“Παράπονο σκύλου” ή αλλιώς "Υποκρισία"
...τόσο που δεν ξεχωρίζεται πια το μαύρο από το άσπρο. Η αλήθεια από το ψέμα. Όλα στάζουν υποκρισία. Κατορθώνουμε και ξεγελάμε ακόμη και τον εαυτό μας. Προς τι;
Αν ήμουν πρόσφυγας θα' θελα να είχε τη δύναμη κάποιος ν' ανοίξει ένα σπίτι για μένα, ένα μπάνιο για μένα, μια κουζίνα για μένα, να χωρέσει στην πραγματικότητά του εμένα, να είμαι το έργο που απαιτεί η κομβική στιγμή τούτη της Ιστορίας και όχι το πάρεργο και τα ξέφτια της Αποκριάς, τα πεταμένα στους μουσκεμένους δρόμους μιας πόλης που με παραγκώνισε προς στιγμήν προκειμένου να επιδοθεί στο παράλογο ενός εορτασμού άκαιρου, ασυγχώρητου και απάνθρωπου. Χρόνια τώρα το ίδιο ευτράπελο -δηλαδή γιατί να αλλάξει τώρα.
Κοιτώ με έκπληξη κόσμο να πίνει, να τρώει, να χαροκοπιέται, αύριο τον περιμένω ν' αλλάξει ρόλο, πρόσωπο και ψυχή ίσως, να ενδυθεί τη μάσκα του εθελοντισμού που πήρε για λίγο άδεια και να επιστρέψει στη φίλαυτη φιλευσπλαχνία του, τη μασκαρεμένη αλληλεγγύη του -με όποιο άλλοθι και αν το κάνει- και να νιώθει και την ικανοποίηση της στιγμής και να ψηλώνει ο νους του και να παραγεμίζει τη μαριονέτα που είναι, με κουρελόχαρτα της εγωπάθειας, μπας και σταθεί.
Θα' θελα την ανόθευτη αγάπη και όχι το πεδίο της φιλανθρωπίας και όλων αυτών των δήθεν εκμαγείων που έχουμε φροντίσει από χρόνια να κατασκευάσουμε και να ενδυθούμε όπως οι μάσκες και τα στολίσματα των ημερών, για να κρύβουν -που κρύβουν- το ναρκισσισμό, τις φλοιώδεις προθέσεις μας, τον εγωκεντρισμό της ψυχής που μοιάζει με εκείνον του μονόφθαλμου Κύκλωπα, που έβλεπε μονάχα τα γύρω από αυτόν και τίποτε άλλο. Όλα είναι διαβρωμένα -και είναι. Δεν προχωράμε λυγισμένοι από τον πόνο, κοιτάμε πίσω από τον πόνο, πατάμε πάνω στον πόνο, ο καθένας το κάνει για τους δικούς του λόγους, οι προθέσεις μπάζουν από παντού. Όχι πάντα ασφαλώς και ευτυχώς.
Επιστρατεύτηκαν εδώ και δεκαετίες λέξεις για να στεγάσουν το άστεγο της ψυχής μας. Αλληλεγγύη, εθελοντισμός, ρατσισμός, εκφοβισμός, μυρηκασμός. Και όλα τα συναφή. Νομιμοποιούνται αμασητί νεολογισμοί, μηχανισμοί λεκτικοί που μπλοκάρουν τη μοναδικότητα της έννοιας της αγάπης, όπως έχει παραδοθεί εις τους αιώνες των αιώνων, που προκαλούν σύγχυση και αποπροσανατολίζουν από τη βαθιά ουσία των πραγμάτων. Αρεσκόμαστε στο να μη λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, καθώς φοβόμαστε τις πραγματικές διαστάσεις των λέξεων, έμφοβοι μπροστά στο μυστήριο της αγάπης. Της μόνης αυθεντικής στάσης ζωής και ψυχής, όταν όλα τα άλλα χάσκουν επικίνδυνα και πάνε να γίνουν μια εγκεφαλική στάση συμπεριφορισμού. Ακίνδυνη οπωσδήποτε, καθώς μπορείς οποιαδήποτε στιγμή να αποκοπείς, να αποδεσμευτείς, να μην εμπλακείς συναισθηματικά. Παρά μονάχα μηχανικά και με τρόπο καθωσπρέπει, μέσα από ένα σύλλογο, μια ομάδα, ένα κόμμα, υποστηρικτής της κυβέρνησης και αυτοαποκαλούμενος ανθρωπιστής. Μακάρι να ήταν υπερβολή όλα αυτά. Νιώθω βαθιά πως δεν είναι. Την ίδια ώρα νιώθω την ανημπόρια μου απέναντι σ' αυτή τη μπλόφα.
