Μπάρμπα Βασίλης. Μελαχροινός, γαλανομάτης, μάλλον κοντούλης, λεπτός κι ευκίνητος, ακόμα και στα γεράματά του.
Πρώτος ξάδερφος της γιαγιάς μου και σύντροφος του παππού μου από τα μικρά τους χρόνια ως τα γεράματα. Ήταν μια απόλαυση να τους ακούς να διηγούνται, να διαφωνούν, να μαλώνουν και να συμφωνούν στο τέλος. Παιδικές σκανταλιές, νεανικές ιστορίες, άνθρωποι που πέρασαν, περιπέτειες.
Ο Βασίλης γεννήθηκε το 1905 σύμφωνα με τα χαρτιά (ο παππούς μου έλεγε το 1903, οι χρονολογίες γέννησης δεν κρατιούνταν σχολαστικά τότε, τους είχαν απογράψει κατ’ εκτίμηση, λίγο μετά που ήρθε το Ελληνικό, το 1913-14). Από πλούσια οικογένεια τσελιγκάδων Σταθοπουλαίων, μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι με πολλά άτομα. Παππούδες, νύφες κι εγγόνια, όλοι έμεναν μαζί. Για την εποχή εκείνη ο μπάρμπα Βασίλης διηγείται: «Είχαμε 20 κεφάλια άλογα, 20 κεφάλια αγελάδια,, πρόβατα δεν είχαμε πολλά, περίπου 100, αλλά γίδια περνούσαν τα 400-500. Στο σπίτι μας είμασταν καμιά εικοσαριά νοματαίοι, για να φάμε όλοι, εβανάμε δυό τρία τραπέζια: η μάνα, ο πατέρας, εγώ, η Θανάσω, η Κωσταντινιά, (δευτεροπαντρεύτηκε ο πατέρας μου κι έφερε από το Μόκρο κι άλλους δυό νοματαίους, το Νταρντούμπα), ο μπάρμπα Νάτσιος, η Νάτσαινα, η Γιάννω, η Μεταξού ,ο Χρύσος, ο μπάρμπας ο Χαρίσης με τη Χαρίσαινα, η Μαρία, ο Αντώνης, ο Στάθης , ο μπάρμπα Στάθης, με τη Στάθαινα, οΣταθογκουτής, ο Κατσιάνης, ο Νικόλας, ο Σταθολιόλιος, αυτοί…»
Αν για τους μεγάλους αυτό ήταν δύσκολο, για τα παιδιά ήταν πανηγύρι. Τα κορίτσια χαίρονταν να κάνουν νυχτέρια και τα αγόρια σκανταλιές. «…Έφκιαναν τα κορίτσια νυχτέρι κι εμείς (Κώστιος και Βασίλης) παϊνάμι κι ακουγάμι τι έλιγαν, όλο κάτι χαζομάρες έλεγαν, κρυβομάσταν στα δοκάρια στο ταβάνι ή μέσα σε τσουβάλια. Καμιά φορά έπεφταν σκόνες και άχυρα απ’ τα σκόρδα και τα κρεμμύδια που ήταν κρεμασμένα απ’ τα δοκάρια άμα κουνιούμασταν, Έλεγαν τα κορίτσια, όρα τι ποντίκια έχουμε, πολλά ποντίκια. Δε μας έπαιρναν χαμπάρι…»
Το σπίτι του μπάρμπα Βασίλη ήταν στο κέντρο του χωριού, λίγο πιο πάνω από την πλατεία. Το παλιό τους σπίτι ήταν μεγάλο, τριώροφο. Είχε υπόγειο, ισόγειο και πάνω όροφο. Είχε χώρια μέρος για τις κάδες με το βούτυρο, αμπάρια με τρία μάτια και σταύλους και πάνω έμενε η οικογένεια. Είχε και παρακλάδια γύρω γύρω, κάθε επί μέρους οικογένεια είχε το παρακλάδι της. Κάποια στιγμή, το ξανάφτιαξαν. Οι αδερφές κι οι ξαδέρφες παντρεύτηκαν η οικογένεια χώρισε. Εγώ θυμάμαι το δεύτερο (ή τρίτο) σπίτι του, κάτασπρο ασβεστωμένο, δυο τεράστια δωμάτια, στη μέση ένας μεγάλος χώρος που χωρούσε κι άλογο μέσα, το πάτωμα αλειμμένο χώμα, το δωμάτιο που έμεναν με μεγάλο τζάκι, δοκάρια στο ταβάνι, στο άλλο δωμάτιο ήταν τα αμπάρια, μεγάλη η αυλή στρωμένη με πλάκες (πετρένια), με μια όμορφη κληματαριά στη μέση, τριγυρισμένη με χαμηλό πέτρινο τοιχαλάκι. Ο μπάρμπα Βασίλης, όπως και ο πατέρας του, ήταν κι αυτός κτηνοτρόφος. Είχε κατσίκια και πρόβατα πολλά, που γέμιζαν τη μεγάλη του αυλή όταν έρχονταν για κούρεμα. Ήξερε από ζωντανά και πώς να τα αυγαταίνει.
