Βγάζοντας το χέρι από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου καταλαβαίνεις τον αλλιώτικο αέρα, τον παγωμένο, τον καθαρό εκείνον που σου κοκκινίζει τα μάγουλα με υγεία. Κόκκινα σαν το κόκκινο που σου προκαλούν τα τσιμπήματα των γιαγιάδων με την ποδιά ως το γόνατο και το σφιχτά δεμένο μαντίλι στο κεφάλι.
Τα άγρια και απεριποίητα χέρια σου κάνουν την πιο δυνατή και γνήσια χειραψία που σου έχουν κάνει ποτέ. Αν βρεθείς στην αυλή του μαχαλά τους δύσκολα γλιτώνεις, θα μπεις σπίτι θες δε θες και θα κεραστείς ένα κομμάτι της φρέσκιας πίτας και ένα μπαγιάτικο τυλιγμένο σοκολατάκι που τους το κέρασε άλλη γιαγιά, αλλά το φύλαξαν για τη δική τους φοντανιέρα, το μαρτυρά η ποικιλία τους, όλα διαφορετικά. Κατηφορίζοντας με τα χέρια στις τσέπες, απολαμβάνεις μια ανεμελιά και μια ασφάλεια που μόνο εκεί μπορείς να την νιώσεις. Όλα κυλούν σε αργή κίνηση σαν να πάτησε κάποιος ένα κουμπί για να παρακολουθεί καρέ-καρέ τη ζωή στο χωριό. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος, δεν σε νοιάζει τι ώρα έχει πάει, μόνο εκεί τα ρολόγια αχρηστεύονται...
Κοντοστέκονται και μιλούν με τις ώρες, πιάνοντας και στηρίζοντας τους αγκώνες τους στις τσιμεντογωνίες της αυλόπορτας. Χαμογελούν και χαιρετούν και ας μην σε ξέρουν, μόλις κάνεις ένα βήμα ακούς να ρωτούν ποιανού παιδί είσαι, το ακούς και χαμογελάς ασυναίσθητα αφού προσπαθούν να σε βρουν αραδιάζοντας ονόματα, επίθετα και παρατσούκλια που μόνο εκείνοι ξέρουν. Αυτή η χαρακτηριστική μυρωδιά της φουφούς παντού, κάνει όμως τόσο ξεκάθαρο το τοπίο όσο ξεκάθαροι είναι και οι άνθρωποί του. Έχουν μια εμφανή παιδικότητα που την συνοδεύει μια ευγενική ντροπαλότητα, καιρό είχα να δω πώς είναι να κοκκινίζει ο άλλος από ντροπή. Όλα τόσο κοντά που πας παντού ακόμα και με τις παντόφλες, εκείνες τις μαύρες, τις τσουμιασμένες αλλά τις τόσο ζεστές και σχεδόν αθόρυβες. Τι και αν περπατούν στην άσφαλτο; Kάνουν τον ίδιο ακριβώς ήχο όταν περπατούν και στο πλακόστρωτο. Το πορτοφόλι στη μασχάλη και το ψωμί στην άλλη, αυτές οι φιγούρες που αρνήθηκαν να προχωρήσουν και να ζήσουν το τώρα είναι τόσο ενδιαφέρουσες γιατί ζουν τον κόσμο του χθες, που τόσο αγάπησαν και αγαπούν και δεν τον αλλάζουν με κανέναν.
Η απλότητα και οι αντιθέσεις τόσο συναρπαστικές που σε ξυπνούν στον κόσμο του χθες και ας κοιμάται πάνω σου η αίσθηση του σήμερα. Τι και αν το παλτό σου έχει ποτίσει την μυρωδιά του ξύλου, μπορεί εύκολα να μοσχοβολήσει από την ξερή μέντα και την κατά λάθος φυτρωμένη σε απίθανο μέρος ρίγανη.