Ἴλιγαν στοὺ χουργιὸ αὐτὴν τ’λέξ’. Κι ἴλιγα μὶ τοὺ μκρόμ’ τοὺ μνυαλό, ἀ ρὰ τί θέλ’ νὰ πῆ αὐτόσια ἡ λόγους; Κι μνιὰ μέρα, ἰκεῖ ἁπ’ σιαρφάρζα κι γώ, (εἶδις, κι γὼ μπῆκα σιαὐτὴν τ’γλίστρα), ἄμπλαξα μνιὰ εἰκόνα. Κάτ’ σκλιὰ κυνηγοῦσαν δγυὸ γουμάργια.
Τὰ πῆγαν σὰν παρακεῖθι κι γυρνάει τοὺ ἕνα τοὺ γουμάρ’ τςπίσους κι βάζ’ τὰ σκλιὰ στοὺν πχιαλτό. Σὰν παρακάτ’ τοὺ γουμάρ’ ἁρπάζ’ τοὺ ἕνα τοὺ σκλὶ ἀπ’ τοὺ φτί. Τὄκουψι, τοὺ λιάντσι, τοὺ τσιτσιάλτσι; Δὲν τοὺ κατάλαβα καλά. Ἀλλὰ τοὺ πῆγι ἔτσιας δαγκουτὸ κι σβαρνίζουντα κάμπουσα μέτρα. Τοὺ ἔρμου τοὺ σκλὶ ἦταν νὰ τ’ἀλποῦσαν. Ἦταν κι ντὶπ κουμικό, ἁπ’ἴλιγαν κι παλιά στὰ σινιμάδγια. Τοὺ ἴδγιου πάλι γίνκι κι μὶ ὕινα. Τν ἅρπαξι ἀπ’ τοὺ λιμότς τοὺ γουμάρ κι δὲν ἴλιγι νὰ τνἀφήσ’. Ἰμπρέτσι νὰ βγῆ ἀπ’ τςδουντάριστ’.
Τὰ γουμάργια, ἅμα μάλλουναν, ἰτότις χτυπιοῦνταν ἀ κι δαγκώνουνταν, ὅπχοιου προυλάβισκνι. Ἰδίους ἅμα κάνα ἦταν κι ἰρισιάρκου, δάγκουνι ὅ,τ’ προυλάβισκνι. Ἰμεῖς τὰ παιδγιά, ἐκεῖ ἁπ’βουσκούσαμι τ’ἀρνιά, κι εἶχι διμένα γουμάργια γιὰ νὰ βουσκοῦν, τὰ ζούρζαμι. Τἄλιγάμι, ζάρτ ζάρτ ζάρτ, κι αὐτὰ ζουρτχιάζουνταν, ἰριθίζουνταν ἁπ’ λέν’, ἀγγάρζαν κι μάλουναν. Τρανὸ γουμάρ’ κυπρέϊκου εἶχι ἡ Γκισιλούλτς. Εἶχαν κι παροιμία οἱ παπποῦδις κιἴλιγαν, «Οὔου, γουμάρ’ Καζακλαργιώτκου». Τοὺ Καζακλάρ’ ἦταν αὐτοῦϊας σιακάτ’ κά’ τ’Λάρσα στοὺν Ἀμπιλῶνα. Εἶχι καλὴ ράτσα γουμάργια. Ἴφιραν κι ἀπ’ ‘νΚύπρου γουμαρουμούλαρα κι ἦταν ξακουστά.
Μὶ λιέει ἡ θχειάκουμ’ ἡ Πανάϊου, πῆγα μνιὰ φουρὰ νὰ πάρου τοὺ γουμάρ’ τοὺ θκόμας ἀπ’ τοὺ Ριζό. Τοὔχαμι διμένου ἰκεῖ κι βουσκοῦσι. Τοὺ πῆρα κι πααίνου στοὺ Καλάμ’ νὰ τοὺ πουτίσου. Ἰκεῖ σνκατηφόρα, κι ἦταν λίγου ἀπότουμ’ βλέπς, αὐτὸ τοὺ βλουημένου θέλουντα νὰ παίξ’ μὶ ἅρπαξι ἀπ’ τοὺ πλιβρό. Ἰφτυχῶς δὲν μ’ἔφκιασι ζημνιά. Ἀλλὰ πῆγα κι τοὺ πότσα. Ἒμ τί, νὰ τοὺ συνιρίζουμαν; Πλᾶσμα εἶνι. Κάναν κιρὸ εἴχαμι πουλλὰ γουμάργια στοὺ χουργιό. Ἄμ’ τώρα πᾶν’ ὅλα… Ναὶ γουμάργια, ναὶ μπλάργια, ναὶ ἄλουγα, ναὶ βόδγια, ναὶ γιλαδάρς, ναὶ τζιουμπάνους, ναὶ φούρνους καπνίζ’. Ναὶ ψουμὶ μουσκουμυρίζ’. Ναὶ ἀγκαρίσματα, ναὶ χλιμιντρίσματα. Ντὶπ τίπουτας…
Μὶ λιέει κι ἡ ἀξαδέρφημ’ ἡ Βαγγιλή, ὅτ’ εἶχι δαγκουγόμαρου ἡ μπάμπου ἡ Τζιουνουβασιλουγιώργηνα. Μνιὰ φουρὰ τνεἶχι ἁρπάξ’ κιαὐτήν. Ἡ μπάμπου ἡ Στέργινα δὲν μᾶς ἄφνι νὰ πᾶμι κατ’ἰκεῖ ἀποὺ πίσου γιατὶ φουβοῦνταν γιατιαὐτὸ τοὺ γουμάρ’ μὴ μᾶς ἔφκιανι κάνα ζαράλ’.
