α´. Πάλι ἐγὼ ὁ γέρων ὁδηγοῦμαι πρὸς τὸ στάδιο τοῦ λόγου….
β´. Σὲ μένα ὅμως ἠχοῦν ἀκόμα οἱ φωνὲς τῶν νηπίων. Νομίζω ὅτι τὰ βλέπω νὰ φωνάζουν μὲ ἔκπληξι μὲ τὴν γλῶσσα τους. Νὰ βλέπουν πρὸς τὰ γυαλισμένα ξίφη. Μὲ δέος νὰ γέρνουν πρὸς τὶς ἀγκάλες τῶν μητέρων τους καὶ νὰ κρύβονται τάχα μὲ ἀσφάλεια στὶς ἀγκαλιές των.
Νομίζω πὼς βλέπω ἀκόμη καὶ αὐτὲς τὶς μητέρες τους ἡ μία νὰ τρέχη κατὰ ἀλλοῦ μέσα στὴν πόλι μαζὶ μὲ τὰ ἐλεεινὰ ἐκεῖνα καὶ συγχρόνως ὁλόγλυκα φορτία ζητώντας τόπο γιὰ καταφύγιο. Ἡ ἄλλη χωρὶς τὴν εὐσχήμονα καλύπτρα στὴν κεφαλή της στὴν ἀκμὴ τῶν δεινῶν. Ἡ ἄλλη καθὼς ἔτρεχε ἀλλόκοτα στοὺς δρόμους νὰ ρίχνη καὶ νὰ χάνη τὸ κεφαλομάντηλό της. Ἄλλη νὰ ἔχη λυμένα τὰ μαλλιά της πάνω στὸ βρέφος ἐλπίζοντας ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν σκέπη θὰ τὸ γλύτωνε ἀπὸ τοὺς κινδύνους. Ἄλλην νὰ τὴν συλλαμβάνουν βίαια οἱ διῶκτες, ὕστερα νὰ φεύγη ἀπὸ τὸν δρόμο χτυπημένη καὶ δακρυσμένη ἀπὸ τὸν τρόμο βλέποντας τὴν λάμψι τῆς μαχαίρας. Μὲ τὸ βλέμμα της στραμμένο ἀφ' ἑνὸς μὲν στὴν ὁρμὴ τοῦ ξίφους καὶ ἀφ' ἑτέρου στὸ παιδὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χτυπηθῆ βάζοντας μὲ ταχύτητα τὸν ἑαυτό της μπροστὰ στὴν μάχαιρα. Ἄλλην πάλι νὰ μὴν μπορῆ οὔτε κἂν νὰ κινηθῆ, ἢ νὰ ἀναπνεύση ἐλάχιστα, διότι δέθηκαν τὰ πόδια της ἀπὸ τὸν φόβο καὶ ἔχασε τὴν φωνή της ἀναμένοντας τὸν διώκτη μὲ σιγανὸ θρῆνο. Κάποτε δὲ ἔχοντας τὰ χέρια της ἐντελῶς ἄτονα ἢ τρέμοντα πολύ, βαστάζοντας τὸ βρέφος της καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῆ γλίστρισε αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀγκάλη της καὶ μὲ τὴν πτῶσι ἔφθασε στὸν θάνατο πρὶν νὰ τὸ βρῆ τὸ ξίφος. Νομίζω πὼς ἀκούω καὶ αὐτοὺς ποὺ συμβούλεψαν καὶ μελέτησαν τὸν θερισμὸ τῶν ἄγουρων σταχυῶν νὰ ἐνεργοῦν σεμνά. Ἡ μισάνθρωπη ὅμως ἐκείνη ἀπόφασι κυριάρχησε μὲ σκληρὸ διάταγμα. Πρόσταξε τοὺς ὁπλισμένους στρατιῶτες νὰ εἶναι στυγνοί. Αὐτοὶ ὁπλίστηκαν μὲ πολὺ σίδηρο καὶ μοιράστηκαν σὲ λόχους καὶ διόριζαν στρατηγοὺς ποὺ ἦσαν δεινοὶ νὰ ξέρουν τὶ νὰ κάνουν στὴν περίστασι, ἀλλὰ καὶ στὴν χρῆσι τοῦ δόρατος.
