(Αναμνήσεις από την ορεινή Τριχωνίδα της δεκαετίας του 1960)
Το Αργυροπηγάδι είναι ένα ορεινό Χωριό στην ορεινή Τριχωνίδα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ευρίσκεται σε υψόμετρο 1000 μέτρων και είναι κρεμασμένο στις δυσπρόσιτες και απόκρημνες πλαγιές της Τριανταφυλλιάς και των Ακαρνανικών ορέων. Τα πέτρινα σπίτια είναι κτισμένα και κολλημένα πάνω στα βράχια της απότομης πλαγιάς του βουνού.
Απέχει δυόμιση περίπου ώρες με τα πόδια από τον Δρυμώνα, ο οποίος είναι το κεντρικό και το μεγαλύτερο Χωριό της ορεινής Τριχωνίδας. Στον Δρυμώνα έχουν την έδρα τους ο Αστυνομικός Σταθμός Χωροφυλακής και ο Δασικός Σταθμός, στον οποίο υπηρέτησα ως δασοκόμος με τον δασοφύλακα Ιωάννη Σκαφίδα επί τετραετία, από τις αρχές του 1967 μέχρι τις αρχές του 1971. Την εποχή εκείνη (δεκαετία 1960-1970) το οδικό δίκτυο από το Θέρμο προς την ορεινή Τριχωνίδα είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Ο αμαξιτός χωματόδρομος από τον Δρυμώνα μέχρι το Αργυροπηγάδι, δια μέσου των οικισμών Μισαμπέλων και Νεροχωρίου, είναι στενός, ελικοειδής, σε κακή κατάσταση, επικίνδυνος. Μία - δυο φορές την εβδομάδα τους θερινούς μήνες, και όταν επιτρέπουν οι κλιματολογικές συνθήκες, ένα μικρό λεωφορείο του Αθανασίου Κουτρούμπα εκτελεί το δρομολόγιο στην ορεινή και άγονη αυτή γραμμή και τερματίζει σε μακρινή απόσταση από το Χωριό. Οι κάτοικοί του είναι φτωχοί, εργατικοί, φιλόξενοι, αξιοπρεπείς. Λόγω του επικλινούς και άγονου εδάφους, ασχολούνται με την κτηνοτροφία και καλλιεργούν με καλαμπόκι και φασόλια τα μικρά χωράφια και τις μικρές στενές λωρίδες γης που συγκρατούνται από πέτρινους τοίχους (πεζούλια), που υπάρχουν στις αυλές των σπιτιών τους. Με τον δασοφύλακα Ιωάννη Σκαφίδα επισκεπτόμασταν το Αργυρποπηγάδι μία φορά κάθε μήνα. Η επίσκεψη αποτελούσε μέρος των περιοδειών που κάναμε κατά τακτά χρονικά διαστήματα στα δάση και τα Χωριά της περιφέρειας της ορεινής Τριχωνίδας. Συνήθως επιστρέφαμε στην έδρα μας, στον Δρυμώνα, την ίδια ημέρα, παρά την κούραση που νιώθαμε. Όταν διανυκτερεύαμε στο Χωριό, μας φιλοξενούσε το βράδυ στο σπίτι του ο πρόεδρος της Κοινότητας Ξενοφών Καραγεώργος με την γλυκύτατη και καλοσυνάτη σύζυγό του, η οποία μας υποδεχόταν με χαρά, μας παρέθετε γεύμα και μας περιποιείτο με ιδιαίτερη φροντίδα. Άνθρωπος αγράμματος, ολιγόλογος, αθόρυβος, ταπεινός, άκακος, πρόσχαρος, φιλόξενος. Μερικές φορές, από ανάγκη κοιμόμασταν σε ένα άλλο μικρό ισόγειο σπίτι, ο νοικοκύρης του οποίου ήταν ανάπηρος – δεν θυμάμαι, δυστυχώς, το όνομά του - μας παραχωρούσε για ύπνο την κρεβατοκάμαρα και αυτός με την γυναίκα του και τα τρία ανήλικα παιδιά τους κοιμόταν σε άλλο δωμάτιο, το οποίο ήταν το μοναδικό και αποτελούσε και δωμάτιο (σαλόνι) υποδοχής των επισκεπτών. Για να μεταβεί κάποιος νύχτα στην τουαλέτα, η οποία ευρισκόταν έξω από το σπίτι και στην άκρη της μικρής αυλής, έπρεπε να περάσει από το δωμάτιο που κοιμόταν η οικογένεια. Η ενέργεια αυτή μας συγκινούσε αφάνταστα και έδειχνε έμπρακτα την αγάπη των αγνών αυτών ανθρώπων προς τον συνάνθρωπό τους. Το σπίτι ήταν μικρό, αλλά χωρούσαμε όλοι. Η φιλοξενία στο μεγαλείο της!!!. Με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη θυμάμαι το ξεχείλισμα της αγάπης προς τον πλησίον των καλοσυνάτων και φιλότιμων εκείνων ανθρώπων. Με νοσταλγία αναπολώ τις στιγμές που με θέρμη και ευχαρίστηση μας καλοδέχονταν και μας φιλοξενούσαν στα φτωχικά σπίτια τους. Ας αναπαύει ο Θεός τους καλούς αυτούς χριστιανούς και ας είναι καλά οι απόγονοί τους, όπου και αν ευρίσκονται.