Ἅμα πάλι κάνα μκρὸ πιδὶ εἶχι τέτχοια ὄριξ’ ν’ἀμπδάη κι νὰ γραπατσώνιτι τοὔλιγαν, «Ὄϊ ἰτούτου εἶνι ντὶπ οὐρσιούζκου σὰ δαγκουγόμαρου».
Ἀλλιῶς τὰ ἔρμα τὰ γουμάργια ἦταν βουλικὰ σὶ ὅλις τςδλιὲς τ’σπιτχιοῦ μας. Ἔναργα ἔναργα κι οἱ δλιὲς γένουνταν. Ἀλλὰ ἅμα ἔπιφτις ἀποὺ γουμάρ’ ἔσπαζις χέρ’ πουδάρ’ κι ὅ,τ’ κατάφιρνις. Κι ἅμα τοὺ γουμάρ’ κάπ’ σκόνταφτι, ὅταν τοὺ ξαναπιρνοῦσις ἀποὺ κεῖ ἔφκιανι παράκαμψ’ ἁπ’ λέν’ κι στςδρόμ’. Δὲν ξαναπατοῦσι στοὺ ἴδγιου σημείου.
Ἄει νὰ μᾶς σχουρνοῦν κι τὰ καημένα τὰ γουμάργια…
ἀρνιμα. 5.12.2024 τ’ἁηΣάββα
Σημ.: Για τη λέξη "δαγκουγόμαρου" εξέφρασε την άποψή του ο Χρίστος Δάλκος, φιλόλογος, συγγραφέας, διδάκτωρ Πάντειου Πανεπιστημίου, ασχοληθείς με θέματα Γλώσσας...
Ἄλλο ἕνα "ἅπαξ λεγόμενον" ἀπ' τὸ Μικρόβαλτο. Τὸ Λεξικὸ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν ἔχει δαγκόπιασμα, δαγκορρούφημα, δαγκορρούφι κ.λπ., ἀλλὰ δαγκογόμαρο, πόσῳ μᾶλλον δαγκουγόμαρου, δὲν ἔχει. Νά 'σαι καλὰ πάτερ Νικηφόρε ποὺ φέρνεις στὴν ἐπιφάνεια μοναδικοὺς ὑπόγειους θησαυροὺς ποὺ κινδυνεύει νὰ τοὺς παρασύρῃ στὴν αἰώνια λήθη τὸ ρεῦμα τοῦ μεταμοντέρνου "πολιτισμοῦ". Χρίστος
ΥΓ: Τὸ "Ναὶ γουμάργια, ναὶ μπλάργια, ναὶ ἄλουγα, ναὶ βόδγια, ναὶ γιλαδάρς, ναὶ τζιουμπάνους, ναὶ φούρνους καπνίζ’. Ναὶ ψουμὶ μουσκουμυρίζ’. Ναὶ ἀγκαρίσματα, ναὶ χλιμιντρίσματα" νομίζω πὼς πρέπει νὰ γραφτῇ "Νὲ γουμάργια, νὲ μπλάργια, νὲ ἄλουγα, νὲ βόδγια, νὲ γιλαδάρς, νὲ τζιουμπάνους, νὲ φούρνους καπνίζ’. Νὲ ψουμὶ μουσκουμυρίζ’. Νὲ ἀγκαρίσματα, νὲ χλιμιντρίσματα". Ὁ Ἄνθιμος Παπαδόπουλος, στὸ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Ποντικῆς Διαλέκτου, σ.λ. "νὲ σύνδ. διαζευκτ." παρατηρεῖ: "Ἀπὸ τὸ Περσ. ne=οὔτε. Συνδέει ἀρνητικῶς κατὰ παράταξιν δύο ἢ περισσοτέρας λέξεις ἢ ἐκφράσεις λεγόμενον πρὸ ἑκάστης ἴσον πρὸς τὸ οὔτε: Νὲ ἐσὺ νὲ ἐγὼ νὲ ἐκεῖνος".