Ὁ Ἡρώδης μᾶλλον πρέπει νὰ τοὺς μίλησε κάπως ἔτσι καὶ μάλιστα χωρὶς ντροπή. «Ὦ στρατιῶτες. Μέχρι σήμερα πολεμήσατε πολλοὺς καὶ νικήσατε. Τὶς κλονισμένες προϋποθέσεις τῆς ἐξουσίας μου τὶς περιβάλατε μὲ στέρεο τεῖχος. Σήμερα ὅμως χρειάζεται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ νὰ δείξετε προθυμία καὶ νὰ σπεύσετε πρὸς τὴν νίκη. Ὁ ἀγώνας εἶναι πολὺς καὶ ὁ κίνδυνος μέγας. Τὸ κακὸ βλάστησε γύρω μου. Στὰ κρυφὰ ὑποσκάπτεται ἡ ἐξουσία τῆς βασιλείας μου. Ὁ πόλεμος ἀκόμη δὲν εἶναι φανερός. Ἕνα ἄγνωστο παιδὶ ἀρχίζει νὰ φθείρη τὰ σκῆπτρα μου.
Γνωρίζετε τὴν Βηθλεέμ; Πληροφορήθηκα ὅτι σαὐτὴν γεννήθηκε ἕνα παιδί, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ψῆφο νὰ γίνη βασιλιᾶς. Ἀκόμη δὲν συμπλήρωσε δύο χρόνια ἀφ' ὅτου γεννήθηκε. Βέβαια δὲν μὲ ταράσσει καμμιὰ προετοιμασία του, ἀλλὰ φοβοῦμαι τὶς φωνὲς τῶν προφητῶν. Διότι οἱ μάγοι (θυμᾶστε ποὺ μᾶς ἐπισκέφτηκαν πρὶν ἀπὸ λίγον καιρό), ἔμαθαν ἀπὸ κάποιο ἀστέρι ποὺ τοὺς φανερώθηκε, γιὰ τὴν γέννησι τοῦ παιδιοῦ, μοῦ τὸ ἀνακοίνωσαν καὶ ἀνεζήτησαν τὴν Βηθλεὲμ. Ἤθελαν νὰ ἰδοῦν τὸ παιδὶ καὶ νὰ τοῦ προσφέρουν τὴν πρέπουσα τιμὴ σὲ βασιλιᾶ. Ἐγὼ πάλι ἤθελα νὰ πληροφορηθῶ ἀπὸ αὐτούς, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ γεννηθεὶς βασιλιᾶς, ὥστε νὰ μοῦ εἶναι εὔκολη καὶ χωρὶς κόπους ἡ κατάλυσι τῆς μελλοντικῆς τυραννίδος του. Ὅμως ἐκεῖνοι δὲν κράτησαν τὸν λόγο ποὺ μοῦ ἔδωσαν καὶ δὲν γνωρίζω γιὰ ποιὰ αἰτία μοῦ εἶπαν ψέματα κι ἔφυγαν γιὰ τὴν χώρα τους. Ταράχτηκα λοιπὸν καὶ φοβοῦμαι. Νομίζω ὅτι εἶναι παρὼν ὁ κίνδυνος. Μόνο σὲ σᾶς στηρίζω τὴν ἐλπίδα μου. Διῶξτε τὸν φόβο μου. Πηγαίνετε στὴν Βηθλεὲμ μὲ τὰ ὅπλα σας. Στήσετε σὲ ὅλην τὴν περιοχὴ πυκνὸ δίκτυο ἐκκαθαρίσεων. Μὴ φονεύσετε γέροντες ἄνδρες. Ἀκόμη καὶ τοὺς ἐφήβους μὴν τοὺς πειράξετε. Νὰ εἶσθε ὁπλισμένοι μόνο γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά. Ὅλην τὴν μικρὴ ἡλικία νὰ τὴν θερίσετε χωρὶς ἔλεος. Νὰ μὴν λυπηθῆτε τὸ δάκρυ καμμιᾶς μάννας. Νὰ ἀναζητήσετε τὸν ἐχθρό μου στὴ ἀγκαλιὰ τῆς κάθε μιᾶς. Νὰ σφάξετε ἀκόμη καὶ αὐτὰ ποὺ καταφεύγουν στὸν μαστὸ τῆς μητέρας τους. Ἂς ἀναμιχθῆ τὸ αἷμα τῆς σφαγῆς τους μὲ τὸ γάλα τῆς μητέρας τους. Κι ἂν ἀκόμη ἀποχωρήσετε τὶς μητέρες καὶ σφάξετε τὰ βρέφη ἢ μὲ τὴ μαχαιριὰ διαπεράσετε τὰ ἁπαλὰ σώματά τους καὶ σφάξετε τὶς μάννες κανεὶς δὲν θὰ σᾶς κατηγορήση γιὰ τοὺς φόνους αὐτούς. Μόνο νὰ σπεύσετε. Τρέξτε στὴν πόλι σὰν λέοντες. Μὴ κορεσθῆτε ἀπὸ τὸν φόνο, ὅσο φαίνεται ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει τὸ παιδί. Μὲ τίποτα νὰ μὴν ἐπιτρέψετε νὰ ζήση. Στὸ τέλος νὰ φανῆ σφαγμένος μαζὶ μὲ ὅλους. Κι αὐτὸς μὲν δὲν θὰ ἀπολαύση καλὰ καὶ σίγουρα τὴν τιμὴ τῶν μάγων, ἀλλὰ σὲ μένα θὰ δωρήσετε χαρούμενη ζωὴ καὶ ξένοιαστη ἀπὸ φροντίδες».