Ήξερε ακόμα σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την περιοχή του χωριού κι υποδείκνυε τα όρια όταν έγινε ο αναδασμός. Έφυγε μακριά από το χωριό μόνο όταν πήγε στο στρατό, κι είχε να διηγείται πολλές ιστορίες. Αλβανία, Κορυτσά, Ελβασάν. Ήταν έμπειρος στα ζώα και καθιερώθηκε με την αξία του σταυλάρχης και σιτιάρχης για τα άλογα. Ανέφερε με τα ονόματά τους λοχαγούς και ταγματάρχες, έναν Ευαγγελόπουλο, έναν Μπαζιώτα κι άλλους ακόμα. Ανέφερε πως έκαναν γαλαρίες στα χιόνια και περνούσαν από μέσα αν και ήταν Απρίλης μήνας και οι Αλβανοί τους έλεγαν πως ήταν και καλή η χρονιά. Υποχώρησαν πριν το Πάσχα. Η μνήμη του καθαρή, παρά τα πολλά χρόνια που έζησε και τα βάσανα που πέρασε.
Παντρεύτηκε πρώτη φορά το 1922 κι από τότε έχασε τρεις γυναίκες. Έκανε δυο κόρες τη Λίνα και τη Βασιλική με την πρώτη γυναίκα του και τη Βαγγελή με την τρίτη. Η θειά η Βασίλαινα, αυτή που εγώ θυμάμαι, ήταν μια χαμογελαστή, παχουλή, δραστήρια, χαρούμενη γυναίκα, στα τελευταία της δε θυμόταν καλά.
Ο μπάρμπα Βασίλης όμως, αυτός κι αν θυμόταν. Δε θα ξεχάσω κάπου στα 1996-97, ψάχνοντας παλιές εφημερίδες για την ιστορία της περιοχής μας, βρήκα ένα περιστατικό για πνιγμό στον Αλιάκμονα το 1917. Ο παππούς μου δε θυμόταν λεπτομέρειες, μου είπε όμως:
«ρώτα το Βασίλη, αυτός ήταν εκεί». Κι ο μπάρμπα Βασίλης μου τα διηγήθηκε όλα, λες κι είχαν γίνει χθες. Ήταν η ιστορία με τον πνιγμό του πατέρα του Τζιωνοζιώγα και του Τζιωνοβάγγελου, ίσως τα γράψουμε άλλη φορά.
Ήταν ανάμεσα στους ομήρους που πήραν οι Γερμανοί μετά το ολοκαύτωμα του χωριού, το 1943. Τους πήγαν αρχικά στην Αιανή και μετά στη Θεσσαλονίκη. Έκαναν ένα εξάμηνο περίπου να γυρίσουν.
Αυτό όμως που είχε μείνει πολύ ζωντανό στη μνήμη του ήταν η ιστορία του με τους ληστές και τα αποσπάσματα που τους καταδίωκαν.
“Θυμάμαι το Γιανκούλα, το Γκαντάρα, τον Περικλή Παπαγεωργίου από το Λουτρό, το Βελόνα, το Σπαθούλα και το Λόλα από τα Γρεβενά, τελευταίος, μαζί με το παιδί του στους Καλδάδες, που είναι το ιερό, μια γέφυρα στη στροφή, από κάτω φυλάγονταν, μέσα στο δημόσιο δρόμο. Βγήκαν ληστές για διάφορους λόγους, άλλος από γυναίκες, άλλος από άλλα… Κάθε ένας είχε την παρέα του. Ο Γκαντάρας είχε τον Περικλή ψυχογιό. Ήταν πολύ άγριος. Ο Γκαντάρας με πήρε ένα διάστημα σκλάβο στο Ζντιάνι.
