1970-1920. Αὐτὰ ἦταν τὰ χρόνια τῆς γνωριμίας μας μὲ τὸν ἀείμνηστο π. Αὐγουστίνο Μύρου. Καὶ ὅταν μὲ κάποιον γνωρίζεσαι γιὰ μισὸν αἰώνα, δὲν εἶναι εὔκολο οἱ μνῆμες νὰ σβήσουν. Ἔστω καὶ ἀμυδρὰ κάτι θὰ ἀφήσουν στὸ πέρασμά τους.
Ἂς τὸ δοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Καλοκαίρι 1970. Εἶχα τελειώσει τότε τὸ ἑξατάξιο Σχολεῖο καὶ ἔφυγα γιὰ Θεσσαλονίκη γιὰ φροντιστήρια καὶ κατόπιν γιὰ εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ὡδήγησε τὰ βήματά μου στὸ οἰκοτροφεῖο τῆς Ἀπολυτρώσεως, χωρὶς νὰ γνωρίζω κανέναν. Πῶς; Κύριος οἶδεν
Ἐκεῖ ἄκουσα τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες γιὰ τὸν Παναγιώτη Μύρου. Γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ πέρναγε καὶ πῶς τὶς ἀντιμετώπισε.
Ὁ ἀδελφός του ὁ Κωνσταντῖνος ζοῦσε τὶς τελευταῖες ἡμέρες. Τὰ τέλη του ἦσαν ὄχι ἁπλῶς χριστιανικά, ἦσαν ὁσιακά. Θυμᾶμαι ὅτι μόνο σὲ βίους ἐλάχιστων Ἅγιων συναντᾶμε τέτοια τέλη. Ἡ δὲ περιγραφὴ τους ἀπὸ τὸν τότε φοιτητὴ ἰατρικῆς Ἰω. Κοντουρᾶ ποὺ δημοσιυθηκε στὴν Σάλπιγγα Ὀρθοδοξίας πολλοὺς ἔκανε νὰ κλάψουν.
Ὁ Κωνσταντῖνος τὶς τελευταῖες του ὧρες εἶχε ἁρπαγή. Ἔβλεπε φῶς ἐκεῖ ποὺ ἦταν, ἐνῶ κάτω ὑπῆρχε σκοτάδι.
Ὅταν ἔμεινε μόνος του μὲ τὸν ἀδελφό του, τοῦ ἐπέβαλε μερικὲς ἐρωτήσεις.
Μὲ ἔκανε ἐντύπωσι ἡ τελευταία.
Μετὰ τὴν Θεολογία τί θὰ κάνης;
Θὰ γίνω Ἱερεύς, ἐὰν θέλη ὁ Θεός. Τί θέλεις ἀπὸ ἐμένα;
Ὅταν θὰ λειτουργῆς, νὰ μὲ μνημονεύης…
Γιὰ ἐμᾶς ἦταν μία περίοδος πολὺ δύσκολη. Γιὰ τὸν τότε Παναγιώτη, καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς του, ἦταν κάτι τὸ ἀναμενόμενο. Μάλιστα εἴχαμε ἀκούσει ὅτι ἡ μητέρα του δὲν ἤθελε νὰ φορέση μαῦρα, διότι πίστευε ὅτι ὁ γυιός της δὲν πέθανε ἀλλὰ ζεῖ. Φόρεσε ὅμως γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίση τὸ χωριό.
Ἀγάπη μὲ πίστι συνδυασμένη ἀπόλυτα!
Τὸ 1971 ἀνταμώσαμε στὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς ἀδελφότητος Σταυρός. Ἐκεῖνος ὡς δευτεροετής, ὁ ὑποφαινόμενος ὡς πρωτοετής.
Τὸ νερὸ εἶχε μπεῖ στὸ αὐλάκι.
Ἡ προηγούμενη χρονιὰ ἦταν γιὰ τὸν ἴδιο μία δύσκολη χρονιά. Παρόλα αὐτὰ δὲν δυσκολεύτηκε νὰ εἶναι μεταξὺ τῶν καλλιτέρων φοιτητῶν.
Ἀπὸ τὸ δεύτερο ἔτος καὶ πέρα ἀνῆκε στὴν πρώτη τριάδα τῶν ἀριστούχων τοῦ ἔτους του.
Στὸ Οἰκοτροφεῖο ἦταν τὸ πρώτυπο τῶν φοιτητῶν.
Ἀργολογία δὲν ὑπῆρχε.
Ὁ στόχος του ἦταν ξεκάθαρος.
Τειώνοντας – μὲ ἄριστα φυσικὰ – χώρισαν οἱ δρόμοι μας.
Ἐκεῖνος γιὰ μετακπαίδευσι στὴν Ἀγγλία καὶ ὁ ὑποφαινόμενος στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Τὸν εἴχαμε φιλοξενήσει ἀρκετὲς φορὲς μὲ τὴν παρέα του. Ὅλοι ἐθουσιασμένοι.
Ἀπὸ τὸ 1990 δεθήκαμε ἀκόμη περισσότερο. Ὁ Γέροντάς μου, ὁ π. Σπυρίδων ὁ Ξένος, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίω.
