Η δικηγόρος Γλυκερία Τσιοκάνου από το Λιβαδερό,
μια από τις συντάκτριες του μεταναστευτικού νόμου της Νέας Υόρκης
Την απόφαση να μεταναστεύσω στις ΗΠΑ την έλαβα χωρίς να πολυσκεφτώ και κυριολεκτικά είχα μία βαλίτσα με τα ρούχα μου όταν ήρθα εδώ…
Tο ραντεβού μας είχε οριστεί για το απόγευμα της Κυριακής (ώρα Αμερικής). Η ίδια αναρρώνει από ένα ατύχημα με το ποδήλατο και κάθεται στον καναπέ μπροστά από την οθόνη του Skype.
Στο βάθος παίζουν ειδήσεις. Πριν από λίγες ημέρες, άλλωστε, εκεί φιγούραρε και η ίδια μαζί με τα υπόλοιπα 3 άτομα της ομάδας νομικών που δημιούργησαν τον νέο μεταναστευτικό νόμο της Νέας Υόρκης! Η συζήτησή μας ξεκινά.
«Μεγάλωσα σε ένα ορεινό χωριό της Κοζάνης, το Λιβαδερό. Η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη (από διάφορες απόψεις), λιτή και οι άνθρωποι είχαν να αντιμετωπίσουν αρκετά προβλήματα μιας που ολόκληρη η οικονομία του χωριού βασίζεται στη γεωργία. Παρά το γεγονός οτι αγαπούσα το χωριό, είχα πάντα μία τάση φυγής και ήξερα πως ο μοναδικός τρόπος να φύγω ήταν να καταφέρω να περάσω στο πανεπιστήμιο.
"Ήμουν πλέον επίσημα μετανάστης και συνειδητοποίησα
πως όλες τις φορές που είπα σε μετανάστες στη Ελλάδα
«ξέρω πόσο δύσκολο είναι» ή «σε καταλαβαίνω», ήταν ψέμα.
Δεν μπορείς να κατανοήσεις κάτι που δεν έχεις ζήσει".
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι. Θυμάμαι συγκεκριμένα μία σκηνή (νομίζω ήμουν λύκειο) – είχα βρει κάποια βιβλία ψυχολογίας και κοινωνιολογίας. Τα διάβαζα στην παραλία και θυμάμαι τον πατέρα μου να με ρωτάει γιατί δεν κάνω κάτι που κάνουν όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι στην παραλία, για παράδειγμα να λύσω ένα σταυρόλεξο!
Κάποια στιγμή στο λύκειο, αποφάσισα πως ήθελα να γίνω δικηγόρος. Από μικρή ηλικία μιλούσα πολύ και ήθελα να λογομαχώ και να αποδεικνύω πως είχα πάντα δίκιο – με επιχειρήματα φυσικά. Θυμάμαι τους γονείς μου να λένε «μάλλον θα γίνει δικηγόρος» ή «αφού σ’αρέσει να μαλώνεις με όλο τον κόσμο, μάλλον πρέπει να γίνεις δικηγόρος». Όταν ακούς κάτι τόσες φορές μεγαλώνοντας, αποτυπώνεται στο υποσυνείδητό σου, αλλά ενδεχομένως να ήταν μία φυσική εξέλιξη των φυσικών μου τάσεων. Επίσης, πίστευα πως προκειμένου να απορρίψω ή να αντιταχθώ σε κάποιoυς κοινωνικοπολιτικούς κανόνες του συστήματος θα πρέπει πρώτα να τους γνωρίσω καλά. Η νομική μου φάνηκε να είναι ο ιδανικός χώρος για να το κάνω αυτό.