Κάποια ημέρα του Μαϊου 1970 με τον δασοφύλακα Ιωάννη Σκαφίδα επισκεφθήκαμε το Αργυροπηγάδι, στο οποίο φθάσαμε στις 12 το μεσημέρι. Αμέσως κατευθυνθήκαμε στο μικρό καφενείο-παντοπωλείο, το οποίο ήταν το μοναδικό και ευρισκόταν στο κέντρο του Χωριού. Ο καταστηματάρχης ήταν ο κλασικός μπακάλης του Χωριού. Κοντός, αδύνατος, με γυαλιά μυωπίας, με μία τριμμένη φόρμα, γνώστης των πάντων και με γνώμη για τα πάντα. Υποδεχόταν όλους τους ξένους επισκέπτες με χειραψία και προσφερόταν να τους κεράσει ούζο ή τσίπουρο. Μόλις μπήκαμε στο καφενείο, χαιρετήσαμε όλους όσους ευρισκόταν και κατευθυνθήκαμε προς το τραπέζι που καθόταν ο πρόεδρος του Χωριού Ξενοφών Καραγεώργος με την παρέα του. Ο καταστηματάρχης μας έφερε ένα τσίπουρο με μεζέ δυο ελιές και ένα κομματάκι τυρί. Στο Χωριό δεν υπήρχαν πολλά τρόφιμα. Όλα τα προϊόντα τα αγόραζαν από την κωμόπολη του Θέρμου και τον Δρυμώνα, και με πληρωμή κομίστρου τα μετέφεραν ή με το μικρό ορεινό λεωφορείο το καλοκαίρι (το οποίο τους θερινούς μήνες εκτελούσε δρομολόγιο δύο ημέρες την εβδομάδα) ή με τα ζώα το χειμώνα από τον Δρυμώνα. Για το λόγο αυτό όλα τα προϊόντα (εδώδιμα και αποικιακά) ήταν ακριβά. Διπλάσιες και τριπλάσιες από τις κανονικές τιμές είχαν. Αφού συζητήσαμε με τους κατοίκους διάφορα θέματα και σχολιάσαμε την επικαιρότητα, όλοι οι θαμώνες μας χαιρετούσαν και έφευγαν σταδιακά για τα σπίτια τους για το μεσημβρινό φαγητό. Οι περισσότεροι μας προσκαλούσαν για φαγητό στα σπίτια τους. Εμείς τους ευχαριστούσαμε για την ευγενική πρόσκλησή τους και τους απαντούσαμε ότι «έχουμε δουλειά και είναι ανάγκη να φύγουμε γρήγορα, θα τσιμπήσουμε κάτι πρόχειρο στο κατάστημα και θα φύγουμε για την έδρα μας, τον Δρυμώνα». Τελευταίος έμεινε ο πρόεδρος Ξενοφών Καραγεώργος, ο οποίος μας προσκάλεσε στο σπίτι του για φαγητό και ξεκούραση. Ευχαριστήσαμε και αυτόν για την ευγενική προσφορά του και του επαναλάβαμε ότι «θα τσιμπήσουμε κάτι πρόχειρο στο καφενείο και θα φύγουμε για τον Δρυμώνα». Στην πρόταση του προέδρου παρενέβη ο καταστηματάρχης και είπε «οι κ. δασικοί θα φάνε εδώ». Ο πρόεδρος προσφέρθηκε και πάλι να μας φιλοξενήσει στο σπίτι του και τότε ο καταστηματάρχης πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά του και είπε δυνατά «Πρόεδρε, μην επιμένεις, άσε τους κυρίους δασικούς, έχω κανονίσει, έχω ετοιμάσει εγώ για φαγητό». Στο άκουσμα αυτό ο πρόεδρος απάντησε: «Εγώ επιμένω να έρθουν στο σπίτι». Ο καταστηματάρχης σε έντονο ύφος, σχεδόν θυμωμένος, του είπε «Σε παρακαλώ πρόεδρε, μην επιμένεις, σου είπα, έχω φροντίσει εγώ για φαγητό». Στην επιμονή του μπακάλη ο πρόεδρος απάντησε «Εγώ ξαναλέω, να έρθουν σε εμένα για φαγητό, αλλά δεν επιμένω. Αφού κανόνισες εσύ για φαγητό, σας εύχομαι καλή όρεξη, σας χαιρετώ προς το παρόν και περιμένω τους κυρίους δασικούς να έρθουν μετά το φαγητό στο σπίτι για καφέ». Δεν πρόλαβε να ανοίξει την πόρτα και να φύγει από το κατάστημα ο πρόεδρος και ο καταστηματάρχης, με μία φυσικότητα και χωρίς δισταγμό, μας ρώτησε «Τι κονσέρβα θέλετε να σας