Οὔι μάνναμ’. Ἡ ἀξιότιμους κύριους Βολιφτῆς Βδιλλλλλλίσσσσσιτι.
Ἤμασταν ‘ν Κυργιακὴ ἰχτὲ 3 Γινάρ’ στ’ γιουρτὴ ἀπ’ τς Πουλύτικν’ στὰ Καϊλιάργια μαζὶ μὶ τοὺ Δισπότ’ ἀπ’ τ’ Φλώρινα. Ἰκεῖ ἡ Γιουρδάντς εἶπι, ὅτ’ ἰκεῖ σιαπὰν ἡ Ντράμαλης βολιφτῆς, εἶπι ἡ καημένους, ὅτ’ βδιλλλλλίσσσσιτι ἢ ἀσκαίνιτι τς ΠΟΥΛΥΤΙΚΝ’. Σὰ νὰ μὶ θέρσι τοὺ πριόν’ τἄντιραμ’.
Ὄϊ εἶπα, ἡ καημένουζμας, τὶ ἔχουμι νὰ πάθουμι; Τ’ μνιὰ τ’ φουρὰ βγαίν’ ἰκείν’ ἡ ξιόλτ’ κι λιέει, ὅτ’ γίνκη συνουστισμός. Τν’ ἄλλ’ βγαίν’ ἡ ἄλλους ἡ βιριάγκους κι ‘ν ἀπουλνάη, ὅτ’ ἡ Κιμάλτς (ἔτσιας ἴλιγαν οἱ παπποῦδιζμας στὰ κουπάδγιατς τὰ σκλιάτς), ἔφκιασι Ἰθνουκάθαρσ’, π’ νὰ μὴ φαίνουνταν. Ὕστιρα βγῆκι ἡ ἄλλους ἡ μπριώντς ἡ Ἀλέξς κι εἶπι νὰ γέν’ ἡ ἔρμ’ ἡ Ἱλλὰς δγυὸ κουπάδγια, ἕνα μούγκι μὶ κριάργια κι ἕνα μούγκι μὶ προυβατίνις. Κι τὶ ἀρνιὰ κὶ τὶ γάλα θὰ πάρς, ἀ ρὰ Ἀλέξ’;
Πχοιὸς δγιάουλους τς ἔβγαλι ὅλ’ ἀφνοὺς κι λέν’ τόσα σάλια κὶ μασάλια; Ντὶπ δὲν μπουρῶ νὰ καταλάβου αὐτάϊας τὰ γράμματα, σὰν ἀγράμματους ἀποὺ εἶμι.
Τώραϊας μᾶς εἶπι ἡ Γιουρδάντς, ὅτ’ βγῆκι κὶ τούτους ἡ ξίκους ἡ Ντράμαλης κι εἶπι ὅτ’ βδιλλλίσσσσουμι, λιέει, τς ΠΟΥΛΥΤΙΚΝ’. Ἀποὺ βδουμάδα πχοιὸς ξέρ’ πχοιὸς θὰ βγῆ κι σὰν τὶ κουπρὲς θὰ κατιβάσ’ μὶ τοὺ σκατόφκιαρουτ’ (νὰ μὶ σχουρνᾶτι, κι μὶ τοὺ συμπάθιου, ἔτσιας δηλαδὴς τοὔλιγαν οἱ μπάμπις στοὺ χουργιόμ’, ἰκεῖ σιαπὰν στὰ Χάσια. Χασιώτ’ ντὶπ ξιμπλέτσουτ’ κι ἀγράμματ’. Τὶ νὰ τς πῆς;).
Ἀ ρα βολιφτῆ Ντράμαλη, πῶς ἤθιλνα ρά, νὰ ζοῦσαν οἱ παλιοὶ οἱ παπποῦδιζμας στοὺ χουργιόμ’ κι νὰ σἴλιγαν καμπόόόσαααα κι μὶ τ’ φούρκα τ’ γαβρίσια; Ἢ νὰ ζοῦσαν ἀκόμα ἰκεῖ σιαπὰν στ’ Ντράμα οἱ πρῶτ’ οἱ ἀούτ’, ἀπ’ ἴφιραν τὰ πιδάκιατς στοὺ νώμουτς κι νὰ τς κυνηγάη ἡ ἀλτσιαγμένους ἡ Κιμάλτς, κι νὰ σἴλιγαν καμπόσα βαριὰ πουντιακά. Μπὰς κι καταλάβισκνις τίπουτας κι σὺ κι ὅλ’ σιακάτ’ κα ‘ν Ἀνθήνα.
Ξέρς, μὶ ἰκείν’ τς δγυὸ τς ἀσχώρητ’, τοὺν Φαραὼ ἀ κι τοὺν Ἡρώδ’, τακιμνιασέτι κι γίνκητι ἕνα. Δὲν παίρς κι σὺ κάνα χαντζιάρ’, ἀ ρὰ βολιφτῆ, κι νἀρχινήης. Μπορεῖ ἔτσ’ νὰ σώσς κι ἀπ’ ‘ν κρίσ’ τν Ἱλλάς, π’ μᾶς λιάντσι τόσουν κιρό.
Κάνου κι ἄλλ’ μνιὰ ντὶπ χαζιὰ σκέψ’. Λέτι νἄπχιασι κι νἀρχίντσι τ’ δλειάτ’ τοὺ ΣΗΜΦΟΥΝΟΥΝ ΣΗΝΒΙΟΣΟΙΟΣ ΚΡΗΑΡΓΗΟΝ τ’ Ἀλέξ’ κι ἡ Ντραμαλῆς αὐτὸς νὰ εἶνι ἀποὺ μέσα στοὺ ΣΗΜΦΟΥΝΟΥΝ κι γιατιαὐτὸ βδιλλλλίσσσσσιτι τς λιβέντις τς ΠΟΥΛΎΤΙΚΝ’ κι τὰ πιδάκιατς;
Μήπους ὅλου αὐτόϊας τοὺ πχιάν’ ἡ κήρυους ἀντηρατσυστοικῶς νώμους; Ἂν ἴλιγι βδιλλλίσσσουμι τς Ἱβραῖοι σὰν τὶ θὰ γένουνταν; Ἰά, πέ’ μι ρὰ βολιφτῆ.
- Ἄει, μὶ λέτι χαζὰ ρά. Αὐτὸ τὄφκιασάμι γιὰ τς ἄλλ’, ὄχ’ κι γιατιμᾶς, ἀ ρά.
Ἄκου σὶ ποιοὶ λιέει τς βδιλλλλίσσσσσσσσουμι;;;;;;;;;; ἡ ἄχρηστουςςς. Σὰ νὰ τοὺν φώτσι ἡ Ὄξου Ἀποὺ Δῶ.
Τὶ ἀχρειόστουμα.-
αρ.νι.μα ντὶπ ἀγράμματους.
Κυργιακὴ 3.1.2016
«Σὰ νὰ μᾶς χώθκι μὶ τοὺ ζιρβὶ κι τοὺ ‘16».
ΣΗΜ. ΣΥΝΤ.: Το άρθρο αναφέρεται στη δήλωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δράμας Χρήστου Καραγιαννίδη, που δήλωσε για τη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος στη Βουλή:
«…Προσωπικά εγώ δηλώνω ότι τους απεχθάνομαι... Τους έχω γραμμένους στα παλιά μου τα παπούτσια».