...σε μια εξέλιξη της ιστορίας του συστήματος δραματικά διαφορετική από εκείνη που θα λάμβανε χώρα, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή.
Αν πιστέψουμε μία από τις αρχικές ερμηνείες για την γέννηση του κορωνοϊού, τότε η επιλογή ενός κατοίκου της Βουχάν να σβήσει την πείνα του με ένα… σάντουιτς με παγκολίνο, έθεσε σε καραντίνα μετά από μήνες και απειλεί να σβήσει ένα απομονωμένο χωριουδάκι 60 μόνιμων κατοίκων στην επαρχία του Βοΐου!
Αν κλείσω τα μάτια, το μυαλό πλημμυρίζει με εικόνες, με χρώματα, με παιδικά γέλια, με μυρωδιές. Η οσμή του φρεσκοκαμμένου ξύλου του ξυλόσομπας ανακατεμένη με τα μεθυστικά αρώματα των λουλουδιών του κήπου. Το φύλλο που ανοίγει η γιαγιά με τον πλάστη και το αυγό που έρχεται απευθείας από τα ζεστά πούπουλα της κότας. Το άρωμα της κοπριάς που μπαίνει ως τα μηνίγγια ανακατεμένο με αυτή την περίεργη αίσθηση που έχει το καθαρό οξυγόνο.
Προβεβλημένοι σύνδεσμοι
Η πρώτη βόλτα με το ποδήλατο. Η πρώτη τούμπα. Η πρώτη έξοδος. Το πρώτο ξενύχτι. Το πρώτο καρδιοχτύπι. Το πρώτο φιλί. Το πρώτο τσοντοπεριοδικό. Το πρώτο μεθύσι. Το πρώτο τσιγάρο. Διπλό δύο εναντίον δύο σε γήπεδο με χορτάρι κανονικών διαστάσεων, ντριπλάροντας αγελάδες και γαϊδούρια που βοσκούσαν αμέριμνα. Η πρώτη αλητεία. Ζωάρα!
Βόλτες από το πρωί ως το βράδυ με τα ποδήλατα, σαν τους μικρούς εξερευνητές που ανακάλυπταν τον κόσμο. Πόσιμο νερό από τις πηγές, για φαγητό καρποί από τα δέντρα. Καρύδια, κορόμηλα, φουντούκια, βατόμουρα, ό,τι τρωγώταν κάθε εποχή. "Ντου" στα μποστάνια. Πεπόνια, καρπούζια, ντομάτες, καλαμπόκια, ό,τι υπήρχε. Έτσι κι αλλιώς όλα κάποιου συγγενή μας θα ήταν. Σκαρφάλωμα στα δέντρα. Τούμπες από αυτά. Γρατσουνιές. Ματωμένα γόνατα. Αυτοσχέδιες κατασκευές. Εξερευνήσεις. Ατέλειωτες εξερευνήσεις.
Είδαμε φίδια, είδαμε αρκούδες, μας κυνήγησαν τσομπανόσκυλα, είδαμε πατημασιές από λύκους σε απόσταση αναπνοής από τα σπίτια μας. Γίναμε φίλοι με όλα τα ζώα, μάθαμε να ξεχωρίζουμε τα μανιτάρια. Φουλτακιάσαμε τα πόδια μας από τις τσουκνίδες και βγάζαμε ένα-ένα τα αγκάθια από το σώμα μας, πέφτοντας στις ζίνες από τα κάστανα.
Κάναμε αυτοσχέδιες ψησταριές με σύρμα για να ψήσουμε ένα καλαμπόκι και να χορτάσει όλη η αλητοπαρέα, κόβαμε κλαδιά και κάναμε σφυρίχτρες, σκαλίζοντας με σουγιάδες. Φτιάχναμε φυσοκάλαμα και μάθαμε μόνοι μας να επισκευάζουμε το… φούιτ στο λάστιχο από το ποδήλατο. Πέσαμε με τα ρούχα στον ασβέστη και μας έκαναν μπάνιο γυμνούς με το λάστιχο στο δρόμο.
Μάθαμε μπάσκετ σε μία μπασκέτα που είχε για στεφάνη μία ξεδοντιασμένη ζάντα ποδηλάτου και διχτάκι το κόκκινο φιλέ από τα τσουβάλια με τα κρεμμύδια. Ανακαλύψαμε το ποδοβόλεϊ, ράβοντας για φιλέ τσουβάλια από λίπασμα. Κάθε φορά που παίζαμε κρυφτό, είχαμε... αγνοούμενους. Παίζαμε καπάκια στα παγκάκια και τζαμί με τις ώρες. Βγαίναμε για βόλτα στους -15, όταν το χιόνι σκέπαζε τα πάντα και φαινόταν μόνο η φούντα από τον σκούφο μας.
