Σὰν τὶ νὰ δουκήθκι πάλι ἡ Μάνναμ’; ‘Μ πῆρα στοὺ τηλέφουνου νὰ ‘μ πῶ καλὸ μῆνα κι μι ἀρχίντσι. «Σὰν νὰ γλέπου τ’ μπάμπου τ’ Τζουκουτζίμηνα μὶ τ’ μπραγάτσα στοὺ κιφάλ’ γιουμάτ’ βρασμένα φασούλια. Σήμιρα προυτουμαϊὰ πάηνάμι στοὺ βακούφκου τἀμπέλ’.
Οἱ ἄντρ’ κλάδιβαν, οἱ γναῖκις ἔσκαβαν, κι μεῖς τὰ δασκαλούλια μάζιβάμι τς βέργις κι τς πέταζάμι σιαπέρα στοὺ λάκκου στς μουριές. Ἡ Τζουκουτζήμους ἦταν ἰπίτρουπους σν Ἰκκλησιά μας κι καλὸς μάγειρας. Δηλαδὴς σὰν τὶ καλὸς μάγειρας, ἰά ἔβραζι φασούλια στς χαρὲς κι καμνιὰ παλιουπρουβατίνα ἢ καμνιὰ παλιόϊδα.
Ἅμα ἔβραζαν καναδγυὸ μπραγάτσις φασούλια τσἴφιρναν ἀπάν’ στοὺ κιφάλι τς. Ἔφκιαναν πιδιλόγου μὶ ἕνα φακιόλ’ μαντήλ’ κι ἔβαναν τ’ μπραγάτσα ἀπάν’ στοὺ κιφάλ’ κιἔτσιας τσἴφιρναν τοὺ μισμέρ’, γιὰ νὰ φᾶμι ὅλ’ ἀποὺ μνιὰ μψούρα χουματέϊν’. Τς θυμᾶστι τὶ λουϊὲς ἦταν, ἅμα ἀρχινοῦσαν νὰ ξιπιτουρίζουνταν κιόλας. Μψούρα κι χλιάρ’ ἴφιρνάμι ὅλ’ ἀπ’ τοὺ σπίτ’.
Ἄλλ’ δόσ’ δουκιοῦμι, λιέει, τ’ Μπατσιακουζώγηνα νὰ φέρ’ ἀπάν’ στοὺ κιφάλι τς οὑλόκληρου καρδάρ’ γιουμάτου γάλα, ἰκείνου π’ τοὔλιγαν μιτριά, κι ἔπιρνι δικαέξ’ οὐκάδις! Αὐτοὶ εἶχαν τ’ στρούγγα ἀπάν’ σν Τσιούκα. Ἀποὺ καμνιὰ φουρὰ πάηνα κι γὼ μαζί τς γιατ’ εἴχαμι καναδικαριὰ κιφάλια στοὺ κουπάδ’, κι νὰ πάρουμι ὅσου δικιούμασταν. Αὐτὴν ἡ φουκαρίνα’, καθὼς πάηνάμι, ἔπλυνι τοὺ καρδάρ’ σὶ ἕνα βυρό, ὅπους κατέβηνι τοὺ νιρὸ ἀπ’ τοὺ Μαγγανάρ, κι ὕστιρα πάηνάμι στ’ στρούγγα. Ἀφοῦ τέλειουνι τἄρμιγμα, πήτχιαζαν οὐδικεῖ τοὺ γάλα κι τὄπιρνι μὶ τοὺν πιδιλόγου στοὺ κιφάλ’ κι ἀποὺ ν’ Τσιούκα μουνουπάτ’ μουνουπάτ’ ἔφτανι στοὺ χουργιό. Ναὶ νὰ ξστῆ, ναὶ ἰγκιφαλικό, ναὶ οὐσφυαλγία, ναὶ νιβρουφυτικά, ναὶ ἡ λιμός, ναὶ οὐστιόφυτα, ναὶ ἡ θουρακικός, κι ναὶ ὅλα αὐτάϊας τὰ κινούργια ἀπ’ θέλν’ μαγνητικές!
Ἄλλ’ φουρά, π’ θὰ πάηνα μαναχιάμ’ στ’ στρούγγα, πῆγα στοὺ σπίτι τς, γιὰ νὰ πάρου ψουμὶ γιὰ τοὺ Ζιώγα. Χρειάσκι ὅμους νὰ κόψ’ τοὺ πλαστάρ’, ἀλλὰ δὲ βρῆκι μαχαίρ’ κι τὄκουψι μὶ τοὺ κουρουψάλδου. Πατήθκι ὅμους τοὺ ἔρμου τοὺ πλαστάρ’ κι γιατιαὐτὸ στιναχουρέφκι ἡ καημέν’, ἰπειδὴς ἡ Ζιώγας ἤθιλνι τοὺ ψουμὶ νὰ εἶναι φουσκουτό! «Λίλιμ’, θὰ ἰδῆ ἡ Ζιώγαζμ’ τοὺ ψουμὶ πατμένου κι θἀντραλτστῆ!».
Ἰὰ νὰ δῆς παλιοὶ ἀνθρώπ’, χουρὶς τὰ παλιουγράμματα τὰ γυάλινα κι τοὺ ξιπατουμένου τοὺ ΣΟΥΡΒΒΒΙΒΡΡΡ, π’ τς ἔχ’ σουρβιβρώσ’ μκροὶ τρανοί…
Ἄει καλὸ μῆνα, Διφτέρα 1 τ’ Μάη 2017
κι ἡ Μάνναμ’ τὰ δουκῆθκι ὅλαὐτάϊας
κι τἆπι στοὺ γιό τς τοὺν ἀγράμματου.