Το δικό μας «ξεπροβόδισμα» στην πρεσβυτέρα Αφροδίτη (†1928-2021) π’’Χρίστου Μανάδη, με το τρυφερό και έντονα συγκινησιακό «ΕΓΗΡΑΣΕΣ ΜΑΝΝΑ…», μνημείο γραφής από το γιό της αρχιμ. π. Νικηφόρο πριν 18 χρόνια (Νοέμβριος 2003), με μια ιδιαίτερη αφιέρωση…
Ἐν Κοσόβῳ 21 Νοεμβρίου καὶ Χριστούγεννα 2003
Ἀκουμπώντας σὲ ἕνα ἀγκωνάρι τοῦ ἐρειπωμένου Ναοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων τοῦ Πρίζρεν, ποὺ ἔχτισε τὸ 1352 ὁ Τσάρε Ντουσάν, προσπαθῶ νὰ σοῦ γράψω τοῦτο τὸ γράμμα,
Μάννα. Τώρα ποὺ ἐγήρασες,
Μάννα. Σοῦ εἶχα γράψει κάτι λίγα ὄντας ἤμουν στὴν πρώτη τάξι τοῦ Γυμνασίου. Στὴν Δευτέρα ἴσως λιγότερο. Θυμοῦμαι πὼς μοὔγραψες κι ἐσὺ λίγες ἀράδες γράμμα τὸν χειμώνα τοῦ 1964 καὶ τὦχες ἀνάμεσα σὲ μύγδαλα, καρύδια καὶ κάστανα ἀπ’ τὴν καστανιὰ τῆς μπαμπωΣτέργινας. Πόσος λυγμὸς καὶ ἀναφιλητὸ διαβάζοντας ἐκεῖνο τὸ ἀτελέστατο καὶ μαζὶ ὑπέροχο γράμμα! Ἔγραφες γιὰ τὶς γίδες καὶ τὶς προβατίνες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ μικροῦ μας στὸ σχολειό του. Κι ὕστερα...
Ἐπέρασαν δεκαετίες, κοντὰ τέσσερις, ἀφόντας μᾶς ξεπροβόδισες γιὰ τὴν τρανὴ τὴν πόλι. Ἐδάκρυζες στὸν χωρισμό. Κι ἐγὼ ἀποροῦσα, μὲ τὸ 12χρονο μυαλό μου, γιατὶ δάκρυζες καθὼς ξεπροβοδοῦσες τὸ παιδί σου. Πόσους πόνους κρύβει γιὰ τὴν μάννα ὁ κάθε χωρισμὸς ἀπ’ τὸ παιδί της μὲ πρῶτον ἐκεῖνον τῆς γέννας... Κι ὕστερα ἔγινε πρόγραμμα ὁ πόνος, ἀφοῦ ξεπροβοδοῦσες τὰ παιδιά σου συνεχῶς, γιὰ νὰ μάθουν γράμματα στὴν πόλι τοῦ Νομοῦ, ἀλλὰ καὶ στὴν συμπρωτεύουσα.
Γυρίζοντας τὸ ρολόϊ τοῦ χρόνου σαράντα διπλοὺς κύκλους πίσω, μέρα καὶ νύχτα, κατακλύζουν τὸν νοῦ μου εἰκόνες πολλὲς καὶ ὑπέροχες! Δεσπόζεις σὲ ὅλες. Λιτὴ καὶ δωρικοῦ ρυθμοῦ ἀλλὰ καὶ Καρυάτιδα σμιλεμένη μὲ βουνίσια ὀμορφιά μέσα στὰ χωριάτικα ροῦχα σου, ψηλή, λεβέντισσα καὶ στητή. Κἄπως ἔτσι σὲ περιγράφει καὶ ἡ Κοζανίτισσα ἀντιπρύτανης τοῦ Α.Π.Θ. Ὀλυμπία Γκίμπα-Τζιαμπίρη στὸ βιβλίο της «Μιὰ Γυναῖκα θυμᾶται» σελίδα 44, ποὺ σὲ γνώρισε εἰκοσάχρονη στὴν Κοζάνη τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1948. «Στὸν ἐπάνω ὄροφο φιλοξενοῦνταν δυὸ ἀδέρφια... καὶ μιὰ πολὺ ὄμορφη κοπέλλα, ψηλή, ντυμένη μὲ ὡραῖα ντόπια ροῦχα, ἡ Ἀφροδίτη». Ἀλήθεια, μάννα, πότε ἦταν ποὺ σταμάτησες τὸ κάρρο φορτωμένο δεμάτια, γιὰ νὰ μὴν τὸ πάρη ἡ κατηφόρα...