Δεν φοβόμασταν τίποτα, ήμασταν ατρόμητοι, ο φόβος δεν είχε φωλιάσει μέσα μας. Σήμερα, ακόμα και να με πλήρωναν, δεν θα τολμούσα να κάνω ούτε τα μισά από αυτά που έκανα πιτσιρικάς στην Δαμασκηνιά.
Έτσι κι αλλιώς, πάντα ήταν ένα χωριό σε καραντίνα. Δεν μας έλειπε τίποτα. Δεν θέλαμε τίποτα παραπάνω, δεν ψάχναμε κάτι περισσότερο παραέξω. Θαμμένη μες το πράσινο, βουλιαγμένη σε ένα φυσικό λεκανοπέδιο, σε υψόμετρο 1000 μέτρων, η Δαμασκηνιά ήταν / είναι ένας φυσικός παράδεισος, το τέλειο μέρος για να μάθει ένα παιδί την πραγματική ζωή.
Ο μεγαλύτερος μας φόβος ήταν πάντα μήπως χαθούμε, όταν μεγαλώσουμε. Αν θα σταματήσουμε να βλεπόμαστε. Αν σταματήσουμε να πηγαίνουμε. Τα αρχικά μας είναι ακόμα χαραγμένα σε δέντρα, σε κιόσκια, σε τοίχους. Μία σιωπηρή υπόσχεση πως στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε.
Οι περισσότεροι αραιώσαμε. Το σώμα έπαψε να πηγαίνει τόσο συχνά, όμως το μυαλό είναι συνέχεια εκεί. Παραδόξως, η επόμενη γενιά έφαγε το ίδιο κόλλημα. Οι μόνιμοι κάτοικοι δεν είναι πια παραπάνω από 60, όμως το καλοκαίρι το νούμερο δεκαπλασιάζεται, παρότι το χωριό δεν έχει τίποτα. Δεν έχει γιατρό, δεν έχει σχολείο, δεν έχει φαρμακείο, φούρνο, μπακάλικο, ψιλικατζίδικο, δεν έχει τίποτα. Παλιότερα, έφτασε να μην έχει ούτε νερό. Έχει μόνο ένα καφενεδάκι, που το καλοκαίρι γίνεται ψητοπωλείο, αλλά και έναν ανεξήγητο μαγνητισμό που σε τραβάει χωρίς να ξέρεις το γιατί.
Ακούγεται απίστευτο, αλλά αυτό το ξεχασμένο -από Θεό και ανθρώπους- μέρος, αυτό το απομονωμένο χωριό, όπου η κοντινότερη οργανωμένη μορφή συμβίωσης απέχει κάνα μισάωρο, είναι το πρώτο μέρος που μπήκε σε καραντίνα σε όλη την Ελλάδα!
Δεν πήγαν να ψάξουν τον κορωνοϊό, αυτός τους βρήκε. Πιθανότατα από ένα μνημόσυνο που έγινε σε αυτό το καφενεδάκι, από το οποίο αναγκαστικά περνάνε όλοι μία βόλτα, για να πουν μια καλημέρα, για αλλάξουν δυο κουβέντες, να δουν μήπως κάποιος από τον πολιτισμένο τους έστειλε κάτι, έναν λογαριασμό, τίποτα φάρμακα, οτιδήποτε.
Η εξάπλωση και η διασπορά ήταν πολύ πιο εύκολη, πολύ πιο γρήγορη από ότι σε μία πόλη. Πως να μείνεις σπίτι σε ένα χωριό, όπου όλη σου η ζωή είναι υποχρεωτικά έξω; Πως να κλείσεις σπίτια που έχουν μάθει να είναι ορθάνοιχτα κάθε μέρα;
Μου είναι επώδυνο και δύσκολο να φανταστώ αυτό το μέρος ως... στοιχειωμένο. Από σήμερα, κάπως έτσι μοιάζει. Εύχομαι σε όλους όσους δοκιμάζονται στην Δαμασκηνιά να βγουν νικητές, είμαι σίγουρος ότι οι τοπικοί φορείς δεν θα αφήσουν στο έλεος τους, τους κατοίκους της. Καραντίνα σημαίνει αλληλεγγύη, όχι εγκατάλειψη.
Οι άνθρωποι εκεί δεν είχαν την επιλογή. Δεν έψαξαν για τον κορωνοϊό, τους βρήκε αυτός. Οι περισσότεροι από εσάς, την έχετε. Μείνετε σπίτι. Σύμφωνα με το φαινόμενο της πεταλούδας, η δική σας στάση υπευθυνότητας μπορεί να κάνει την πεταλούδα να πετάξει ξανά χαρούμενη και ξέγνοιαστη...
Πηγή: sdna