Κείμενα που επιστρέφουν
της Όλγας Ντέλλα
Μπλέκεται κανείς με ποιήματα μιας άλλης εποχής. Τότε που αποτελούσαν απλώς ανάγνωσμα των “Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” της Α’ Γυμνασίου. Που τα διάλεγες, μες απ’ τα υπόλοιπα, για να τα “διεκπεραιώσεις” μες στο δίωρο της Λογοτεχνίας στο σχολείο. Τώρα δεν είν’ μονάχα αυτό.
Είναι που ζωντανεύουν τα παιδιά των ποιημάτων και βγαίνουν μες απ’ τους στίχους, τα κενά, τα περιθώρια, μες απ’ τις αράδες. Είναι που συνιστούν πια την πραγματικότητά μας.
Που δεν ερμηνεύεται με ερμηνευτικά σχόλια παρά μονάχα με το ασήκωτο βάρος της ευθύνης απέναντι σε αυτό που καλούμε “ζωή” στο σήμερα ή και “πατρίδα”. Και όχι φατρία. Και όχι αλώνι εμφύλιου διασυρμού άλλο πια. Και όχι πεδίο κομπογιαννίτικης πολιτικής στάσης και όχι εγκληματικής ανευθυνότητας που χρήζει δίκης για εσχάτη προδοσία. Όπως ακριβώς στο παρελθόν. Μπιρμπίληδες και οι ούτω καθεξής που μας φλόμωσαν χρόνια ολάκερα με την αλαζονική τους παντιέρα, που είχαν εγκατασταθεί τούτοι και οι όμοιοί τους στα “παράθυρα” με το ναρκισσισμό της αποκλειστικότητας του προοδευτισμού, που αφάρπαξαν τότε και όλοι μαζί ξεπουλάν τώρα ό,τι έχει απομείνει, χρήζουν δίκης για εσχάτη προδοσία. Όχι λιγότερο. Για ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ.
Είπα “ξεπουλάν”. Και δεν μπορεί παρά να επιστρέψει κανείς στη Βυζαντινή ιστορία. Να συγκρίνει και να προβλέψει τα όσα θα επακολουθήσουν. Να δει μπροστά του σε απευθείας μετάδοση να υπογράφεται το Χρυσόβουλο του 1082 που παραχώρησε τόσα προνόμια στους Βενετούς άρχοντες, εμπόρους, τυχοδιώκτες και παρατρεχάμενους, που τους ανέδειξε σε κυρίαρχη και μοναδική του πλούτου τάξη εντός της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, την ώρα που οι Βυζαντινοί ζούσαν στη σκιά τους, στο επίπεδο της φτώχειας και των αλλεπάλληλων εμφύλιων διαξιφισμών -κυριολεκτικά. Το Χρυσόβουλο τότε “ξεπουλούσε” στους Λατίνους τις “σκάλες”, τις αποβάθρες, την πηγή πλούτου και δασμών της ακρωτηριασμένης ήδη αυτοκρατορίας, από αδυναμία να αναχαιτίσει η ίδια τους πανταχόθεν εχθρούς και ακριβώς επειδή τα ταμεία ήταν παντελώς άδεια από τη χείριστη διαχείριση αυτών που τα βρήκαν έτοιμα και αβρόχοις ποσί άραξαν στα Ιερά Παλάτια, όταν οι προγενέστεροι αλώνιζαν τα πεδία της μάχης και γέμιζαν τα θησαυροφυλάκια.
Έτσι είναι, κάποιος -ο ένας, ο ικανός, ο πραγματικός ηγέτης- μαζεύει, ο επόμενος, ο ηγέτης-μαϊμού, σκορπίζει. Οι συσχετισμοί επιτρέπονται -θεωρούνται μάλιστα και επιβεβλημένοι. Τα “προνόμια” του σήμερα ήδη άλλαξαν χέρια, οι “σκάλες” ήδη λατινοκρατούνται, γερμανοκρατούνται κ.ο.κ., ζούμε πλέον στη μετά τη μεταπώληση εποχή. Τα γεγονότα είναι ήδη τετελεσμένα. Ποιος ο άφρων που φρονεί το αντίθετο.
Η χλιδή, η ευμάρεια της εποχής του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου -εκείνου που μάζευε-, το σύμπλεγμα ανωτερότητας και νίκης από τους νικηφόρους πολέμους του -εκείνων που σκόρπισαν-, η ψευδαίσθηση της αειφόρου ευημερίας με την οποία εμποτίστηκαν, οδήγησαν τους διαδόχους σε απανωτά τραγικά και ανεπανόρθωτα λάθη, που θα συνέβαιναν έτσι κι αλλιώς, καθώς οι ανίκανοι πολιτικοί ηγέτες δεν είναι δα μονάχα προνόμιο της σημερινής εποχής: Ματζικέρτ, Μυριοκέφαλο σε πρώτη δόση, Άλωση Α’ -των Σταυροφόρων-, Άλωση Β’ και ύστατη.