…Μια φορά ήταν Απόκριες, πάει ο Γκαντάρας με τους δικούς του στη Λαριού, που είχαν οι Καβουράδες το κοπάδι στο Νιζισκιώτικο τον κάμπο κι έψησαν μια γίδα. Από κει ήρθαν απάνω, στα δικά μας τα μαντριά. Εμείς τάχαμε μαζί με τα βακούφικα, άλλη καλύβα εμείς, άλλη οι καλοέροι. Είχαμε μαουζέρια κι εμείς και οι καλοέροι και τουφεκούσαμε ν’ αποκριά, έθιμα. Ένα διάστημα, κόβεται το τουφέκι απ’ τη βακούφικη την καλύβα. Πάει ένας να δει. Πήγε ο Γκαντάρας και τους φοβέρισε, έρχεται και σε μας, δίνει μια στον παραστάτη της καλύβας, ευτυχώς δεν έπεσε. -Τι τουφεκάτε; Μας ρώτησε. Λέμε, έθιμο τόχουμε. Μας μέτρησε, ένας, δυό, πέντε νοματαίοι. Δεν μας έκανε τίποτα, έβγαλε κρέας, ψημένη γίδα και μας έδωσε και μας. Φωνάζει στο μοναστήρι, του έδωσαν κόκοτα, ρακί και άλλα. Ήταν ένας Παπαδημήτρης από τη Σπούρτα…
…Ήρθα από το Μόκρο το Πανηγύρι, 22-23 Μάη, του Αη Κωσταντίνου. Όταν ήρθα, πήγα στα Βιτούλια. Ήρθαν και με φώναξαν στο χωριό. Βγήκα εκεί χωρίς να ξέρω τι με θέλουν. Ο Καφάσης ήταν αποσπασματάρχης, με βγάζει έξω από το χωριό, στη ράχη, εκεί που είναι ένα καραγάτσι. Ήταν τρεις αποσπασματάρχες με ένα απόσπασμα. Ο Καφάσης από το Προσήλιο,, ο Κοντολαίων και ο Αποστόλου.
-Πού τον έχεις το Γιανκούλα;
-Δεν ξέρω. Του δίνω ψωμί, γιατί το μαχαίρι το έχει στο χέρι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, δεν τον αγαπώ. Κι εσύ να περάσεις, θα σου δώσω ψωμί.
-Όχι, τον έχεις εδώ.
-Όχι. Δεν ξέρω που είναι.
-Όχι ξέρεις. –Όχι δεν ξέρω.
Τότε έφταιξα κι εγώ,” συνεχίζει ο μπάρμπα Βασίλης, “και του είπα: -Λυπούμαι για λογαριασμό σου. –Γιατί λυπάσαι; - Όταν μοιράζεις εσύ τα χιλιάρικα με το Γιανκούλα, με φωνάζεις εμένα; Σήκωσε την κλούτσα να με βαρέσει. Ο Βαρδακάς από το Προσήλιο, του είπε: -Για να πεί ένα παιδί τέτοιο πράγμα, πάει να πει κάτι ξέρει. Με παράτησαν στον Αποστόλου. Μπροστά στην εκκλησιά είχαμε ένα καβάκι, εκεί που είναι τώρα το γραφείο. Με έδεσαν, με κρέμασαν, με κάπνισαν, με άφησαν, αυτός όμως που με βάρεσε πήγε ως την Τσαπουρνιά, δεν πρόλαβε. Πήγε ο Γιανκούλας –ποιος είναι ο Αποστόλου; -Εγώ. Τον έδειρε, ώσπου να πάει στην Ελασσόνα, πέθανε.