Θὰ ἦταν Πασχαλιὰ τοῦ 1955. Τρίχρονος ὁ ἕνας γιός σου καὶ χρονιάτικος ὁ μικρός μας. Κι ἐσὺ προσπαθοῦσες νὰ συλλαρώσης (αὐτὴ ἡ λέξι μας μήπως παράγεται ἀπὸ τὸ σὺν + ἱλαρώνω) τὸν ζωηρούλη μας πάνω σὲ μιὰ καρέκλα δίπλα στὸν φράχτη, γιὰ νὰ τὸν φωτογραφίση ἡ Γιωργούλτς ἡ φουτουγράφους.
Χάθηκε ἐκείνη, ἡ πρώτη ἴσως φωτογραφία μας. Ἀποτυπώθηκε ὅμως ἄσβυστα στὴν ἀποθήκευσι τῆς σκέψεώς μας, ὅπως λέν καὶ τὰ κομπιοῦτερ.
Κι ὕστερα, πόσα σκηνικὰ ἐναλλάσσονται σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς τοῦ ἔτους, στὰ ὁποῖα εἶχες πρῶτο ρόλο, ποὺ λένε γιὰ τὸ θέατρο! Ἐργαλεῖα γιὰ τὶς δουλειές σου ἦταν τὸ προικισμένο μυαλό σου καὶ τὰ θαυματουργὰ χέρια σου. Πόσα ὄμορφα καὶ νόστιμα δὲν ἔφτιαξαν ἐκεῖνα τὰ χέρια στὶς ὀχτὼ κοντὰ δεκαετίες σου!
Ἐσὺ ἔπρεπε νὰ πλέξης γιὰ τοὺς ἕξι ἄνδρες τοῦ σπιτιοῦ σου. Μάλλινα ἢ βαμβακερά, κάλτσες, τσουράπια ἢ σκούνια μὲ σχέδια καὶ γράμματα, μπλοῦζες, ζακέττες περίτεχνες καὶ ζηλευτές, φανέλλες καὶ κατασάρια γιὰ τὸν τρανό μας.
Ὁ ἀργαλειός σου ὕφαινε ἀσταμάτητα στὶς μεγάλες νύχτες τοῦ χειμώνα. Βελέντζες φλοκάτες ἢ στεῖρες, κηλίμια καὶ σεντόνια. Τὰ προικιὰ τῆς ἀνδραδέλφης σου, ποὺ τὴν βρῆκες νήπιο, ὅταν ἦλθες νύφη στὸ σπίτι αὐτό. Τὰ σκουτιά, μὲ τὰ ὁποῖα ντυνόταν ὁ Νένις χειμώνα καλοκαίρι ὡς τὸ τέλος τοῦ βίου του, κι αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἀργαλειό σου περνοῦσαν. Ἀκόμη δὲ καὶ τὰ μαῦρα παπαδικά του περνοῦσαν μοδιστρικὰ ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἔρραβες ἀτέλειωτα γιὰ ὅλους τοῦ σπιτιοῦ σου στὴν Νάουμαν, ποὺ ἔκλεισε κι αὐτὴ τὰ πρῶτα πενηντάχρονα. Μιὰ φορὰ παίζοντας, ἔφερα μιὰ γυροβολιὰ τὸν τροχό της καὶ τρύπησα μὲ τὸ βελόνι της τὸ νύχι καὶ τὸ δάχτυλο τοῦ μικροῦ μας ὡς κάτω, γιατὶ ἔλεγε ὅτι δὲν τὸ τρυπάει. Κι ὕστερα τραγούδια...
