Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013/mikrovalto.gr

ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΑΚΙ

 toplat1

Ακριβώς στην είσοδο της αυλής του σχολείου Μικροβάλτου δεξιά, υπήρχε ένα πλατανάκι, που κόπηκε γιατί έπρεπε να γίνει δρόμος, περασιά για κάποιον γείτονα.

Η είδηση με γύρισε πολλά χρόνια πίσω, ο νους κινείται γρηγορότερα από κάθε τι, ακόμα και στο χρόνο.

Αρχές της δεκαετίας του 50 χτίστηκε το σχολείο στο Μικρόβαλτο. Με κόπο και πολλή προσωπική δουλειά των κατοίκων, των δασκάλων και των παιδιών. Και πάλι με προσωπική εργασία έφεραν νερό κι έγινε στο πάνω μέρος του οικοπέδου η βρύση. Πιο πάνω αριστερά στην άκρη το σπιτάκι του γεωργοτεχνίτη με κότες και κουνέλια, υπήρχε ιδιαίτερη περίφραξη, τα παιδιά δεν είχαμε εύκολη πρόσβαση εκεί. Η γεωργική υπηρεσία και το φυτώριο των Σερβίων με επιβλέποντα γεωπόνο τον Ν. Αλβανό έδωσε δένδρα: μηλιές, αχλαδιές, δαμασκηνιές. Κι οι δάσκαλοι με τα παιδιά φύτεψαν τα δέντρα, τα σκάλιζαν και τα πότιζαν μέχρι να πιαστούν και να μεγαλώσουν. Φύτεψαν κι ένα αμπέλι δεξιά από τη βρύση, δεν έλεγε όμως να προκόψει, ίσως δεν ήταν το έδαφος κατάλληλο.

Δυό μεγάλες αίθουσες είχε το σχολείο και μια μικρότερη από την επάνω μεριά, που στην αρχή προορίζονταν για κατοικία δασκάλου. Και δίπλα η μικρή αποθηκούλα, εκεί που αργότερα η μαγείρισσα ζέσταινε στο καζάνι το γάλα σκόνη από το συσσίτιο, που μπαίναμε στη σειρά και μας το έβαζε αχνιστό με τη μεγάλη κουτάλα στα κατοστάρια που φέρναμε ο καθένας απ’ τα σπίτια μας. (Αναρωτιόμουν τότε γιατί να πίνουμε γάλα σκόνη, αφού όλοι είχαμε κατσικίσιο, πρόβειο ή αγελαδινό γάλα, ήμασταν σ’ ένα κτηνοτροφικό χωριό). Η αποθηκούλα αυτή λοιπόν ήταν γεμάτη σκαλιστήρια, που τα έπαιρναν τα παιδιά κι είχε γίνει η καλλιέργεια παιχνίδι και γιορτή. Οι δάσκαλοι μας είχαν δώσει μικρά τετράγωνα κομμάτια, παρτέρια να τα καλλιεργούμε δυό τρεις μαζί. Και συναγωνίζονταν τα κορίτσια ποια θα φυτέψει τα πιο όμορφα λουλούδια. Και κουβαλούσαν νερό από τη βρύση στα μπακρατσούλια (πόσες φορές πήγαινε-έλα, πού λάστιχα τότε) για να τα ποτίσουν

Άνυδρος ο τόπος μας, είχαν φτιάξει ένα πηγάδι στην αρχή, στην κάτω αριστερή γωνία του οικοπέδου (κάπου δέκα στρέμματα ήταν το οικόπεδο κατά τα γραφόμενα του πατέρα μου), το σκέπασαν με ξύλα, αλλά αναγκάστηκαν να το κλείσουν σύντομα, ήταν επικίνδυνο, τα παιδιά πήγαιναν κοντά κι έπαιζαν και καναδυό έπεσαν μέσα και τα έβγαλαν άρον άρον, ευτυχώς έπαιζαν όλα μαζί κι έτρεχαν κι ειδοποιούσαν γρήγορα τους δασκάλους.

Μετά έφεραν το νερό στη βρύση.

Εκείνη την εποχή θα ήταν 150 παιδιά στο σχολείο, πολύβουο, γεμάτο, δημιουργικό, μια κυψέλη. Ζωηρά ήταν τα  παιδιά, θυμάμαι κάποιον που του μπήκε ένα ξύλο πίσω απ’ το αυτί, κάποιον άλλο που έσπασε το χέρι, έκανε το γιατρό ο δάσκαλος κι έκανε νάρθηκα με σανίδι για να το ακινητοποιήσει, υπήρχε ζωντάνια, αθωότητα, αγάπη κι εμπιστοσύνη.