Ποιος μας λέει ότι δεν έχουμε φτάσει στο τελευταίο στάδιο, όπως πιθανότατα εικάζουμε, αλλά ότι είμαστε ακόμα στο Ματζικερτ; Ποιος μπορεί να μας βεβαιώσει ότι δεν είμαστε βήματα πριν το Μυριοκέφαλο ή χρόνια μονάχα πριν την ύστατη Άλωση; Απλώς αναρωτιέμαι. Και σημειώνω: την ώρα που ο Μωάμεθ βόλτες έκοβε γύρω από τα τείχη, δένοντας την έσχατη πολιορκία, ρημάζοντας την ύπαιθρο και εκφοβίζοντας τους ελάχιστους υπερασπιστές, τα αδέλφια του Κωνσταντίνου, οι δυο Παλαιολόγοι, μάλωναν ποιος ποιες κτήσεις θα αρπάξει, απ’ όσες είχαν εναπομείνει στον Ελλαδικό χώρο, μη διστάζοντας να συμπράξουν ο καθείς χωριστά με όποιον από τους εχθρούς μπορούσε να του εξασφαλίσει τα κρατίδια που διεκδικούσε -ενάντια στον αδελφό του φυσικά. Μακριά νυχτωμένοι που ήταν. Βαδίζουμε τυφλά στα βήματά τους. Αιωνία η μνήμη αμφοτέρων.
Θα το ξαναπώ. Γιατί το βλέπω. Πώς διασώζεις ένα έγκλημα -αυτό το έγκλημα; Αποσπώντας την προσοχή από απάνω του. Τότε εδραιώνεις την επιμήκυνσή του. Τότε το καθιερώνεις έως ότου της αδιαφορίας. Τότε το νομιμοποιείς. Γιατί ουδέν καταλυτικότερον της συνήθειας της όποιας καθημερινότητας. Το διασώζεις, αφήνοντας τα φίδια να περιζώσουν τον καθένα χωριστά και να τον κλείσουν στον πανικό του μισοάδειου ψυγείου του, στον κοπετό της δανειο-ευμάρειας ή της χλιδής των παχυλών μισθών που αιφνίδια και ανεπιστρεπτί έχασε, στην κοντόφθαλμη ασφάλεια των αποθεμάτων του καταψύκτη του, στην ψευδοεπανάσταση των επικείμενων αξιολογήσεών του, στην ποταπή και εγωκεντρική αυλή του σπιτιού του. Κλείνοντάς τον στο μπαλκόνι του και στον ακάλυπτό του.
Το διασώζεις, διασπώντας τα μέλη από τον κορμό, σπέρνοντας φαρμάκια στο κάθε χωράφι χωριστά, επιμένοντας υποδορίως στα έξωθεν και τα έσωθεν ζιζάνια που θα το ταλανίσουν.
Το διασώζεις, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια. Συνεχίζοντας να σκορπάς αφειδώλευτα το όσα τελευταία τα είπαν ΕΣΠΑ και λειτουργούν ως ψηφοδόλωμα, όπως και τα προγενέστερα γνωστά. Όλα αιφνιδίως γίναν ΕΣΠΑ και λεφτά υπάρχουν φυσικά, για συλλόγους μοναχά, καρναβάλια, συνεστιάσεις, κλπ., για όποιον έχει δόντι ειδικά, όχι βεβαίως για αστέγους ειδικότερα. Τώρα που θα πολιορκηθούμε εκ νέου από τα καρναβαλικά σλόγκαν και μετά εκείνα των Χριστουγέννων που πέρασαν, ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή -όχι για τους απελπισμένους εκείνους που ανασαίνουν στο πλάι μας- αλλά για το ενταφιασμένο σπλάχνος και θάλπος της δικής μας καρδιάς που θα μπορούσε να συντρέξει, να αγκαλιάσει, να στεγάσει, αντί να επιδοθεί στον οίνο, στα κιχιά και στ’ άρματα. Μη μου τους κυκλους τάραττε. Το είπαν άλλοι βέβαια προγενέστεροι.
