Επιμένει στο …καταστροφικό του έργο το μεταχρωματικό έλκος των πλατάνων με τελευταία «θύματά» του το πλατανόδασος του ποταμού Αίσωνα (Μαυρονέρι) στη Νεοκαισάρεια Πιερίας, τα πλατάνια στην ευρύτερη περιοχή της Βερδικούσιας Λάρισας και -όπως όλα δείχνουν- το πανέμορφο παραλίμνιο πλατανόδασος στο Ρύμνιο Κοζάνης.
Παρά τις προσπάθειες αντιμετώπισης, εξάλειψης και αποφυγής διάδοσης που έχουν τεθεί σε ισχύ από δασικές υπηρεσίες και την ΚΥΑ που θέσπισε πέρυσι νέα μέτρα για την κοπή, την καύση ή την υγειονομική ταφή των προσβεβλημένων δέντρων, 20 χρόνια μετά την εμφάνιση του μύκητα Ceratocystis platani στην νότια Πελοπόννησο, η ασθένεια, που δεν κάνει διακρίσεις σε νεαρά, αιωνόβια ή «εμβληματικά» πλατάνια, εξακολουθεί να πλήττει τα πλατανοδάση της ηπειρωτικής χώρας, με τεράστιες συνέπειες για το περιβάλλον, τον τουρισμό και τις τοπικές οικονομίες πολλών περιοχών.
Οι τελευταίες αναφορές, όπως επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος δείχνουν ότι «η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους που ξεραίνει τα πλατάνια, από το 2004 -χρονιά που ξεκίνησε η μετάδοσή της προς βορράν ως το 2024, έχει φτάσει πλέον στην γραμμή Άρτα- Κοζάνη- Ημαθία- Πιερία, αφήνοντας πάνω στον χάρτη μικρές αλώβητες μόνο νησίδες, όπως είναι το Πήλιο».
Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ, η ασθένεια των πλατανιών έως τώρα δεν έχει κάνει την εμφάνισή της στις άλλες 12 περιφερειακές ενότητες της Μακεδονίας, τη Θράκη, τα νησιά και την Κρήτη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι δεκάδες τουριστικές κοινότητες που έχουν επενδύσει την ανάπτυξή τους στην αναψυχή και την προσέλκυση επισκεπτών, μέσω της ομορφιάς και της αισθητικής αξίας των πλατάνων, έχουν πληγεί σημαντικά κι αναζητούν λύση στο πρόβλημα. Η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους τα προηγούμενα χρόνια προσέβαλε «ιστορικά» και «εμβληματικά» πλατάνια, πολλά απ’ αυτά χαρακτηριζόμενα ως διατηρητέα μνημεία της Φύσης, όπως είναι η «Πλατανιώτισσα των Καλαβρύτων» (και τα τρία πλατάνια της), αυτό της Αγίας Λαύρας που συνδέεται με την Επανάσταση του ’21 στην ίδια περιοχή, ο Πλάτανος του Παυσανία στο Αίγιο κ.ά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η γρήγορη επέμβαση και η εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων από δασικές και αυτοδιοικητικές υπηρεσίες αποδείχθηκε σωτήρια για τη διάσωση των πλατανιών μιας περιοχής, όπως συνέβη στη Ναύπακτο, όπου η αρχική προσβολή σε πλάτανο αντιμετωπίστηκε με υλοτόμηση – απομάκρυνση του ξερού δέντρου και νέκρωση των γειτονικών του για να μην επεκταθεί ο μύκητας. Το ίδιο αποτελεσματικές φαίνεται ότι ήταν και οι επεμβάσεις στο Θέρμο Αιτωλοακαρνανίας και την αρχαία Ολυμπία.
Μετά την πρώτη δεκαετία εξάπλωσης του μύκητα στην Ελλάδα διαπιστώθηκε πλέον ότι η ξύλευση, η προσεκτική απομάκρυνση του προσβεβλημένου πλατάνου και των υπολειμμάτων κοπής, η προληπτική επίσης απομάκρυνση και των γειτονικών του δέντρων, των κλαδιών, του χώματος καθώς και η σχολαστική τήρηση όλων των προβλεπόμενων προληπτικών μέτρων που συνέστησαν εξειδικευμένες επιστημονικές ομάδες είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή της μεταδοτικότητας και τη διάσωση των πλατανιών σε ορισμένες απειλούμενες περιοχές.