γ´. Οἱ στρατιῶτες μόλις ἄκουσαν αὐτὰ ξερρίζωσαν ἀπὸ τὶς ψυχές τους τὴν συμπάθεια καὶ ἀποφάσισαν νὰ ξεπεράσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὴν ἀγριότητα.
Τότε πῆραν τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πόλι ἔχοντας στὸ δεξὶ χέρι τὸ ξίφος κι ἔπεσαν στὶς ἀγέλες τῆς Βηθλεὲμ κατασπαράσσοντας τὰ τρυφερὰ ἀρνάκια. Ἀπὸ παντοῦ ἀνέβλυζαν αἵματα μολύνοντας τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Τίποτε δὲν φαινόταν ἀρκετὸ νὰ σώση τοὺς ἀπολλυμένους. Οὔτε τὸ σπίτι μποροῦσε νὰ κρύψη αὐτὴν ποὺ μπῆκε κρυφά. Οὔτε τὸ ἱερὸ νὰ φοβίση κάπως τοὺς φονιάδες, οὔτε ἀκόμη καὶ τὸ κρύψιμο σὲ σπήλαιο. Παντοῦ ἀναζητοῦνταν τὰ παιδιὰ σὰν νὰ ἦταν ἐχθροί. Κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ξέφευγε ἀπὸ τὴν μάχαιρα. Στὸ αἷμα τοῦ καθενὸς ἀναζητοῦνταν σὰν νὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὅσες μητέρες ὅμως ἦσαν τολμηρὲς καὶ θαρραλέες ἀντέκρουαν μὲ τὰ χέρια τους τὴν κόψι τῶν ξιφῶν καὶ πληγώνονταν αὐτὲς χάριν τῶν παιδιῶν τους. Δὲν ὠφελοῦσαν ὅμως σὲ τίποτε περισσότερο. Ἁπλῶς καθυστεροῦσαν λίγο τὸ φονικό. Ἄλλες πάλι ἔπεφταν ἐπάνω βίαια, ἅρπαζαν τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔσφιγγαν ἀπὸ κάποιο μέλος. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὸ γεγονὸς φαίνονταν κομματιασμένες μαζὶ μὲ τὸ παιδί. Ἡ μὲν εἶχε κομμένο χέρι, ἄλλη μέρος τοῦ ποδιοῦ καὶ ἄλλη ἄλλο μέρος ἐπειδὴ εἶχε τὸ παιδὶ κι ἔτρεχε μὲ αὐτό. Πολλὲς τρέχοντας στὸν δρόμο ἔπεφταν ἐπάνω στὰ τρυφερὰ παιδιά τους, ὥστε νὰ μὴν ἀπαιτῆται πλέον ξίφος γιὰ νὰ τὰ σφάξη.
Κάποια προσφέροντας τὸ παιδί της, ἀφοῦ εἶπε πολλὰ ἐξορκιστικὰ γιαὐτό, κλαίγοντας ἔλεγε τὰ ἑξῆς. «Ὦ στρατιώτη, χάρισέ μου τὴν ἄγνοια αὐτῶν ποὺ πράττεις. Πρὶν ἀπὸ τὸ παιδὶ σφάξε ἐμένα καὶ μὴ λυπήσης τὰ μάτια τῆς μάννας μὲ τόσο πικρὸ θέαμα. Κάπου θὰ βρίσκεται καὶ ἡ μάννα σου. Σίγουρα θὰ ἔχης καὶ γυναίκα ποὺ θἄχη κι αὐτὴ ἕνα παιδί. Γνωρίζεις πόσο σπαράσσονται τὰ σπλάγχνα τῶν γονέων ὅταν ὑποφέρουν τὰ παιδιά τους».