Τα σπίτια μας είναι άδεια, όταν προσφυγάκια γεννιούνται στα λασπόνερα και δεν διαθέτουμε την ανθρωπιά εκείνη των προγενέστερων που άνοιγαν τα σπίτια τους και σκέπαζαν τον ξένο. Ο πολιτισμός μας είναι κλειστός. Όπως και η ψυχή μας. Κάνουμε ό,τι μπορούμε ασφαλώς, αλλά αυτό που μπορούμε είναι αυτό το λίγο, όταν η αγάπη είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Λυπάμαι πρώτα για μένα που δεν έχω τη δύναμη να ανοίξω το σπίτι μου και να φωλιάσω ένα προσφυγάκι, όταν κάποιοι πριν 100 χρόνια φώλιασαν τους δικούς μου.
Ένα ποίημα για τους πρόσφυγες σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Αγνοώ την έξαρση που έχει λάβει το θέμα μέσα από την κοινωνική δικτύωση, νιώθω όμως σαν πρόσφυγας μέσα σε τούτη την έκφυλη πραγματικότητα. Μεγαλοστομίες στρατευμένες που απαξιώνουν την ίδια την ποίηση. Να φανταστώ ότι την ώρα που θα συμβαίνει τούτη η παράτα και μετά τις φιέστες που προηγήθηκαν -μήπως και παρεπόμενό τους- άνθρωποι θα φορέσουν τα καλά τους και θα νιώσουν ευτυχείς που “πρόσφεραν”, που εκπολίτισαν, που συμμετείχαν και σε τούτο το δρώμενο, ξεχωριστό οπωσδήποτε, αφού κατάφεραν και ευαισθητοποίησαν μέσω της ποίησης, προπαντός και μέσα από το άλλοθι του μαζεύω ρούχα και τρόφιμα. Η ποίηση μοιάζει να υπάρχει σαν το άδειο πουκάμισο του Σεφέρη, αφού αλλού είναι η αλήθεια, αλλού λανθάνει η ανθρωπιά και η αυθεντική αγάπη απουσίαζει. Η ποίηση χρησιμοποιείται, για να γίνει το πουκάμισο αυτό που δεν υπάρχει παρά ως ξέφτι, για να ανέβουν με οποιονδήποτε τρόπο απάνω της. Λυπάμαι βαθιά για τον επιδερμισμό και τον ωφελιμισμό του πράγματος.
Διαβάζω τυχαία από το δίκτυο τα παρακάτω. Παράλληλα βλέπω πως κυκλοφορούν και τα top 10 ποιήματα για την προσφυγιά, σε λίγο θα κυκλοφορήσουν και ταινίες, κάποια στιγμή κυκλοφόρησαν και αποκριάτικες στολές. Είμαστε αυτό, ένας εφιαλτικός δυτικός παραλογισμός, ένας ανελέητος πολιτισμός που φόρεσε την ασπίδα του ευκαιριακού και πάει. Τι σχέση έχει όλο τούτο με την αξιοπρέπεια των ανθρώπων αυτών της Ανατολής, που στο βλέμμα τους ξεχωρίζω την περηφάνεια εκείνων των άλλων των δικών μας. Θα μας κοιτούν περίλυποι έως θανάτου και με μάτια απολιθωμένα. Διαβάζω όμως:
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί , σε 25 πόλεις της Ελλάδας και τη διοργανώνει ο Κύκλος Ποιητών με συνδιοργανωτές την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ και τον ιστότοπο RefugeesWelcomeGR. |
Αν ήμουν πρόσφυγας θα κοιτούσα όλον αυτόν τον ψόφιο πολιτισμό της Δύσης με απόγνωση, με θυμό έπειτα και οργή. Δε νιώθει από τα κρύα μου χέρια, την κρύα μου ψυχή, το άδειο μου βλέμμα, αλλά θα συναθροιστεί μέσα στη ζέστα του και την “ανθρωπιά” του και θα απαγγείλει ποιήματα που δεν του αξίζουν και λόγια που χάσκουν στα χείλη του και θα βιάσει την ποίηση -όπως πολλές φορές συνέβη στο παρελθόν- και θα τη φέρει στα μέτρα του και θα τη χρησιμοποιήσει μπας και γεμίσει το κουφάρι του. Είμαστε αυτό, ένα τίποτα που φοράμε τη γραφή για να γίνουμε κάτι. Που τη διασύρουμε και τη διαπομπεύουμε μες στες συνάφειες και τις ομιλίες, δίχως να ιδρώνει το αυτί μας. Είμαστε αυτό, με τρόπο επίκτητο ένδον ακρωτηριασμένοι. Ως πότε όμως θα ξεγελάμε τον εαυτό μας και τους άλλους;
Θα μαζευτούν λοιπόν να διαβάσουν ένα ποίημα για μένα. Ωραία θα' ναι. Ωραία και συγκινητικά. Μου θυμίζει το παράσημο του Αργυρού Σταυρού που δόθηκε στον Παπαδιαμάντη πάνω στο κρεβάτι του θανάτου του, με εκείνον να ψιθυρίζει “κάπως αργά βέβαια” και έπειτα να πεθαίνει, καθώς στο τζάκι έκαιγαν ξύλα δανεικά που ζήτησαν οι αδελφές του από τους γείτονες, προκειμένου να τον ζεστάνουν τις τελευταίες του ώρες. Ωραία λοιπόν, ωραία και συγκινητικά.