Τέμπη, λίμνη Ιωαννίνων, Μαυρονέρι Πιερίας, πλατανόδασος Ρυμνίου Κοζάνης
Την τελευταία τριετία, ωστόσο, η εμφάνιση του θανατηφόρου για τα πλατάνια μύκητα και σε βορειότερες περιοχές, όπως στα στενά των Τεμπών και στο πλατανόδασος των Ιωαννίνων (2021), όπου υλοτομήθηκαν και απομακρύνθηκαν 40 από τα 300 μεγάλα πλατάνια στη νότια πλευρά της παραλίμνιας διαδρομής δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι «δεν έχει επιτευχθεί η προσωρινή έστω αναχαίτιση της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους προς βορράν».
Τους τελευταίους μήνες, στον κατάλογο των περιοχών που έχουν χτυπηθεί από την επιδημία έχουν προστεθεί η περιοχή της Νεοκαισάρειας Πιερίας (ποταμός Αίσωνα- Μαυρονέρι), μια περιοχή της Ημαθίας, η Βερδικούσα Λάρισας και το πλατανόδασος του Ρυμνίου Κοζάνης, στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Πολυφύτου.
Στη Νεοκαισάρεια Πιερίας, το μεταχρωματικό έλκος έγινε περισσότερο ορατό το περασμένο καλοκαίρι στους χώρους αναψυχής που χρησιμοποιούνται και για εκδρομές σχολείων δίπλα στην επαρχιακή οδό Κατερίνης- Ελασσόνας, όταν η προηγούμενη διοίκηση του Δήμου Κατερίνης αποφάσισε την κοπή και απομάκρυνση των προσβεβλημένων θεόρατων πλατάνων του ποταμού. Τις εργασίες υλοτόμησης και αξιοποίησης της βιομάζας, ανέλαβε μάλιστα εταιρεία εμπορίας ξύλου σε μια προσπάθεια μεγάλης, έγκαιρης και άμεσης παρέμβασης έτσι ώστε να αποκοπεί η μετάδοση κατά μήκος του ποταμού.
«Όλες οι προσπάθειες απέβησαν όμως μάταιες» εκτίμησε πρόσφατα, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Ομίλου Φίλων της Φύσης και του Ανθρώπου «Μαστόδοντας – Νεοκαισάρεια» Σάββας Τσεντίδης «καθώς διαπιστώνουμε ότι το πρόβλημα όχι μόνο δεν περιορίζεται αλλά επεκτείνεται κατά μήκος του ποταμού αλλά και σε κοντινούς παραποτάμους και ρέματα».
Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακρύτερα από την άλλη πλευρά των βουνών, στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, το Δασαρχείο Ελασσόνας έλαβε τα δικά του μέτρα αντιμετώπισης του μεταχρωματικού έλκους μετά την ανακοίνωση – έγκριση της Επιθεώρησης Εφαρμογής Δασικής Πολιτικής Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας του ΥΠΕΝ. Το Δασαρχείο ξεκίνησε ήδη την υλοτομία νεκρών (ξηρών) ατόμων πλατάνου, στην περιοχή της ευθύνης του, τα οποία έχουν προβληθεί από το μύκητα Ceratocystis platani καθώς και υγιών (υπόπτων προσβολής) ατόμων που φύονται περιμετρικά και σε ακτίνα 15 μέτρων από τα προσβεβλημένα άτομα πλατάνου. Η υλοτομία υπό την επίβλεψη του δασαρχείου διεξάγεται στις περιοχές ευθύνης των δασονομείων Βερδικούσιας (σε Συκιά, Πραιτώριο, Αμούριο, Βερδικούσια) και Καλλιθέας (Μηλέα, Σπαρμός).