Ἀκούγοντας αὐτὰ λύγιζε ἡ ψυχή τοῦ στρατιώτη καὶ ἔτρεχαν δάκρυα στὰ μάγουλά του. Δουλεύοντας ὅμως στὴν λύσσα τοῦ Ἡρώδη κι ἐνῶ ἀκόμη λέγονταν τὰ λόγια ἔσφαζε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας του καὶ τὴν ἱκεσία τὴν διέκοπτε ὁ θρῆνος τοῦ φόνου.
δ´. Ἐνῶ δὲ τολμοῦσαν καὶ ἔπρατταν αὐτά, ὁ θυμός τους ἀκονίζονταν μὲ περισσότερη μανία. Ἔμπαιναν ἀκόμη καὶ μέσα στὰ σπίτια ἐρευνώντας τὰ πάντα μὲ μάτια ποὺ ἐνέπνεαν φόβο. Ἐρευνοῦσαν καὶ τὰ ἀνώγαια. Ὕστερα κοιτοῦσαν κάτω ἀπὸ τὰ κρεββάτια καὶ ἂν εὕρισκαν μὲ τὸν κλαυθμηρισμό του νὰ κρύβεται κάποιο παιδί τὸ ἐκσφενδόνιζαν σὲ ὅποια πέτρα στοὺς δρόμους καὶ χάριζαν τέτοιον ἀνόσιο θάνατο μὲ τὴν ὀργὴ τοῦ βασιλιᾶ.
Ἀκούγονταν ἀνακατεμένη βοὴ καὶ κυριαρχοῦσε ποικίλος ἦχος πένθους. Τὰ μὲν μεγαλείτερα παιδιὰ θρηνοῦσαν γιὰ τὰ ἀδέρφια τους. Οἱ πατέρες ὀλοφυρόταν γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ γέννησαν. Οἱ μητέρες ἔβγαζαν στριγγλιὲς φωνὲς γιὰ τὸν πόνο τους. Οἱ γέροντες ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶχαν ξαναδῆ μέχρι σήμερα τέτοιο γεγονὸς οὔτε ἀκόμη καὶ σὲ ἐπιδρομὲς ἐχθρῶν. Ὅλοι ἔλεγαν κατάρες γιὰ τὸ πικρὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἐκείνης.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔλαβε τέλος ἐκείνη ἡ «γεναιότης» καὶ διελύθη τὸ στράτευμα καὶ τὸ στρατόπεδο, σὰν νὰ πέτυχαν λαμπρὴ νίκη, ἀναζωπυρώθηκε ὁ θρῆνος τῶν μητέρων. Ἀφοῦ ἀφέθηκαν ἐλεύθερες νὰ κλάψουν, ἡ καθεμιὰ κλαίγοντας συμμάζευε ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ τὰ κομματιασμένα βιαίως μέλη συναρμόζοντάς τα περίπου σὲ ἕνα. Ἀναζητοῦσε τὸ ὑπόλοιπο κι ἀφοῦ τὸ εὕρισκε τὸ φιλοῦσε πολλὲς φορές. Τέλος ἔπαιρνε ὅλο τὸ σῶμα στὴν ἀγκαλιά της κράζοντας, «Ἀλλοίμονο, παιδί μου, ἀλλοίμονο. Δὲν σὲ γέννησα μὲ τέτοιες ἐλπίδες. Πῶς βλάστησες σὰν κλωνάρι; Πόσο δὲ αὐξήθηκες στὴν ὀμορφιά; Ἐνῶ μοῦ ἀπέδωσες καρποὺς ἀγαθῆς ἐλπίδος, ξαφνικὰ πέταξες ἀπὸ τὰ χέρια μου. Σήκω λοιπὸν καὶ ἀποτίναξε τὸν ὕπνο, ποὺ σοῦ ἔφερε ὁ φθόνος τοῦ βασιλιᾶ. Μετάδωσέ μου ξανὰ τὴν χαριτωμένη φωνή σου. Ξάπλωσε στὶς ἄθλιες θηλὲς αὐτῆς ποὺ σὲ γέννησε. Προσέλκυσε τὸν μαστὸ ποὺ κάποτε ἀγαποῦσες. Κρεμάσου ἀπὸ τὸν λαιμὸ τῆς μάννας σου. Γιατὶ σιωπᾶς; Γιατὶ ἠρεμεῖς τόσο; Ἀλοίμονο πόσα κακὰ ἔπαθα; Πῶς νὰ ὑφάνω πάλι τὰ μέλη σου, τὰ ὁποῖα κομμάτιασε ἀλύπητα ἡ μάχαιρα; Ποιὰ μήτρα μπορεῖ νὰ γίνη βοηθός μου γιὰ νὰ σὲ δώσω σῶμα; Μὲ ποιὰ χέρια θὰ σὲ σκεπάσω μὲ χῶμα; Πῶς θὰ ἀποχωρισθῶ ἀπὸ τὴν μορφή σου;»