Εἴχαμε κοινὸ Πνευματικό, τὸν π. Γεώργιο, τὸν ἀείμνηστο Καθηγούμενο τῆς Ι. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου.
Μετὰ τὸν π. Γεώργιο εἴχαμε πάλι τὸν ἴδιο πνευματικὸ σύνδεσμο. Ζώντας ἀκόμη ὁ π. Γεώργιός μου εἶπε∙ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα στὸν π. Πανάρετο.
Ἔτσι καὶ ὁ π. Αὐγουστίνος. Συνεχίσαμε μὲ τοὺς ἴδιους Πνευματικοὺς τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
Οἱ ἐπαφὲς μας ἦταν ἄλλοτε στὸ Ἅγιον Ὄρος ἄλλοτε τηλεφωνικῶς καὶ ἄλλοτε, λίγες φορές, στὸ Παλαιογρατσανο.
Ὁ Πνευματικός του κύκλος μετὰ τὴν χειροτονία του εἶχε ἁπλωθῆ σὲ ὅλη τὴν Δυτικὴ Μακεδονία.
Στὰ κατηχητικά του μετέδιδε τὴν ζωντάνια καὶ ὄχι τὴν κακοιμοιριὰ ἤ τὸν ἥσυχο χριστιανό. Ὅπου ἔπρεπε θὰ ὕψωνε τὴν φωνή του καὶ θὰ διετύπωνε τὴν διαφωνία του. Στοὺς μεγάλους μὲ ταπείνωσι καὶ μὲ ἀγάπη. Στὰ χωριά ποὺ πήγαινε γιὰ ἐξομολόγησι μὲ ταπείνωσι καὶ διάκρισι. Πράγμα ποὺ τὸν χαρακτήριζε ἰδιαίτερα.
Στὸν λόγο του σταράτος καὶ ὁ λόγος τοῦ τεκμεριωμένος εἴτε γραπτὸς εἴτε προφορικός. Παράδειγμά του στὸν λόγο ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Στέργιος Σάκκος. Ὅταν τὸν ἄκουγες μερικὲς φορὲς νόμιζες ὅτι ἀκοῦς ἢ βλέππεις τὸν δάσκαλό μας τὸν κ. Σάκκο.
Τὸ Μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Νεκτάριου τελικὰ ἔγινε ἕνας καλὸς πόλος ἕλξεως. Ἄρχισαν οἱ κύκλοι καὶ οἱ ὁμιλίες νὰ γίνωνται πιὸ συστηματικές. Ὁ κόσμος νὰ συρρέη κατὰ ἑκατοντάδες. Οἱ ἐξομολογήσεις νὰ εἶναι συνεχόμενες γιὰ ὧρες. Εἰδικὰ τὶς Μεγάλες γιορτές.
Ἡ ὀργάνωσί του καὶ τὰ σχέδια του γιὰ τὸ μέλλον ὄχι μόνο τοῦ μικροῦ ἐκείνου Μοναστηριοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς περιοχῆς, ἦταν ὑπέροχες.
Σὲ μία ἄκρη τῆς αὐλῆς ἦταν καὶ ἐκεῖνο ποὺ ὁ καθένας μας δὲν θὰ τὸ ἐπιθυμοῦσε γιὰ τὸν π. Αὐγουστίνο, τουλάχιστον, τόσο νωρίς.
Ὁ κενός του Τάφος. Τὰ ἑτοίμασα, μοῦ ἔλεγε, νὰ μὴν κουράζωνται τελευταῖες ὧρες.
Ἦταν ἕτοιμος….
Δὲν χρειαζόταν οὔτε ὁ ἴδιος ἄλλη ἑτοιμασία.
Ἐὰν μὲ ρωτοῦσε κανεὶς θέλοντας νὰ ἀκολούθηση τὸν δρόμο τῆς θεολογίας ἢ τῆς ἱεραποστολῆς ἢ κάτι ποὺ νὰ ἔχη σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὴν προσφορὰ στὸν συνάνθρωπο, ἐάν, λέω μοῦ ζητοῦσε ποιὸν νὰ ἔχη ὡς πρότυπο, ἀνεπιφύλακτα θὰ ὡμολογοῦσα:
Τὸν π. Αὐγουστίνο.
Ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του ἦταν μία μέρα ποὺ φτώχαινε ἡ ἐκκλησία τῆς περιοχῆς.
Ὅταν φεύγη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωὴ ἕνας ἐνάρετος, δὲν θὰ ἔλεγα ‘Θεὸς σχωρέσ’ τον’, ἀλλὰ τί;
‘Τὴν εὐχή του νἄχουμε’.
Αὐτὸ λέω καὶ γιὰ τὸν π. Αὐγουστίνο.
Τὴν εὐχὴ του νἄχουμε καὶ νὰ μᾶς μνημονεύη στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο «ἀΰλως τῷ ἀΰλῳ λειτουργῶν».
Βενέδικτος Ἱερομόναχος.
Νέα Σκήτη Ἁγ. Ὄρους 4 Ἀπριλίου 2021
Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.