Ἰτότι τὰ καλαμπούκια μας τἄσπιρνάμι σπυρὶ σπυρί. Δὲν ὕπαρχαν ἀκόμα αὐτὲς οἱ μηχανὲς π’ τὰ σπέρν σὰν στρατιῶτις στ’ γραμμή. Ἦταν ἀμπρουστὰ μὶ τοὺ ζβγάρ’ τὰ βόδγια ὅπχοιους ὄργουνι τν αὐλακιὰ κι πίσουτ’ ἀκλουθοῦσι ἡ γναῖκατ’.
Εἶχι στοὺ μπραγάτσ’ τοὺν σπόρου κι ἔρχνι σὶ κάθι ντρασκλιὰ κι ἕνα μπουμπόλ’ καλαμπούκ’. Καμνιὰ φουρὰ ξέφυγναν κι δγυὸ μπουμπόλια. Μαζὶ μὶ κάθι μπουμπόλ’ καλαμπούκ’ ἔρχνι κι ἀποὺ τρία-τέσσιρα φασούλια, γιὰ νὰ βγάλν’ κι τὰ φασούλια τς χρουνιᾶς. Φύτρουναν κι τὰ φασούλια μαζὶ ἀ κι τλύγουνταν στοὺ καλαμπούκ’ ὡς ἀπάν’. Στς ἀκριανὲς τς αὐλακιὲς ἔρχναν κι κουλουκθόσπουρα. Ἔτσιας ἔβγαζαν κι κουλουκύθις γιὰ τὰ γουρούνια τς πρῶτα ἀ κι γιὰ τς κουλουκθόπτις τς ὕστιρα.
Ἅμα τὰ καλαμπούκια φύτρουναν, χρειάζουνταν σκάψιμου. Πρῶτα νὰ ξιχουρταργιαστοῦν ἀποὺ ἀγριάδις κι κουστριάβις. Κι ὕστιρα νὰ σμαζώξν τοὺ χῶμα γύρου ἀπ’ τοὺ καλαμπούκ’ κι τ’φασουλιὰ ἀπ’ τράνιψαν λίγου κι νὰ τοὺ φκιάσν τούμπα. Γιὰ νὰ ἁπλώσν ρίζα κι νὰ ἀψηλώσν.
Ἰπειδὴς ὅμους ὅταν σκάβουνταν τὰ καλαμπούκια κα’ τοὺν Ἰούνιου εἶχαν ἀρχινίσ’ κι οἱ ζέστις κι ἔκιγι, ὅσις ἦταν λίγου ἀνυπρόκουπις κι δὲν πάηναν τ’χαραὴ σν Ἀργασταριὰ νὰ κουβαλίσν νιρὸ μὶ τὰ φτσέλια κι τὰ γκίμνια τις δὲν ἔπιρναν νιρὸ στὰ κατούνια. Γιαὐτὸ ἅμα πύρουνι ἡ ζέστα κι μπρουζιαλνιοῦνταν, ἔκουβαν κάνα τρυφηρούτσκου φύλλου ἀπ’ τοὺ καλαμπούκ’ κι τοὺ μουτσιαλνοῦσαν, γιὰ νὰ ἔκουβαν ‘μπαπίλα τς. Ἅμα δὲν εἶχαν κι ἴσκιου ἀποὺ κάνα δέντρου, τότις λιβακώνουνταν ντὶπ κι καίουνταν.
Ἴλιγι ἡ μπάμπου ἡ Τσαμουλιόλινα γιὰ μνιά. «Ἂχ ἡ θκήμ’ ἡ τιμπέλου, δὲν πῆγι νὰ πάρ’ νιρὸ ἀπ’ τ’ βρύσ’ κι τώρα σκάβν τὰ καλαμπούκια μουτσιαλνοῦντας καλαμκόφυλλα. Τὶ νὰ τς πῆς, μάνναμ’ καλή».
Ἰὰ ἔτσιας γένουνταν κι μὶ τὰ καλαμπούκια μας, μέχρι νὰ γένουνταν οἱ ρόκις κι νὰ μαζέψουμι πρῶτα τὰ καλαμκόφυλλα, ὕστιρα ‘ν καλαμκιὰ κι τιλιφταία νὰ στρίψν κι νὰ τς μαζέψουμι στὰ σακκιά, νὰ τς ἁπλώσουμι σν αὐλή, νὰ τς ξιφυλλίσουμι ἀπ’ τὰ ρουκόφυλλα κι νὰ στιγνώσν. Κρατούσαμι σν ἄκρια τὰ μαλακὰ τὰ ρουκόφυλλα κι γιόμπζαμι τὰ μαξιλάργια μας. Ἔτσιας γένουνταν λιγότιρου βαριὰ ἀ κι ἁπαλά. Τοὺ τέλους μὶ τοὺ καλαμπούκ’ ἦταν νὰ τοὺ ξυσπιργιάσουμι κι νὰ μαζέψουμι τὰ κουκότσια γιὰ προυσάναμμα.
Ἰουακεὶμ ἀ κι Ἄννας 9.9.2020, τοὔχαμι γράψ’ ἀποὺ τότις
παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
(ἀμ’ σήμιρα 25Γινάρ’ τ’ἁηΓληγόρ’ εἶμι στοὺ Μισουκουμείου κι ‘γώ,
ὅπους ἴλιγαν οἱ μπάμπις μας)
κι ἡ γιός τς ἀρ.νι.μα.