Για λόγους δικαιοσύνης και μόνο οφείλει να μνημονεύσει κανείς τους αθόρυβους εκείνους που δεν έχουν σχέση με τα χαρτιά, τα πλήκτρα, τα μελάνια, τα ΕΣΠΑ ή τους ψήφους, που δεν έγραψαν και δε θα γράψουν ενδεχομένως ποτέ, που κάνουν αυτό που οι υπόλοιποι της γραφής ή της πομπής αδυνατούμε, αυτό που έλεγε ο Ευριπίδης, να πράττεις περισσότερο, λιγότερο να σκέφτεσαι, και που κατεβαίνουν τις νύχτες στους δρόμους και που ψάχνουν εκεί που ξέρουν ότι θα βρουν και που αφήνουν στο πλάι των αυτοσχέδιων “σχεδιών”, προμήθειες που αντέχουν, από κείνη την αγάπη που αντέχει ακόμα, άνθρωποι κανονικοί και άλλοι ρασοφόροι, κάτω από γέφυρες και στοές, εκεί μετά τις 9.30 το βράδυ, όταν χιονίζει και όταν δε χιονίζει, μακριά από τα βλέμματα, δέματα και γεύματα που ετοιμάζονται από ό,τι ακόμα αφήνει κανείς μες στα παρεξηγημένα παγκάρια, καθώς, για λόγους επίσης δικαιοσύνης και μόνο οφείλει κανείς να υπενθυμίσει ότι τα λεγόμενα “συσσίτια” και η όποια άλλη πρόνοια (επιδόματα, νοίκια, φάρμακα, κ.ο.κ) υφίσταται εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια στις πιο πολλές από τις ενορίες των Αθηνών ή της επαρχίας (βλ. «Καλός Σαμαρείτης» Καϊλαρίων και αλλιώς Πτολεμαϊδας). Και τούτο είναι μαρτυρία.
Κείμενα λοιπόν που επιστρέφουν. Για να υπαγορεύσουν τη βεβαιότητα της επανάληψης. Μιας επανάληψης ίδιας και διαφορετικής. Παιδιά του μεσοπολέμου του Άγρα και παιδιά σχεδόν σημερινά του Βρεττάκου. Παιδιά της παιδικής εργασίας και παιδιά της φτώχειας. Παιδιά φορτωμένα εντούτοις ελπίδες απάνω τους, να φωτίσουν τον κόσμο ή που φωτίζουν τον κόσμο με τη γλυκύτητα και μόνο της αθωότητάς τους. Παιδιά που ζωντανεύουν μέσα στους στίχους. Που γίνονται ενήλικες και “σκύλοι” ενίοτε, για να παραδώσουν “το υγρό παράπονό” τους με κάποιον ύστατο τρόπο.
Ένα ξανθό παιδί και ένα ακόμα παιδί με τα σπίρτα, ένας άνθρωπος με πρόσωπο σκύλου ή ένας σκύλος με ψυχή ανθρώπου που κυλά τη ζωή του “από γωνιά σε γωνιά, από όνειρο σ’ όνειρο”, μονάχα με τη δύναμη που του δίνει η ελπίδα πως επιτέλους θα έρθει ο Κύριός του, πως επιτέλους θα φανεί κάποιος να το σπλαχνιστεί και να το ελεήσει. Την ίδια ώρα που άνθρωποι με τα “καλά τους ντυμένοι” προσπερνούν. Άνθρωποι που δε φορέσαν τα καλά της ψυχής τους. Άνθρωποι που οικτίρουν μα δεν αγαπούν. Που αποστρέφουν εύκολα το κεφάλι. Που σιάζονται και βολεύονται καλύτερα στο αμάξι τους, στη ζωή τους, στην καθημερινότητά τους.
Ο Βενέζης επιστρέφει με τη σειρά του, για να καταστεί πιο επίκαιρος από ποτέ. Να επιβεβαιώσουν όλοι και ο καθένας χωριστά την αλήθεια που υπάρχει στην τέχνη, όταν αυτή έχει να κάνει με την αλήθεια της ζωής και όχι με την επιτήδευση της γραφής, τότε που για το γούστο σέρνει την πένα που έλεγε και ο Ντοστογιέφσκυ.
ΤΟ ΞΑΝΘΟ ΠΑΙΔΙ
Ξανθό παιδί, γλυκά χλωμό,
μάτσο τα γιασεμιά πουλούσες,
τις βιόλες τις μοσκοβολούσες
έξω απ’ τον πέτρινο σταθμό. [....]
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ
Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξι του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θα ’χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. — Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:
«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα
σπίρτο
να φωτίσει τον κόσμο».
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΣΚΥΛΟΥ
Έχω την όψη ανθρώπου και την καρδιά ενός σκύλου.
Φαίνεται θα ’μαι εγκαταλελειμμένο σκυλί, πεινασμένο
που η γειτονιά το ξέρει και τ’ αποδιώχνει με βία.
Γι’ αυτό τους ανθρώπους κοιτάζω στα χέρια.
Μέρα και νύχτα ο καιρός μέσα μου αλλάζει,
η ψυχή μου ντύνεται, γδύνεται, βρέχεται, υποφέρει.
Αν προσέξεις, το βλέμμα μου είναι σκυλίσιο.
