ΕΙΝΙ ΧΟΥΡΓΙΟ ἀπ’ τὰ παλιὰ κουντὰ στὰ θκά μας. Τώρα κουντεύ’ κι αὐτὸ νὰ σβύϊσ’. Ἀπάν’ ἀπ’ τοὺν ἉηΝικάνουρα κι πίσου ἀπ’ τοὺ Ζντιάν’. Ἰτότι τοὔλιγάμι Νιζισκό, ἢ Παλιάλουνα, κι ὕστιρα Φρούριου κι ἀλλ’ τοὔλιγαν Λιακουχώρ’. Στὰ βυζαντινὰ λέγουνταν Σωσκός.
Ἀποὺ κεῖ ἔφτασι νὰ τοὺ λέν’ Νιζισκό. Δὲν ἦταν τούρκικου ἀλλὰ βυζαντινό. Εἶχι κι παλιὲς Ἰκκλησιές. Ἴλιγαν ὁτ’ οἱ ἀντάρτις ἔβγαζαν τὰ μάτχια ἀπ’ τς ἁγιουγραφίις κι ἀκόμα τἄχν βγαλμένα. Ἴσους γιὰ νὰ μὴν τς βλέπν τὶ ἔφκιαναν…
Στοὺ Νιζισκὸ φύτρουνι κι καλὸ πυξάρ’. Μι τιαὐτὸ πιλικοῦσαν καλὲς κλοῦτσις, πνάκια, γκοῦμπζις, χλιάργια, πηρούνια κι ὅ,τ’ κιἀντί. Ἡ μπαρμπαΧρήσους ἡ Λιάκους τς θχειακουΣουφίας ἦταν μάστουρας γιρὸς κι πηλικοῦσι καλά. Τοὺ Πυξάρ’ γίνκι οὐνουμαστὸ κι ἀπ’ τὰ Λαϊκὰ Δικαστήρια (ὤχώχώχ), ποὺ λειτούργσαν ἰκεῖ, γιὰ νὰ μπῆ σὶ στράτα ἡ ἰρμάδα ἡ Ἱλλάς… ἀλλὰ ἀκόμα δὲν μπῆκι… Καθάρζαν ἀθῶοι κι ἔνουχ’.
Τοὺ Νιζισκὸ ἔβγαλι χρήσιμ’ ἀνθρώπ’. Σπούδαξαν πουλλὰ πιδγιὰ Νιζισκιώτκα ἀ κι γίνκαν δασκάλ’, φιλόλουγ’ θιουλόγ’, γιατροί, μηχανικοί. Ἕνα χειμῶνα κα’ τοὺ 1962 μὶ πουλὺ χιόν’ ἀνέβηναν ἀπ’ τὰ Σέρβγια μὶ τὰ πουδάργια τς γιὰ τοὺ χουργιό τς κι νυχτώθκαν στοὺ χουργιό μας. Δὲν μπουροῦσαν νὰ προυχουρέσν κι φιλιψάμι στοὺ σπίτι μας κάναδγυό. Εἶχαν νουτίσ’ τὰ ροῦχα τς ἀπ’ τοὺ χιόν’ κι ‘ν κατιβασιὰ στς Κατιρίντς τοὺ λάκκου κι τἄδουσι ἡ μάνναμ’ ἄλλα φουρέματα, γιὰ νὰ ζισταθοῦν ἀ κι νὰ ψυχουπιάσν.
ΤΩΡΑ. Τὶ μ’ ἦρθι κι γράφου γιὰ τοὺ Νιζισκό. Τηληφώντσα τ’ μάνναμ’ τς Ὑπαπαντῆς τώραϊας, π’ γιουρτάζν οἱ παπαδγιές, γιὰ νὰ ‘μ πῶ χρόνια πουλλὰ κι μεἶπι μνιὰ ἱστουρία.
Ἡ θκόζμας ἡ Τρανὸς τοὺν πρώτου κιρό, ἅμα γίνκι παπᾶς τοὺ 1948, ἦταν στοὺ Νιζισκὸ κι στοὺ Μαναστήρ’ στοὺ Ζντιάν’. Τς Ὑπαπαντῆς τοὺ 1953 τοὺν εἶπαν σν Ἰκκλησιὰ, παπαΝικόλα θὰ ρθοῦμι στοὺ Μκρόβαλτου νὰ σὶ ποῦμι χρόνια πουλλά. Ναὶ ὅμους ποὺ εἶχαν κι πένθους γιὰ τ’ Βασίλου τ’ θυγατέρα τ’ +22.5.1952. Ἡ μπάμπου ἡ Σουλτάνα ἡ παπαδγιὰ οὔτι νἀκούσ’ χάλιβι. Ἔκατσι μαναχιὰ σὶ ἄλλου δουμάτιου κι ἔκλιγι ἀράδα. Λιέι ἡ Τρανὸς τ’ μάνναμ’, Νύφ’ ἰσὺ θὰ μὶ ξιαντρουπχιάϊς. Ἔπχιασι ἡ μάνναμ’ κι ἔφκιασι ἀπ’ ὅλα. Πίτις, τηγανιές, κι τσιγαρίδις, κι μπρούσκου κι ἀπ’ ὅλα. Ἅμα σύναξαν κι κάμπουσου κρασὶ ἀρχίντσαν τὰ τραγούδγια. Ἦταν κι μιρακλῆδις στοὺ τραγούδ’! Εἶχαν ἔρθ’ ὅλ’ οἱ Λιακαῖοι, Λιακουχρήσους, Λιακουχαρίις, Λιακουβαγγέλτς, Λιακἀντώντς, κι ἄλλ΄ π’ δὲν τς θυμοῦνταν τώρα ἡ μάνναμ’ ὕστιρα ἀποὺ 64 χρόνια! Τώρα πιρπατάει κι αὐτὴν στὰ 89τς κι πάλι θυμᾶτι πουλλά.
Τς Ὑπαπαντῆς 2017.
Τὶ θυμᾶσι, ρα Μάννα, κι σύ πᾶσα ὥρα.
Ἄει πάλι ἡ γιός σ’ ἡ ἀγράμματους.
(φωτο από αρχείο mikrovalto.gr)