ανοίξω»; Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης, μείναμε άναυδοι με τον δασοφύλακα και κοιταχτήκαμε με απορία μεταξύ μας. Γιατί μόλις προηγουμένως ο μπακάλης έλεγε στον πρόεδρο ότι αυτός είχε φροντίσει για το φαγητό μας. Με την έκπληξη και την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας και με χαμόγελο του απαντήσαμε «ό,τι κονσέρβα έχεις. Δεν έχουμε κάποια προτίμηση». Στη συνέχεια μας ανέφερε δυο είδη κονσερβών, που είχε δύο τεμάχια από το καθένα στο κατάστημα - μαγαζί του. Του είπαμε και πάλι «άνοιξε όποια κονσέρβα θέλεις». Μετά τη στιχομυθία αυτή μας άνοιξε την κονσέρβα που ήθελε αυτός, μας έφερε τυρί, το οποίο ήταν άφθονο λόγω της κτηνοτροφίας, λίγες ελιές, νόστιμο ζεστό χωριάτικο ψωμί και μισό κιλό κόκκινο κρασί. Με την συντροφιά του μαγαζάτορα και την ωραία ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί από την ενέργειά του, απολαύσαμε το φαγητό με το κρασί. Το γεύμα, εξαιτίας της μεγάλης πείνας που είχαμε, μας φάνηκε λουκούλλειο. Την ευθυμία μας μεγάλωσε και η κατανάλωση πρόσθετου κόκκινου κρασιού. Μετά το φαγητό ο καταστηματάρχης μας προσέφερε ελληνικό καφέ. Στο τέλος, παρά την αντίρρησή του, πληρώσαμε το γεύμα στον καταστηματάρχη, τον ευχαριστήσαμε για την καλοσύνη του και περί ώρα 15.00 αναχωρήσαμε για τον Δρυμώνα. Στον δρόμο της επιστροφής διασκεδάσαμε με την καρδιά μας το ανεπάντεχο και ευτράπελο περιστατικό και απολαύσαμε την δίωρη πεζοπορία μας με το παραπάνω, επαναλαμβάνοντας συνέχεια τα λόγια «Τι κονσέρβα θέλετε να σας ανοίξω;» και παριστάνοντας τις κινήσεις του καταπληκτικού και επινοητικού μαγαζάτορα.
Το περιστατικό αυτό ήταν μία ευχάριστη νότα στις δυσκολίες που περνούσαμε την μακρινή εκείνη εποχή στα ορεινά, δυσπρόσιτα και απομονωμένα Χωριά του ορεινού όγκου της Τριχωνίδας. Από τότε αντιλαμβάνομαι τα συναισθήματα που νιώθουν οι άνθρωποι όταν ευρίσκονται σε ξένο και άγνωστο τόπο. Χαρά, αγαλλίαση και ευχαρίστηση όταν τους δέχονται με καλοσύνη και τους φιλοξενούν με αγάπη άγνωστοι άνθρωποι στα σπίτια τους. Λύπη, απογοήτευση και στενοχώρια, όταν κανένας άνθρωπος δεν προσφέρεται να τους φιλοξενήσει. Οι ορεσίβιοι εκείνοι άνθρωποι «ένιωθαν τον ξένο πόνο και την αγωνία «των ξένων», θεωρούσαν χρέος τους να μας φιλοξενούν στα μικρά και φτωχικά σπίτια τους, είχαν μεγάλη καρδιά και χωρούσαμε όλοι. Όταν έχεις μεγάλη καρδιά, δεν χρειάζεσαι μεγάλο δωμάτιο (εβραϊκή παροιμία). Εξάλλου, δεν έχει μεγάλη σημασία πόσο μεγάλο είναι το σπίτι σου, αλλά πόσο χωράει η καρδιά σου (Ε. Ρέτση). Η αρετή της φιλοξενίας και της φιλόστοργης συμπεριφοράς προς τον «ξένο» αποτελεί διαχρονικό γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμού. Η φιλοξενία, ως εξαίρετη εκδήλωση της αγάπης, αποτυπώνεται στην παραβολή της τελικής κρίσεως, στην οποία ο Χριστός εμφανίζεται ως «ξένος» που χρειάζεται φιλοξενία και φροντίδα. Με την παραβολή αυτή μας υποδεικνύει τη φιλάνθρωπο στάση που πρέπει να τηρούμε έναντι των «ελαχίστων αδελφών μας».-
Θεσσαλονίκη 28 Ιανουαρίου 2019
Κωνσταντίνος Θ. Γιαννόπουλος
Πρόεδρος Εφετών ε.τ.