορο, γινόταν ο αρραβώνας της κόρης ενός εκ των μεγαλυτέρων εχθρών του Γιαγκούλα, που τον έψαχνε για να πάρει τα λεφτά της επικήρυξης. Ο Γιαγκούλας εμφανίστηκε καλοντυμένος ως άρχοντας, έφαγε, ήπιε και χόρεψε και στο τέλος χαιρετώντας τη νύφη και τον γαμπρό τους έδωσε κι ένα πουγγί φλουριά. Κανείς δεν τον είχε αναγνωρίσει....Μπροστά στα παραξενεμένα βλέμματα όλων, είπε στον πατέρα της νύφης: "Δεν χρειάζεται να με κυνηγάτε, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να με βρείτε και τώρα με αυτά τα χρήματα, η κόρη σου προικίστηκε!" ...Και ξανάγινε άφαντος στα βουνά!
"Είχε πολλούς φίλους στο στρατό και στη χωροφυλακή, τους περισσότερους τους πλήρωνε καλά κι έτσι κάθε φορά τον ειδοποιούσαν για το που του έστηναν ενέδρα. Από όλους τους άλλους ληστές ήταν ο πιο δίκαιος και πολλοί φτωχοί τον αγαπούσαν, γιατί τους βοηθούσε"...
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε αλλά ακόμα θυμάμαι την ανακούφισή του, όταν μου εκμυστηρεύτηκε το μυστικό του. Ολα αυτά συνέβησαν όταν ήταν περίπου 20 χρονών παλικάρι! Και φυσικά δεν σταμάτησαν τα κακά εκεί, σύμφωνα με τις εξομολογήσεις του. Εζησε δύο ολέθριους παγκόσμιους πολέμους, αλλά ο χειρότερος απ όλους ήταν ο Εμφύλιος, που σκόρπισε τη διχόνοια στο χωριό και οικογένειες ολόκληρες, ξεκληρίστηκαν. Πιο πολύ απ όλα χαιρόταν πάντα, που οι γερμανοί με την αποχώρησή τους, εκτέλεσαν ομαδικά όλους τους δοσίλογους. Οι τελευταίοι κι ενώ έφευγαν οι γερμανοί, τους παρακαλούσαν να τους πάρουν μαζί τους, στη Γερμανία. Οι γερμανοί, γελούσαν και τους έλεγαν : "Εσείς προδώσατε την πατρίδα σας, να σας πάρουμε να προδώσετε και τη δική μας;" Και τους εκτέλεσαν όλους μαζί και καλά έκαναν!" τελείωνε τη συζήτηση, ικανοποιημένος.
Κατάφερε να επιβιώσει με τούρκους, ληστές, το πλιάτσικο των Παοτζήδων, δοσίλογους, γερμανούς, αντάρτες... Αργότερα κι όταν άρχιζαν οι υποψήφιοι βουλευτές να καταφθάνουν στο χωριό προς άγραν ψήφων, ο παππούς έπαιρνε τα ψηφοδέλτια που ξέβαφαν κιόλας και τα χρησιμοποιούσε για χαρτί υγείας στην υπαίθρια τουαλέτα του σπιτιού του. Ευτυχώς κανείς ποτέ από αυτούς τους υποψηφίους δεν ζήτησε να πάει στο "μπάνιο". Κορόιδευε πάντα τους πολιτικούς που τους αποκαλούσε χαζούς και νόμιμους απατεώνες τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 80 που έφυγε για πάντα. Οταν ερχόταν από το χωριό στην Κοζάνη για ετήσια τσεκαπ υγείας είχαμε κι ένα ακόμα μυστικό, όταν πηγαίναμε να τον δούμε στο νοσοκομείο: τα άφιλτρα τσιγάρα κι ένα μπουκαλάκι ρακί... Του τα δίναμε κρυφά από τους γιατρούς, τους οποίους επίσης θεωρούσε ανόητους. Τίποτε άλλο δεν τον ενδιέφερε. Κάπνιζε από μικρό παιδί κι ο πνευμονολόγος που τον προέτρεπε να κόψει το τσιγάρο, είχε πεθάνει τουλάχιστον 40 χρόνια πριν από αυτόν... Κόντευε τα 90 όταν αποφάσισε να αναχωρήσει για πάντα..
"Ο λαός μας ήταν σε ημιάγρια κατάσταση, μετά από τόσους πολέμους και οι σκοτωμοί γινόταν για το παραμικρό" έλεγε πάντα..." Το μόνο που θέλαμε ήταν να ζήσουμε"...
Σ.Σ. Είναι κρίμα που δεν πρόλαβα να μάθω περισσότερα από τον διασκεδαστικό παππού μου... Κυρίως όμως με τρώει η περιέργεια για ένα περιστατικό, που θυμάμαι αχνά τη διήγηση και αφορά σε δύο δεκάχρονα παιδιά, ένα πελώριο μαύρο τηγάνι και πως αυτό κατέληξε στο κεφάλι ενός τούρκου, του οποίου εντελώς τυχαία, το πτώμα εξαφανίστηκε... Γιατί κάτι μου λέει ότι ένα από τα δύο αυτά παιδιά, ήταν εκείνος; Ισως το κρυφογέλιο του την ώρα της διήγησης, που υποδήλωνε και μια κρυφή υπερηφάνεια...
Μαδρίτη 2014
(Περιλαμβάνεται και στο βιβλίο της Δώρας Μακρή "ΟΙ Λεύκες, ο Λόρκα και ο Ελύτης" που μόλις κυκλφόρησε [κ.24, σελ. 113])
Η Δώρα Μακρή γεννήθηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας από γονείς μετανάστες (από το Λιβαδερό Κοζάνης) και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ζει στη Μαδρίτη, πάνω από είκοσι χρόνια και εργάζεται ως ανταποκρίτρια της ΕΡΤ.