ΘΥΜΟΥΜΑΙ πάλι ἐκεῖνον τὸν ἀργαλειό σου γιατὶ σ’ αὐτὸν ὑφάνθηκαν καὶ τὰ πρῶτα γράμματά μου. Ἦταν Νοέμβριος τοῦ 1958. Ἐσὺ ὕφαινες στὸ δωμάτιο μὲ τὴ γκλαβανή κι ἐγὼ δίπλα σου, καθισμένος σ’ ἕνα σκαμνάκι κοντὰ στὸ τζάκι, μάθαινα τὰ πρῶτα κολλυβογράμματα τοῦ βίου μου. Πιθανὸν νὰ χάζευα λίγο καὶ γιαὐτὸ σήκωσες ἕνα καλαμίδι ἀπὸ τὸν ἀργαλειό σου. «Τοὺ βλέπς αὐτόϊα, α ρα φουκαρά μ’. Θὰ ρθοῦν οἱ φλιώτις. Στρώσ’ κι διάβασι, γιατὶ θὰ σὶ πλάσου τ’ ράχ’».
Ἦταν ἡ πρώτη καὶ τελευταία φορά. Δὲν μὲ ἔδειρες μ’ αὐτό, παρὰ μόνο τὸ σήκωσες καὶ μοῦ τὸ ἔδειξες. Τὶ θαυματουργὸ ἦταν τὸ καλαμίδι ἐκεῖνο! Σὰν νὰ εἶχε γραμμένα πάνω του ὅλα τὰ γράμματα.
Μέχρι νὰ τραβήξης ὅμως τὴν πρώτη σαϊτιὰ στὸν ἀργαλειὸ πόση προεργασία γινόταν! Ἔπρεπε νὰ πλυθοῦν τὰ πλοκάρια. Νὰ μαζευτῆ ὁ σοῦκος, ποὺ θὰ χρειαζόταν γιὰ τὴν βαφή τους. Νὰ ξανοιχθοῦν, νὰ γρανθοῦν, νὰ γίνουν τουλοῦπες, νὰ γνεσθοῦν στὴ ρόκα ποὺ σοὔφτιαξα ἀπὸ κρανιὰ (μάννα, γιατὶ ἔχασες ἐκείνη τὴ ρόκα;), νὰ γεμίσουν τὰ ἀδράχτια ἢ νὰ γίνη φυτίλη τὸ μαλλὶ στὴν λανάρα γιὰ νὰ γίνουν τὰ μασούρια στὸ τσικρίκι ποὺ σὲ εἶχε φτιάσει μὲ μεράκι ὁ παπποῦς ὁΖιώγας, ποὺ σἀγαποῦσε ξέχωρα. Ἢ ἔπρεπε ἀπὸ τὰ ἀδράχτια νὰ γίνουν ἁλτσίδια, ὅσα θὰ γινόταν κάνουρα. Ἢ κουβάρια, ὅσα θὰ γινόταν στιμόνι γιατὶ θἄπρεπε νὰ ἰδιασθοῦν, γιὰ νὰ περασθοῦν στὸ χτένι καὶ στὰ μιτάρια. Πόσα ἁλτσίδια κρατήσαμε γιὰ νὰ κουβαριασθοῦν τὰ νήματα ποὺ θὰ ὕφαινες! Κι ὕστερα ἄλλη ἱεροτελεστία ἦταν τὸ βάψιμο μὲ χρώματα. Κόκκινο, πράσινο, καφέ, ἀρζαρίσιο, σιάργκαβο, μαῦρο. Τὰ ἔβαφες στὸ μεγάλο καζάνι τὸ βακούφικο. Χρησιμοποιοῦσες βρόχινο, σοῦκο ἀπὸ τὰ ποκάρια, κρεμυδόφυλλα, καρυόφυλλα, ριζάρι-ἐρυθρόδανον, λουλάκι, φράψο, ἢ μαλλίσιες βαφές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ μεγάλο εἶναι ἡ φιλοξενία στὸ σπίτι σου. Πόσοι ξένοι πέρασαν, ἔφαγαν καὶ κοιμήθηκαν στὸ παλιὸ σπίτι μας; Τὴν ἡμέρα ποὺ ἦταν στὸ χωριὸ τὸ ἀγορανομικὸ δικαστήριο πόσοι ξεπέζευαν γιὰ φιλοξενία. Ταχυδρόμοι ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ φθάσουν στὰ Σέρβια, δικαστικοί, ἀγορανόμοι, ἀστυνομικοί, καλαντζῆδες, ὁ Λέανδρος ποὺ μετέφερε στὴν Κοζάνη καυσόξυλα μὲ ἕνα παλιάμαξο, ἄσημοι καὶ φτωχοί, περαστικοί, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι. Φιλοξένησες Μητροπολίτες, ἱερεῖς, ἱερομονάχους, ἡγουμένους, ἀκόμη δὲ καὶ τὸν ἅγιο Νικάνορα, ὅταν ἔφερναν τὴν κάρα του γιὰ νὰ περάση τὸ χωριό μας. Δευτέρα βράδυ καὶ οἱ παζαριῶτες ποὺ δὲν ἔφταναν στὰ χωριά τους σταματοῦσαν στὸ σπίτι. Τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ Νιζισκὸ ποὺ ἦρθαν μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὰ Σέρβια μέσα στὸ χιόνι παγωμένα καὶ βρεγμένα ὡς τὸ κόκκαλο τὰ ἔντυσες ζεστὰ κι ἔφυγαν τὸ πρωὶ γιὰ τὸ χωριό τους. Γιὰ ὅλους τοὺς ξένους καλομαγείρευες, ἔφτιαχνες πίτες καλὲς καὶ μὲ τὰ ὑπολείμματα τάϊζες καὶ τὰ παιδιά σου. Κάποια φορά, θὰ ἦταν τὸ 1960, ἀφήσαμε νὰ κοιμηθῆ κάτω στὸν φοῦρνο ἕνας πλανόδιος πωλητὴς χαλιῶν ἀπὸ τὴν Κομοτινὴ, ὁ ὁποῖος μᾶλλον ἦταν Τοῦρκος. Ὁ Νένις τὸ πρωὶ μᾶς εἶπε, «ἀπόψι ἦρθι ἡ Χριστὸς στοὺ σπίτι μας κι ἰμεῖς τοὺν ἄφσαμι νὰ κοιμθῆ ὄξου. Δὲν τοὺν ἐβαλάμι ἀποὺ μέσα. Ντρουπή μας...».
Ἕναν χειμῶνα εἶχαν ἀρρωστήσει κάμποσες γιαγιὲς τοῦ χωριοῦ καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ τὰ ἄριστα τουρσιά σου, ποὺ κυριαρχοῦσαν στὸ κατώη μαζὶ μὲ τὰ κρασοβάρελα.
«Μωρ’ Χρήσινα, κουρίτσι μ’, δῶσι μι ψίχα ἁρμιὰ κι λίγου πατλιτζιάν’ γιατὶ μ’ εἶπαν εἶνι καλὸ ἀρρουστκό. Μὶ θαραπαύ’ ‘ν ψυχή μ’ ἔτσια ξυνούτσκου ἀποὺ εἶνι...».
Ἔδινες ἁπλόχερα σὲ ὅλες τους καὶ αὐτὲς σὲ φόρτωναν μὲ περίσσιες εὐχές.
Κι ὕστερα, μάννα, ἦρθαν μαζεμένες χαρές. Καινούργιοι δρόμοι. Γυμνάσια, ἐπιτυχίες, πανεπιστήμια καὶ πτυχία, χειροτονίες καὶ γάμοι μὲ καινούργια πουλιά.
Σὰν ἀντιστάθμισμά τους μᾶς ἀκολούθησαν καὶ πόνοι πολλοί. Μᾶς ἐκύκλωσαν οἱ ζάλες τοῦ βίου σὰν τὸ μελίσσι στὸ κερί. Μᾶς σημάδεψαν κύματα πόνων. Πῆρε τὸ καθένα τὸ μερίδιό του, ὅπως ὅρισε ὁ Μεγαλοδύναμος, ποὺ ξέρει γιατὶ μᾶς παιδεύει.