Η περίοδος της φοιτητικής μου ζωής στη Νομική του Α.Π.Θ. ήταν αρχικά δύσκολη. Κυρίως η προσαρμογή από ένα μικρό χωριό (1500 κατοίκων) σε μία πόλη που δεν είχα επισκεφτεί ποτέ. Επίσης, νιώθω πως αρχικά απογοητεύτηκα με τα μαθήματα και τη σχολή, γιατί τα περίμενα διαφορετικά. Ίσως γιατί τα αρχικά, βασικά μαθήματα, είναι πάντα πιο δύσκολα και πιο τεχνικής φύσης οπότε δε μου φάνηκαν τόσο ενδιαφέροντα όσο τα περίμενα. Αλλά επειδή έπρεπε να βρω έναν τρόπο να μείνω στη σχολή, άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα διεθνούς δικαίου που με ενδιέφερε πολύ (δίκαιο αλλοδαπών, συγκριτικό δίκαιο κτλ.). Μέσα από αυτά τα μαθήματα, άρχισα να ενδιαφέρομαι όλο και περισσότερο με θέματα μεταναστών και της διεθνούς κοινότητας. Παράλληλα, άρχισα να ασχολούμαι με θέματα μεταναστών και ρατσισμού στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Συμμετείχα σε διάφορες ομάδες που ασχολούνταν με τέτοια θέματα σε τοπικό επίπεδο. Και, φυσικά, ήμουν εκεί για τα πολιτικά δρώμενα (πορείες, καταλήψεις κτλ.) που συνέβαιναν εκείνο τον καιρό (2004-2009).
Την απόφαση να μεταναστεύσω στις ΗΠΑ την έλαβα χωρίς να πολυσκεφτώ και κυριολεκτικά είχα μία βαλίτσα με τα ρούχα μου όταν ήρθα εδώ. Ήμουν 23 χρονών και δεν είχα πολυσκεφτεί το τι σημαίνει να είσαι μακριά από οτιδήποτε γνώριμο και χωρίς κανένα πλάνο. Έζησα στην Ουάσινγκτον (Washington DC) για ένα χρόνο και μετά μετακόμισα στη Νέα Υόρκη. Ήταν μία απόφαση βασισμένη σε προσωπικούς λόγους αλλά η οικονομική/πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα διευκόλυνε την απόφασή μου να φύγω.
Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το να βρω έναν τρόπο να βρω δουλειά ώστε να επιβιώσω. Αλλά για να το πετύχω αυτό, έπρεπε να βρω τρόπο να μείνω εδώ νόμιμα, το οποίο είναι υπερβολικά δύσκολο. Πέρασα ένα χρονικό διάστημα που ήμουν εδώ χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα και ήταν μία από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής μου. Ήμουν πλέον επίσημα μετανάστης και συνειδητοποίησα πως όλες τις φορές που είπα σε μετανάστες στη Ελλάδα «ξέρω πόσο δύσκολο είναι» ή «σε καταλαβαίνω», ήταν ψέμα. Δεν μπορείς να κατανοήσεις κάτι που δεν έχεις ζήσει. Είχα πάρει τη θέση αυτών που βοηθούσα στην Ελλάδα αλλά δεν είχα κανέναν να με βοηθήσει εδώ.
Όταν πήρα την απόφαση να φύγω, δεν είχα την υποστήριξη της οικογένειας μου, οπότε αν και σκέφτηκα πολλές φορές να τα παρατήσω, δεν είχα άλλη επιλογή. Επίσης, ο εγωισμός μου δε μου επέτρεπε να γυρίσω πίσω και να ζητήσω βοήθεια ή να παραδεχτώ πως η απόφασή μου ήταν λανθασμένη. Πέρασα όλα τα στάδια της παράνοιας όσο ήμουν εδώ χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα. Ένιωθα πως με ακολουθούσαν πράκτορες του Μεταναστών, κρυβόμουν και δεν έβγαινα από το σπίτι, και έτρεμα κάθε φορά που χτυπούσε η πόρτα. Αλλά είχα πάρει την απόφαση να μείνω.
Μόλις κατάφερα να μείνω εδώ νόμιμα, άρχισα να ψάχνω τρόπο να ασχοληθώ με θέματα μεταναστευτικού δικαίου ξανά. Έκανα μία πρακτική στο αντίστοιχο του δικηγορικού συλλόγου στην Ουάσινγκτον με την επιτροπή μετανάστευσης (American Bar Association, Commission on Immigration) όπου δούλευα με κρατουμένους. Παράλληλα έκανα εθελοντισμό σε ένα κέντρο που λεγόταν Latin American Youth Center και εκεί βοηθούσα παιδιά λυκείου (μετανάστες από διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής) να προσαρμοστούν εδώ.
Όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη δε γνώριζα κανέναν οπότε έκανα διάφορες δουλειές για να επιβιώσω. Μετά από καιρό, μου προσφέρθηκε μία θέση σε ένα μη κυβερνητικό οργανισμό που λέγεται Brooklyn Defender Services και που παρέχει δωρεάν εκπροσώπηση (σε θέματα ποινικού και μεταναστευτικού δικαίου) σε άτομα που βρίσκονται παγιδευμένα στο περίπλοκο ποινικό/μεταναστευτικό σύστημα χωρίς να μιλάνε τη γλώσσα και χωρίς να αντιλαμβάνονται τη νομική διαδικασία και τις επιπτώσεις του να δηλώνουν ένοχοι. Είχα την ευκαιρία να δουλέψω σ’αυτό τον οργανισμό και να εκπροσωπώ μετανάστες και τις οικογένειές τους, αλλά δε μπορούσα να κάνω παραστάσεις ενώπιον δικαστή διότι δεν είχα την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Μετά από δύο χρόνια δουλειάς στο Brooklyn Defender Services, αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό, το οποίο θα μου επιτρέψει να δώσω τις εξετάσεις που δίνουν οι Αμερικάνοι για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος (τον ερχόμενο Ιούλιο). Οπότε τώρα βρίσκομαι στο Benjamin N. Cardozo, School of Law όπου κάνω το μεταπτυχιακό μου.
Γενικά η κατάσταση στις Η.Π.Α. όσον αφορά τους μετανάστες έχει ως εξής: Αν είσαι «παράνομα» στη χώρα, δηλαδή χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα (είτε γιατί πέρασες τα σύνορα είτε γιατί ήρθες με βίζα και έμεινες μετά τη λήξη της) και περιέλθεις στην προσοχή του Department of Homeland Security (DHS) τμήμα του οποίου είναι το Immigration and Customs Enforcement (ICE) που επιβάλει/εκτελεί τους μεταναστευτικούς νόμους, μπαίνεις σε removal proceedings, δηλαδή κρατείσαι από το τμήμα μεταναστών και μπαίνεις σε διαδικασία απέλασης. Όσοι βρίσκονται σ’αυτή τη διαδικασία δεν έχουν βασικά δικαιώματα (π.χ. δεν έχουν δικαίωμα δωρεάν εκπροσώπησης, κάτι που είναι ένα συνταγματικό δικαίωμα των Αμερικάνων πολιτών).
Ο τρόπος με τον οποίο κάποιος έρχεται στην προσοχή του τμήματος Μεταναστών είναι με το να διαπράξει κάποιο αδίκημα, ακόμα και αν ειναι κάτι μικρής σημασίας όπως του ότι δεν πληρώνεις εισιτήριο στο μετρό. Άλλος τρόπος να έλθει κάποιος στην προσοχή του Μεταναστών είναι το γνωστό Stop & Frisk όπου η αστυνομία σταματάει κόσμο και ζητάει ταυτότητα, χαρτιά κτλ. όσων υποψιάζεται πως είναι εδώ παράνομα! Που σημαίνει πως σταματάνε κόσμο βασιζόμενοι στο χρώμα του δέρματος (racial profiling) κάτι που είναι αντισυνταγματικό. Σε αυτή τη φάση, το Μεταναστών στέλνει στις αστυνομικές αρχές ένα έγγραφο που λέγεται «detainer», με το οποίο ζητά την κράτηση του ατόμου για 48 ώρες μετά το τέλος της ποινικής υπόθεσης ώστε να μεταφερθεί στις ομοσπονδιακές αρχές. Αξίζει να σημειωθεί πως τα detainers είναι απλά αιτήματα, παρακλήσεις ώστε να κρατηθεί ένα άτομο για περισσότερο χρόνο, όχι διαταγές. Αυτό σημαίνει πως η τοπική αστυνομία δεν είναι αναγκασμένη να υπακούσει/συμμορφωθεί με αυτές τις διαταγές. Δυστυχώς όμως τις περισσότερες φορές το κάνει. Αυτή η γενική εικόνα επικρατούσε και στη Νέα Υόρκη μέχρι το 2011.
Το 2011 πέρασε ένας νόμος στη Νέα Υόρκη που περιόριζε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το NYPD επιτρεπόταν να παραδώσει άτομα υπό τη φρούρησή του στο Μεταναστών. Ο νόμος αυτός (που ανανεώθηκε το 2013) ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και έρευνας φοιτητών του πανεπιστημίου που παρακολουθώ και που δούλεψαν υπό την επίβλεψη του καθηγητή Peter Markowitz, υπεύθυνου ενός εργαστηρίου της σχολής που λέγεται -Immigration Justice Clinic.