Άρχισαν να δίνουν καρπό τα δέντρα, μήλα δαμάσκηνα, τα μοιράζονταν τα παιδιά. . Ήταν κι οι φράουλες, μέσα στον κήπο, μαζεύονταν σε ταψιά και μοιράζονταν δίκαια στα παιδιά, τους καλλιεργητές. Μου διηγήθηκε χαμογελώντας σε μια τυχαία συνάντησή μας τελευταία, η δασκάλα μου  η Στέλλα η Γριλάκη, η Ναξιώτισσα, το θυμό του πατέρα μου του Ηλία όταν κάποτε θέλησαν αυτή κι η μάνα μου η Σοφία να πάρουν περισσότερες φράουλες για να κάνουν γλυκό. Είπε, οι φράουλες είναι για τα παιδιά κι όχι για σας, τις μετρούσαν και τις διαιρούσαν, έπεφταν τέσσερις πέντε περίπου στο καθένα.

Τότε φυτεύτηκαν και τα πεύκα μπροστά στο σχολείο, που μεγάλωσαν, έδωσαν τον ίσκιο τους, γέρασαν, έκλεισαν τον κύκλο τους, στέγνωσαν και κόπηκαν.

Τότε φυτεύτηκε και το πλατανάκι. Το πότιζαν τα παιδιά με τα τενεκεδάκια τους γιατί τα πλατάνια χρειάζονται πολύ νερό. Το πότιζαν με την ελπίδα οι ριζούλες του να μεγαλώσουν και να φτάσουν κάποτε σε υπόγεια νερά και να τινάξει ψηλά. Αυτό δεν πρόκοβε, για χρόνια δεν τα πολυκατάφερνε, φυτοζωούσε, άντεχε όμως.

toplat2Μετά το 1964 φύγαμε απ’ το χωριό. Θάμουνα 9-10χρονών κάπου το 1968 όταν μάθαμε πως έκοψαν τα δέντρα του σχολικού κήπου. Θύελλα στο σπίτι μας στην Κοζάνη, τη μάνα μου τη δασκάλα να την πνίγει ανίσχυρη οργή : «τα δέντρα, γιατί τα δέντρα, τι θα πει δεν έδιναν καρπό, αυτοί τα φύτεψαν;».  Τα πονούσε, τα  φρόντισε, τα είδε να μεγαλώνουν, ήταν έργο των παιδών, των μαθητών και δικό της, το κακό όμως είχε γίνει.

Σκορπίσαμε όλοι με τα χρόνια, όχι μόνο εμείς, όλα τα παιδιά. Το σχολείο έκλεισε, ερήμωσε, πηγαίναμε όλοι εκεί μόνο κατά  διαστήματα, για τις εκλογές, γίνονταν εκλογικό κέντρο.

Το πλατανάκι πάντα εκεί. Η μάνα μου το έβλεπε, γελούσε χαρούμενα κι έλεγε «κοίτα το, κοίτα το, πιάστηκε τελικά, αχ και να ξέρατε πόσο νερό το ποτίσαμε τότε, έφερναν τα παιδιά, φέρναμε όλοι, νάτο τώρα, τα κατάφερε». Τόδειχνα και στα παιδιά μου, το καμαρώναμε, ήταν φίλος μας, κάτι δικό μας, κι όχι πως είχε μεγαλώσει πολύ, ήταν μάλλον κοντό για τα πενήντατόσα χρόνια του, ήταν όμως πράσινο και φουντωτό. Ο τόπος ρήμαζε κι αυτόtoplat3 ήταν εκεί, κάτι σαν σύμβολο, μάρτυρας του παρελθόντος, παλιός γνώριμος, μοναχικός, δεν είχε λες την ανάγκη μας κι όμως τελικά την είχε.

Τα πλατάνια ζουν πολύ. Καμιά σχέση με τα οπωροφόρα ή τα πευκοειδή.  Θα μπορούσε κι αυτό ίσως. Το θεωρούσα δεδομένο, θεωρούσα πως θα είναι πάντα εκεί.

Σκέφτομαι πως τα δέντρα είναι ανυπεράσπιστα στις βουλές των ανθρώπων. Και οι ανάγκες όσων ζουν τριγύρω είναι άλλες.

Και πώς να ξέρουν;

Η κόρη μου με παρηγόρησε πως το πλατανάκι μας είχε την τύχη να ζήσει κοντά εξήντα χρόνια. Και να γραφτεί κάτι γι’ αυτό.

…Άλλωστε ήταν μόνο ένα δέντρο….

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε το καλοκαίρι του 2011. Πρόσφατα ανακάλυψα ένα σημείωμα του πατέρα μου σχετικό με το σχολικό κήπο και το παραθέτω.

Έλλη Λαμπρέτσα  (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)

Από την "Εν Μικροβάλτω..." ΑΦ 24/Τεύχος Δεκεμβρίου 2012/σελ. 7