Την ώρα που πνίγονταν ακόμη άνθρωποι στο Αιγαίο, οι περισσότεροι τους κοιτούσαμε, γράφαμε και ποιήματα γι' αυτούς στο σχολείο, άλλοι βαφτίζονταν σωτήρες με το αζημίωτο, άλλοι τους είδαν όπως οι μαυραγορίτες της Κατοχής, άλλοι τους διαπόμπευσαν, η Ευρώπη έτρεξε να περισυλλέξει με τα σωσίβια του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης, ό,τι νωρίτερα φρόντισε με τον πολεμικό εξοπλισμό που διοχέτευσε να σπαράξει συθέμελα στην πατρίδα τους. Κάποιοι και δεν ήταν λίγοι είδαν το θέμα ως ευκαιρία να επιδοθούν στο συγγραφικό τους τάλαντο, να διασώσουν τις ιστορίες των προσφύγων -εξαιρετικό πεδίο για συγγραφική εκμετάλλευση και αναγνωστική κατανάλωση– όχι όμως και τους ίδιους τους πρόσφυγες. Ετοιμάστηκαν μάλιστα και υπογραφές για να λάβουμε το έπαθλο του αγώνα, ένα Νόμπελ ως άλλοθι της στιγμής και των ανοιχτών συνόρων, και υπογράφουμε και οι ίδιοι την απίστευτη κοροϊδία. Υποστείτε και θα σας βραβεύσουμε. Σταθείτε αλληλέγγυοι και θα δείτε εμείς, θα σας ενισχύσουμε έξτρα, θα σας απαλλάξουμε από ό,τι χρωστάτε, θα λάβετε και εσείς το κοκαλάκι που σας αναλογεί, θα σας χαϊδέψουμε ως πιστό και άκακο σκυλί στο κεφάλι. Εύγε σας. Τα Νόμπελ τούτα είναι εξαγορασμένα με σιωπή, είναι τεχνάσματα για αφελείς, είναι ένα επιπλέον ψέμα. Και αν είχαμε λίγο λεβεντιά απάνω μας, που δεν έχουμε, θα λέγαμε ότι δεν τα θέλουμε, τα Νόμπελ και τις αηδίες τους δεν τις θέλουμε, ότι αρκεί, ό,τι κάνει η καρδιά είναι αρκετό και από μόνο του, ότι οι υποκριτικές επιβραβεύσεις και οι στρατευμένες ετικέτες περιττεύουν.
Τα κοιτά κανείς όλα αυτά και μέσα του κάτι σπαράζει.
Πολλοί, ανώνυμοι και αφανείς, που δεν τους πιάνει το μάτι σου, συνέτρεξαν και συντρέχουν χωρίς οποιαδήποτε πολιτική και ψευδοιδεολογική ομπρέλα, οι ίδιοι που το έκαναν και πριν 100 χρόνια για τους Μικρασιάτες, τους Θρακιώτες και τους Πόντιους. Γιατί πάντα διασώζεται γονιδιακά ένα κομμάτι που είναι αυθεντικό, τόσο όσο οι Ρωμιές του Λορεντζάτου, οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη, το φως του Σολωμού.
Η πλειοψηφία της ελλαδικής ενδοχώρας στάθηκε όμως τότε ανίκανη τους ίδιους τους Έλληνες να εγκολπωθεί και τους ενσωμάτωσε μετά βίας και μετά από τον ωφελιμισμό που υπαγόρευσε η ιστορική ανάγκη του 1940 και απέναντι στον κατακτητή.
Όπως και τώρα, ένας Υπουργός Παιδείας αποστρέφει το βλέμμα από τη γενοκτονία των Ποντίων, ερωτοτροπεί όμως και ενδίδει στο ολοκαύτωμα των Εβραίων, αποφασίζει και διατάζει ερήμην όλων υποχρεωτικό εορτασμό ημέρας μνήμης του εβραϊκού ολοκαυτώματος σε όλα τα ελλαδικά σχολεία εις το εξής, την ώρα φυσικά ακριβώς που ο οπλαρχηγός πρωθυπουργός είχε κατέβει στο Ισραήλ και υπέβαλε τα σέβη του στις εγχώριες αρχές -θα τους είπε ασφαλώς και την απόφαση του Υπουργού του την οποία το σύνολο της εκπαιδευτικού κόσμου αγνοούσε μέχρι την προηγουμένη. Αυτά είναι.
Αγνοώ τι θα γίνει τώρα. Το τραγικό και το παράλογο χορεύουν.
Αν αδικώ τις προθέσεις ζητώ συγχώρεση. Αν βλέπω σκοπιμότητες εκεί που δεν υπάρχουν, ξαναζητώ.
Όλγα Ντέλλα
Κυριακή 20 Μαρτίου 2016