Με την ψήφιση του καινούριου νόμου (που ονομάζεται «Detainer Discretion Law» και αντικαθιστά τους δύο προηγούμενους), πλέον τα μοναδικά άτομα που μπορούν να μεταφερθούν στις ομοσπονδιακές αρχές μετανάστευσης είναι άτομα που είτε έχουν καταδικαστεί στα τελευταία πέντε χρόνια για κάποιο «σοβαρό ή βίαιο έγκλημα» (serious or violent crime) όπως ορίζεται από το νόμο είτε το άτομο είναι στην βάση δεδομένων τρομοκρατών (terrorist watch list). Το τι συνιστά «σοβαρό ή βίαιο έγκλημα» ορίζεται λεπτομερώς στο νόμο και συγκεκριμένα σε μία λίστα αδικημάτων που συμπεριλαμβάνουν μόνο κακουργήματα. Σε κάθε περίπτωση, η τοπική αστυνομία δε μπορεί να παραδώσει το άτομο στο Μεταναστών εάν το τελευταίο δεν παρουσιάσει το detainer μαζί με δικαστικό ένταλμα από ομοσπονδιακό δικαστή.
Ο συγκεκριμένος νόμος αλλάζει ουσιωδώς τα πράγματα για τους μετανάστες της Νέας Υόρκης. Καταρχάς, οι αστυνομικές αρχές δεν μπορούν πλέον να κρατήσουν μετανάστες που έχουν καταδικαστεί για απλές παραβάσεις ή πλημμελήματα μετά το τέλος της ποινικής τους υπόθεσης και να τους παραδώσουν στο Μεταναστών.
Υπολογίζουμε πως με αυτό το νόμο θα προστατευτούν περίπου 3000-4000 άτομα το χρόνο από μαζικές απελάσεις. Τα δικαιώματα των μεταναστών θα προστατεύονται πλέον από παράνομες συλλήψεις. Από τα πιο σημαντικά προτερήματα του νόμου είναι πως θα κρατήσει τις οικογένειες μεταναστών ενωμένες (αφού θα μειωθούν οι απελάσεις ατόμων που συνήθως έχουν χτίσει τις ζωές τους εδώ και μένουν εδώ με τις οικογένειες τους) και πλέον θύματα και μάρτυρες εγκλημάτων, δε θα φοβούνται να πάνε στο αστυνομικό τμήμα και να αναφέρουν ένα έγκλημα (μέχρι πρόσφατα θύματα ενδοοικογενειακής βίας φοβόταν να πάνε στην αστυνομία γιατί βρισκόταν στη χώρα παράνομα και η αστυνομικές αρχές μπορούσαν να καλέσουν το Μεταναστών).
Η ιδέα του detainer discretion, το γεγονός δηλαδή ότι αυτά τα έγγραφα αυτά δεν είναι υποχρεωτικά για τις τοπικές αστυνομικές αρχές και ως εκ τούτου μπορούν να τα αγνοήσουν, δημιουργήθηκε μέσα στο εργαστήρι του Benjamin N. Cardozo School of Law που λέγεται Immigration Justice Clinic. Αυτό το εργαστήρι δημιουργήθηκε από τον καθηγητή Peter Markowitz. Κάθε χρόνο γύρω στους 14 φοιτητές γίνονται δεκτοί στο εργαστήρι και δουλεύουν σε υποθέσεις υπό την επιτήρηση αυτού και άλλων τριών καθηγητών. Η διαδικασία επιλογής των φοιτητών είναι πολύ ανταγωνιστική. Φοιτητές που είναι στη σχολή για μεταπτυχιακό (δηλαδή δικηγόροι ή φοιτητές/απόφοιτοι σχολών του εξωτερικού) δεν επιτρέπεται να κάνουν αίτηση στο εργαστήρι διότι η δουλειά είναι πολύ απαιτητική και δύσκολη. Όταν έγινα δεκτή σ’ αυτό το πανεπιστήμιο, αποφάσισα πως θα πήγαινα εκεί μόνο εάν έβρισκα έναν τρόπο να μπω στο εργαστήρι. Μίλησα με τον καθηγητή, με τη βοηθό πρύτανη, και τη διευθύντρια του τομέα διεθνών σπουδών, και μετά από πολλές συνομιλίες μου επέτρεψαν να κάνω αίτηση. Πέρασα τη διαδικασία που πέρασαν οι υπόλοιποι φοιτητές (κατάθεση εργασίας, συνέντευξη κτλ) και τελικά έγινα δεκτή. Είναι η πρώτη φορά που επιτρέπουν σε φοιτητή μεταπτυχιακού να μπει στο εργαστήρι.