Οι συγκεκριμένες παρεμβάσεις γίνονται κατ’ εφαρμογήν των μέτρων που προβλέπει περυσινή ΚΥΑ που υπέγραψαν τα Υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης – Τροφίμων και Περιβάλλοντος – Ενέργειας, η οποία ορίζει και αυστηρά πρόστιμα. Στα ενδεδειγμένα μέτρα που αφορούν στην κοπή, την καταστροφή με καύση ή υγειονομική ταφή των προσβεβλημένων δέντρων, πλέον αναφέρεται και η δυνατότητα μεταφοράς και περαιτέρω διαχείρισης της προσβεβλημένης ξυλείας με θερμική επεξεργασία σε κατάλληλες μονάδες (π.χ. παραγωγή βιομάζας).
«Κλειδί» η απολύμανση των εργαλείων υλοτόμησης – κλάδευσης των πλατάνων
Εκτός των άλλων υποχρεώνει τους ΟΤΑ που χρησιμοποιούν χωματουργικά μηχανήματα, πριόνια κι άλλα εργαλεία υλοτόμησης και κλαδέματος να τα αποστειρώνουν μετά από εργασίες κλάδευσης όλο τον εξοπλισμό κοπής -κλαδευσης, «διότι βρέθηκε ότι ο κύριος τρόπος διάδοσης του μύκητα από περιοχή σε περιοχή είναι ορισμένα χωματουργικά εργαλεία ή πριόνια και κλαδευτήρια, τα οποία χρησιμοποιούνται από τεχνικά συνεργεία και όχι μόνο που κλαδεύουν πλατάνια για να περνούν τα ηλεκτροφόρα καλώδια ή σε χωματουργικές εργασίες τάφρων πέριξ των δρόμων. Αυτό δυστυχώς δεν εφαρμόζεται αν και είναι σχετικά εύκολο» σημειώνει ο κ. Δημητρακόπουλος.
«Καραντίνα» να σώσουμε τα πλατάνια…
Η κατάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τελευταία θα απασχολήσει την αυριανή συνεδρίαση (Παρασκευή) του τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ και στα πρώτα θέματα της ημερήσιας διάταξης που θα συζητηθούν είναι οι προτάσεις για «μέτρα καραντίνας για τον περιορισμό της ασθένειας αλλά και πρόσληψης έκτακτου προσωπικού για την εφαρμογή των μέτρων της περυσινής ΚΥΑ».
Ο καθηγητής επισημαίνει ότι ο μύκητας διεισδύει στον πλάτανο από κάποιο έστω τραύμα στον κορμό του και συνεπώς ένας τρόπος σε περίπτωση που δεν αποστειρωθούν τα εργαλεία είναι η αποστείρωση της τομής με την χρίση φλόγιστρου, πρακτική που δοκιμάστηκε τελευταία αποτελεσματικά. Χημικά σκευάσματα δεν αποδείχθηκαν αποτελεσματικά και οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η ασθένεια των πλατάνων προσομοιάζει του καρκίνου στον άνθρωπο. Μάλιστα, πολλές φορές διαπιστώνεται η προσβολή 4 χρόνια μετά την αρχική μόλυνση…
Ο μύκητας που ήρθε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι το μεταχρωματικό έλκος -αποκλειστικά- του πλατάνου είναι μια εισαγόμενη ασθένεια που έφτασε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από τη Β. Αμερική μέσω κιβωτίων πυρομαχικών κατασκευασμένα από ξύλο πλατάνου πιθανόν λίγο μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων το 1944 στην Ιταλία. Σύμφωνα με στοιχεία που διέθεσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δημητρακόπουλος, η πρώτη προσβολή του μύκητα Ceratocystis fimbriata f. sp.platani καταγράφηκε σε περιοχή κοντά στη Νάπολη. Στην Ελλάδα εντοπίστηκε πρώτη φορά (2003-2004) από τον διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων Παν. Τσόπελα στη νότια Πελοπόννησο. Εικάζεται ότι μεταδόθηκε από πολλαπλασιαστικό υλικό που εισήχθη από Ιταλία, η οποία, μαζί με την Ολλανδία θεωρούνται κυρίαρχες στο εμπόριο καλλωπιστικών ειδών στην ΕΕ. «Από τότε ο μύκητας αυτός άρχισε να εξαπλώνεται σε πλατάνια προς βορράν…».
Θανάσης Τσίγγανας ΑΠΕ ΜΠΕ