Ἡ πόλι ἦταν γεμάτη μὲ τέτοιους θρήνους, ποὺ ὁ καθένας ἀνερρίπιζε τὰ μοιρολόγια τῶν ἄλλων. Ὅλην τὴν ἡμέρα ἡ ὄψι τῶν ζώντων παιδιῶν ἀνέβαζε τὸν θρῆνο γιὰ τὰ σφαγμένα.
Ὁ βασιλιᾶς ὅμως στεφανώθηκε σὰν νὰ εἶχε κάμη κατορθώματα καὶ νόμιζε ὅτι εἶχε νικήση νίκη τέτοια, ποὺ δὲν εἶχε κάμη προηγουμένως. Ἐνῶ γέμισε τὸν ἑαυτό του μὲ τόσα ἐγκλήματα καὶ κατέκοψε τόσα δενδρύλλια τοῦ βασιλείου του, εἶχε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὰ ἔργα του καὶ νόμιζε ὅτι ἦταν ἀσφαλισμένος. Δὲν γνώριζε ὁ ἠλίθιος, ὅτι αὐτὸ τὸ σοφὸ μηχάνημα τῆς ἀσφάλειας κατεστράφη. Διότι αὐτὸν ποὺ ἀνεζήτησε δὲν κατάφεραν νὰ τὸν συλλάβουν οἱ παγίδες του. Αὐτοὺς δὲ ποὺ δὲν θὰ ἤθελε νὰ κάμη κακὸ ἂν ἦταν ἤρεμος, δηλαδὴ τὰ παιδάκια, τὰ κατέστρεψε ὁ ἴδιος.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων, τὸν ἀνήμερο τεχνίτη αὐτῶν τῶν ἀνοσίων κακῶν τὸν τιμώρησε μὲ σκληρὴ ποινή. Τὶς ψυχὲς δὲ τῶν ἀνεύθυνων παιδιῶν τὶς ἐναπέθεσε στοὺς κόλπους τοῦ πατρὸς Ἀβραάμ. Ὁ ἴδιος μὲ δική του ἀπόφασι ἔρχεται στὴν Αἴγυπτο θέλοντας νὰ ξεβρωμίση τὴν ἀκρόπολι τῆς ἀσεβείας καὶ νὰ φωτίση μὲ τὶς ἀκτίνες του τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων ποὺ ἦταν κρυμμένη στὰ ἄδυτα. Νὰ τὴν κάμη ὁλοφάνερη στοὺς ἀπατημένους ἀπὸ παλιὰ καὶ νὰ φορτώση τὸν διάβολο μὲ βαρύτατο πένθος.
Αὐτὸς νόμισε ὅτι κατέστρεψε λίγα παιδιὰ Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν ἀντελήφθη ὅτι αὐτὰ μὲν τὰ ἔστειλε στὰ ἀσφαλῆ λειβάδια τοῦ παραδείσου καὶ δὲν τὰ ἔβλαψε καθόλου, ἐνῶ ἔβλεπε νὰ γυμνώνεται ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία του. Ἀκόμη ἔχανε καὶ τὸν ἀρχαιότατο κλῆρο τῆς βασιλείας του, τὴν Αἴγυπτο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔβαλε στὰ χείλη του. Εἶδε δηλαδὴ μὲ πολὺ εὐκρίνεια ἀπὸ πολὺ μακριὰ τὴν κάθοδό του στὴν Αἴγυπτο καὶ εἶπε, «Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ» (Ἡσαΐας 19,1). Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.