Κατεβαίνει ένα υγρό παράπονο από τα μάτια μου
γιατί έλειψεν ο Κύριός μου. Έξω από την εκκλησιά
περιμένω να βγει. O Κύριός μου ας ήταν.
Κόσμος πολύς, ευλογημένος, με τα καλά του ντυμένος
μ’ απομακρύνει. Μα ο Κύριός μου δε βγαίνει. Έτσι
κυλάει η ζωή μου περιμένοντας από γωνιά σε γωνιά
από όνειρο σ’ όνειρο. Δεν έχω δύναμη άλλη απ’ την δύναμη να περιμένω.
Όμως μια μέρα της συνοικίας τα παιδιά, στην ουρά μου
τον τενεκέ δέσαν των σκουπιδιών. Έτρεχα αγκομαχώντας.
Τέλος αποσύρθηκα κάτω από τον τσίγκο της γειτονιάς
που η βροχή τον κεντούσε. Άκουγα πάνω τα βήματά της.
Σα να κοιμόμουν, σαν να ονειρευόμουν εγώ το εγκαταλελειμμένο σκυλί
μου ήρθε να κλάψω. Όχι βέβαια για μένα που από κει
θα μ’ έδιωχναν πάλι. Αλλά γιατί δε θ’ άκουγα τα βήματα της βροχής
που μ’ έκαναν να ελπίζω πως έρχεται ο Κύριός μου.
ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ
«Είναι σκληρή δουλειά. Ξεκινούν με τα χαράματα για να φτάξουν στην ώρα τους, όξω απ’ τη χώρα, στο δρόμο που φκιάνουν. Οι μεγάλες πέτρες είναι αραδιασμένες στην άκρη του δρόμου, απ’ τη μια κι απ’ την άλλη… Στην αρχή το σφυρί δε χτυπά καλά, δε χτυπά σωστά. Χτυπά και στα δάχτυλα. Ο ήλιος καίει το κορμί, το κεφάλι βουίζει, το λίγο αίμα που τρέχει απ’ τα χτυπημένα δάχτυλα πήζει γρήγορα. Έτσι, πούντο με πούντο, σταλαματιά-σταλαματιά τον ίδρο, η μακριά γραμμή το σπασμένο χαλίκι ολοένα αραδιάζεται, ολοένα μακραίνει. Άνθρωποι, ταξιδιώτες, αμάξια περνούν, φεύγουν. Είναι και φιλάνθρωποι, πρόσωπα καλής καρδιάς, που τυχαίνει να περνούν. Λένε σα βλέπουν τις γυναίκες που σπουν χαλίκι: «Κρίμα που είναι!» -σιάζουνται μες στο αμάξι τους και φεύγουν ήσυχοι. Όλα φεύγουν, και στη μακριά γραμμή του δρόμου δε μένει τίποτα άλλο από αδύνατες καρδιές που ζυμώνουνται με την πέτρα».
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, Παραμύθι του Αιγαίου
ΕΞΟΔΟΣ
“Γιατί ο Κίμων“, λέει ο Αριστοτέλης, “όντας πλούσιος, και τις λειτουργίες που του επέβαλλε η Πολιτεία τις εκτελούσε με λαμπρό τρόπο και πολλούς από τους συνδημότες του τους συντηρούσε ξοδεύοντας από τη δική του περιουσία. Γιατί κάθε πολίτης που καταγόταν από το δήμο των Λακιαδών μπορούσε, αν ήθελε, να πηγαίνει καθημερινά στο σπίτι του Κίμωνα και να προμηθεύεται ό,τι του ήταν αναγκαίο για να συντηρηθεί. Ακόμη και οι κήποι του ήταν άφρακτοι, για να παίρνει ο καθένας όσα φρούτα ήθελε“.
Αγνοώ τον πολιτικό αυτό των ημερών μας, μα και των χρόνων που προηγήθηκαν, και που θα διεκδικήσει σε λίγους μήνες την ψήφο των πολιτών τούτης της πατρίδας, αγνοώ αυτόν που φέρει απάνω του ένα έστω από τα ζωτικά αυτά γνωρίσματα -τα στοιχειώδη αναγκαία προσόντα βέβαια- του Κίμωνα. Ή και του Περικλή.
Και απλώς υπενθυμίζω την ευθύνη των ανθρώπων εκείνων που αφαίρεσαν τη ζωή από ανθρώπους όπως ο Καποδίστριας ή ο Δραγούμης, έτσι για να μην έχουμε την ψευδαίσθηση της δικής μας ασυλίας. Ότι είμαστε τα δήθεν θύματα.
Είμαστε συνυπεύθυνοι. Πώς αλλιώς. Και κάποιοι είναι μονάχα θύματα.
Όλγα Ντέλλα