Μετανάστευσαν ἔτσι τὰ πουλιὰ τῆς πολύβουης κάποτε φωλιᾶς μας στὴν ποθεινὴ πατρίδα. Καὶ τὶ δὲν εἶχε ἐκείνη ἡ φωλιά... Ἦλθαν καὶ τὰ 6,6 ρίχτερ τῆς 13ης Μαΐου 1995 καὶ γκρέμισαν τὴν φωλιὰ ποὺ εἴχατε χτίσει πρὶν πενῆντα χρόνια μὲ κόπους πολλούς. Μᾶς ἔλεγες, ὅτι γιὰ νὰ ἀγοράσετε τὸν ἀσβέστη, ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὸ σπίτι, δουλέψατε μεροκάματο στὰ πολυβολεῖα, ποὺ χτιζόταν τότε στὶς ράχες τοῦ χωριοῦ μὲ ἐντολὴ τῆς Ἀμέρικας, καὶ οἱ στρατιῶτες ρωτοῦσαν, ποιὰ εἶναι ἡ νύφη τοῦ παπᾶ.
ΠΟΣΟ πληρώθηκες, μάννα, γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔκαμνες τόσα χρόνια; Ἤσουν ἡ μόνη στὸ σπίτι ποὺ δὲν εἶχες ἡμερομίσθιο, οὔτε πορτοφόλι, οὔτε ἔνσημα. Σὰν νὰ ἤσουν ἄνεργη. Μποροῦν τάχα νὰ πληρωθοῦν, ὅσα κάμνει ἡ κάθε μάννα στὸ σπίτι της!
Κι ὕστερα ἀπὸ τόσην πορεία ἐγήρασες, μάννα! Τώρα μόνο θυμᾶσαι.
Ἀναπολεῖς καὶ μνημονεύεις. Πρόσωπα καὶ γεγονότα, χαρὲς καὶ λῦπες. Δακρύζεις.
Κι ἦταν ὅλα πολλὰ στὸν βίο σου.
ΜΕΝΟΥΝ ἀκόμη ζωντανὰ τὰ δυὸ πολυδάκρυτα καντήλια σου. Τὸ ἕνα μπροστὰ στὴν Παναγιὰ ποὺ τὴν πλαισιώνουν οἱ ἀγαπημένες φωτογραφίες σου. Ἀπὸ κάτω στὸ τζάκι ἡ στάχτη εἶναι ἡ ἴδια ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὄμορφα χρόνια...Σὰν κι αὐτὴν ποὺ βάζαμε στὸ ρόμπολο καὶ γίνονταν ἐκεῖνο τὸ μερακλίδικο ἄσπρο καὶ τὶ ἄσπρο κρασί! Καὶ τὸ δεύτερο καντήλι σου εἶναι ἀντίκρυ ἀπὸ τὸν Ἁϊ Λιᾶ μας, ποὺ ἀνάβει ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 1990. Τὸν Ἁϊλιᾶ βλέπουμε μὲ τὴν γέννησί μας στὸ χωριὸ καὶ τὸν Ἁϊλιᾶ αἰωνίως. Ἐδῶ εἶναι τὰ ἀγαπημένα μας μνημόρια. Περιμένουν κι ἐμᾶς τοὺς δυό, γιὰ νὰ ξανασυγκροτηθῆ, αἰωνίως πλέον, ἡ οἰκογένειά μας...
Ἐδῶ δακρύζω κι ἐγώ, μαζὶ μὲ τὴν μάννα μου…
…ἀφιερώνεται σὲ ὅλες τὶς παλιές, ἀγράμματες μάννες τοῦ χωριοῦ μας.
Δημοσιεύτηκε:
- Περιοδικό ΣΑΛΠΙΓΞ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, τεύχ. Δεκεμβρίου 2003
- Εφημερίδα «Ἐν Μικροβάλτῳ…», Ἀπρίλιος 2004
- Βιβλίο ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟΥ ΠΕΡΙΛΕΙΠΟΜΕΝΑ…, 2013
-Ιστοσελίδα mikrovalto.gr, Απρίλιος 2017