Μέσα από το εργαστήρι εγώ και μία ακόμα φοιτήτρια, η Jenny Alcaide, συνεχίσαμε το έργο προηγούμενων φοιτητών υπό την επίβλεψη των καθηγητών Peter Markowitz και Thomas Fritzsche, σχηματίζοντας μία ομάδα τεσσάρων ατόμων. Συγκεκριμένα, γράψαμε μέρος του νέου νόμου, κάναμε νομική έρευνα, συναντηθήκαμε πολλές φορές με το προσωπικό του δημάρχου Bill de Blasio και συμμετείχαμε σε διαπραγματεύσεις, συνεργαστήκαμε με διάφορους ΜΚΟς που δουλεύουν άμεσα με την κοινότητα μεταναστών, και συμμετείχαμε στην ακρόαση ενώπιον του Συμβουλίου της πόλης (New York City Council) πριν την ψήφιση του νόμου. Όταν ο δήμαρχος υπέγραψε το νόμο (όταν το νομοσχέδιο έγινε επίσημα νόμος) ήμασταν επίσης εκεί. Μετά την ψήφιση του νόμου, η δουλειά μας δε σταμάτησε εκεί, διότι μιας που ήμασταν αυτοί που κάναμε μεγάλο μέρος της νομικής έρευνας, κληθήκαμε να εκπαιδεύσουμε τους ποινικολόγους και δικηγόρους μεταναστευτικού δικαίου σε ΜΚΟς στη Νέα Υόρκη πάνω στον καινούριο νόμο και να εξηγήσουμε τις διάφορες διαδικασίες εκτέλεσης.
Όπως με όλες τις μεγάλες αλλαγές, υπήρξαν οι υποστηρικτές του νόμου καθώς και αυτοί που αντιτέθηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος του τύπου όμως εξέλαβε την ψήφιση του νόμου ως κάτι θετικό που θα βελτιώσει τις ζωές όλων μας. Λίγες βδομάδες μετά την ψήφιση του νόμου, ο Ομπάμα έκανε την ανακοίνωση για την εκτελεστική δράση που έλαβε όσον αφορά το μεταναστευτικό πρόβλημα στις Η.Π.Α. Αρχικά ανησυχήσαμε πως η ανακοίνωση και όλα τα μνημόνια που ακολούθησαν θα επηρρέαζαν το νόμο για τον οποίο δουλέψαμε τόσο σκληρά να περάσει. Ευτυχώς, αφού κάναμε μία εξονυχιστική ανάλυση, καταλήξαμε στο ότι οι αστυνομικές αρχές της Νέας Υόρκης θα συνεχίσουν να δεσμεύονται από το νόμο που πέρασε πρόσφατα και που θα τεθεί σε ισχύ 14 Δεκεμβρίου», τονίζει η νεαρή δικηγόρος και μου αφηγείται τι περιλαμβάνουν τα μελλοντικά της σχέδια.
«Στα επόμενα σχέδιά μου είναι το Εκουαδόρ, καθώς έλαβα μία υποτροφία μέσω του πανεπιστημίου και τον Ιανουάριο θα βρίσκομαι εκεί, όπου θα δουλέψω σε υποθέσεις ασύλου – προσφύγων από την Κολομβία που ζητάνε άσυλο στο Εκουαδόρ. Τον Ιούλιο θα δώσω τις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, και θα συνεχίσω να δουλεύω στον τομέα που εδώ είναι γνωστός ως “crim-imm” (criminal-immigration), το σταυροδρόμι δηλαδή του μεναστευτικού και ποινικού δικαίου. Συγκεκριμένα θα αφοσιωθώ σε υποθέσεις “removal defense” υπεράσπισης δηλαδή μεταναστών κρατουμένων με ποινικό μητρώο τους οποίους προσπαθεί να απελάσει η κυβέρνηση», καταλήγει.
Διαβάστε ενδεικτικά τι έγραψαν για τον καινούργιο νόμο οι New York Times, ο Observer και η Νομική Σχολή Cardozo.
Πηγή: Ευθύμιου Σαββάκη http://www.lifo.gr/team/gnomes/53740