Τον πατέρα μου τον έστειλαν στο δικαστήριο το 1923 σαν τροφοδότη ληστών, βαριά κατηγόρια. Κανένας δεν με πιστεύει σήμερα πως έδωσα 50000 δραχμές, βαριές παράδες τότε, στο δικηγόρο το Νάτσινα να τον σώσει. Και πάλι δεν θα σώζονταν, αν δεν επενέβαινε ο Ταρτάρας από την Κοζάνη, που είχε το εστιατόριο. –Θέλω να γλιτώσεις το Σταθοιάννη. –Πώς να τον γλιτώσω τη στιγμή που αυτός φαίνεται η κινητήρια δύναμη. Τα κατάφερε τελικά. Μαζί μ’ αυτόν σώθηκε κι ένας Κοζανίτης, κι άλλοι που κατηγορούνταν. Ο Φάκας, ένας Σάββας από την Κοζάνη, ένας Αντώνης Παπαγιάννης από τα Μεταξά, κι ο Παπαγιάννης από το Τρανόβαλτο κι ο πατέρας μου είχαν αναλάβει να πάρουν του Φώτη του Γιανκούλα την οικογένεια να τους βοηθήσουν να φύγουν στην Αλβανία, για να χάσουν τα αποσπάσματα τα ίχνη τους. Πήγαν ως τη Ζάμπορντα, τους πρόφτασαν τα αποσπάσματα, τα πέταξαν όλα κι έφυγαν. Τη Φώταινα, την έπιασαν στη Βουργάρα, στο Τρανόβαλτο, στο Σιπικό. Βρήκαν πάνω της ένα γράμμα. Το γράμμα του Φώτη κατηγόρησε το πατέρα μου. Έγραφε γράμμα ο Φώτης για τον Πέτρο να κρατήσουν τη βαλίτσα του: Φίλε Παπανίκο Πέτρο (πρόκειται για τον Πέτρο Παπαγιάννη ή Παπανικόπουλο από το Τρανόβαλτο), με την επιστολή που θα πάρεις, να πάς στο θείο Σταθογιάννη στο Μικρόβαλτο και να παραλάβεις τη βαλίτσα μου[1]. Ήρθε το απόσπασμα στον πατέρα μου. –Πού την έχεις τη βαλίτσα του Γιανκούλα; -Την άφησα σ’ ένα μέρος να την πάρει, τώρα την πήρε, ή την άφησε, δεν ξέρω. Η βαλίτσα ήταν σκεπασμένη με βελέντζα, στα κλαδιά μέσα, λίγο παρακάτω από το Αηλιά, στο χωράφι του Γκιάτα. Πήγαν με τα μουλάρια τα δικά μας, την άνοιξε ο Καφάσης στην εκκλησιά, τα υπολόγισε σε 20.000 χρυσαφικά…
…Το Γκαντάρα τον σκότωσαν προς τη Δεσκάτη, το Γιανκούλα στον Όλυμπο, στη Σπηλιά.
…Πήγα αργότερα μια φορά στη Γιανκούλαινα στην Κοζάνη, κάθονταν πάνω απ’ το κρατικό νοσοκομείο, ήταν ο Στέργιος, αυτή και τα κορίτσια, να δούμε αν θα με γνωρίσει. Τη λέω: - με γνωρίζεις εμένα; -Τι λες βρε μπάρμπα Βασίλη, μου απάντησε, τα σκόρδα που έφαγα από σένα, μπορώ να τα λησμονήσω;…”
Ατελείωτες ιστορίες. Ζωντανές σαν να τις ζούσε όταν τις διηγούνταν.
Ο μπάρμπα Βασίλης ήταν φανατικός καπνιστής, από τα νιάτα του. Δεν τον είχε πειράξει ποτέ. Έλεγε ίσως ήταν το ότι έστριβε τσιγάρο με καλό χαρτί και καλά καπνά. Κάπου το 1985 θα ήταν, όταν του είπαν οι γιατροί πως έπρεπε να το κόψει, για λόγους υγείας (είχε ένα ογκίδιο εξωτερικά, στη μύτη του). Το έκοψε πολύ εύκολα, όσο κι αν το αγαπούσε. Έζησε πάνω από μια δεκαετία μετά.
Ήταν ακόμα αλλεργικός στο τσίμπημα της μέλισσας. Αρρώσταινε, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να είναι κοντά στον παππού μου, που φανατικός μελισσοκόμος είχε τα μελίσσια στην αυλή του σπιτιού μας. Έρχονταν πάντα, ακόμα κι όταν κάναμε τρύγο. Πρόσεχε, δεν τα φοβόταν.
Ο μπάρμπα Βασίλης έφυγε από κοντά μας στα μέσα του Μάρτη του 1998, σχεδόν αιωνόβιος, ακριβώς μια βδομάδα πριν από τον παππού μου, που όταν το έμαθε, άρρωστος κι αυτός, κούνησε απλά το κεφάλι και από τότε δεν έφαγε τίποτα πια.
Έλλη Λαμπρέτσα