Μεγάλη ἀνηφόρα. Δύσκολο γεγονός! Μᾶς παραγγέλλει νὰ εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα. Γλυκά, πικρά, ξινά, ἁρμυρά, ἀνάμικτα. Ὅσα ἔχει ἡ καθημερινότητα. Γιὰ ὅλα νὰ λέμε εὐχαριστῶ καὶ δόξα σοι ὁ Θεός. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε».
Τὴν ἴδια ἀπάντησι δίνει ὁ μέγας Ἰὼβ στὴν γυναῖκα του, ὅταν τὸν πίεσε φορτικὰ γιὰ τὰ ὅσα βαριὰ τοὺς εἶχαν συμβεῖ. Ἀπαντᾶ ὁ Ἰώβ, «Ἂν δεχθήκαμε τὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου, τὰ κακὰ δὲν θὰ τὰ ὑποφέρουμε; Σὲ ὅλα αὐτά, ποὺ τοῦ συνέβησαν, ὁ Ἰὼβ δὲν ἁμάρτησε σὲ κανένα» (2,10). «Ὁ Κύριος ἔδωκε, ὁ Κύριος τὰ ἀφήρεσε. Ὅπως ἀποφάσισε ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ ἔγινε. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (1,21).
Τελικὰ τὶ λέει γιὰ τὸ ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε ὁ Μέγας Βασίλειος; «Μοῦ διατάχθηκε νὰ εὐχαριστῶ γιὰ ὅλα. Δηλαδὴ νὰ εὐχαριστήσω στρεβλούμενος; Ὅταν μὲ κατατρυποῦν; Ὅταν μὲ τεντώνουν πάνω στὸν βασανιστικὸ τροχό; Ὅταν μοῦ βγάζουν τὰ μάτια; Νὰ εὐχαριστήσω, ὅταν μὲ χτυπᾶ μὲ ἐξευτελιστικὲς πληγὲς κάποιος ποὺ μὲ μισεῖ; Ὅταν παγώνω μέσα στὸν πάγο; Ὅταν μὲ πνίγη ἡ πεῖνα; Ὅταν εἶμαι δεμένος σὲ βασανιστικὸ ξύλο; Ὅταν χάσω ξαφνικὰ τὰ παιδιά μου, ἢ στερηθῶ καὶ τὴν γυναῖκα μου; Ὅταν σὲ ναυάγιο χάσω τὴν περιουσία μου; Ὅταν συναντήσω στὴ θάλασσα πειρατές, ἢ στὴν ξηρὰ ληστές; Ὅταν τραυματισθῶ; Ὅταν συκοφαντοῦμαι; Ὅταν περιπλανῶμαι; Ὅταν φυλακισθῶ;
Ὅλα αὐτὰ κι ἀκόμη περισσότερα πλέκουν κατηγορώντας τὸν Νομοθέτη καὶ καλοφτιάχνοντας τὴν ἀπολογία τῶν ἁμαρτημάτων τους. Θεωροῦν συκοφαντικὰ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνουν αὐτὰ ποὺ προστάχθηκαν.
Τὶ λοιπὸν θὰ ἀπαντήσουμε; Ὅτι ὁ ἀπόστολος ἔβλεπε ἄλλα καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀνεβάση τὶς ψυχές μας ἀπὸ τὰ χαμηλὰ καὶ νὰ πετάξουν στὰ ὑψηλά. Προσπάθησε νὰ τὶς μεταθέση σὲ οὐρανια ζωή. Οἱ ἄλλοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ φθάσουν στὴν μεγάλη σκέψι τοῦ Νομοθέτη. Αὐτοὶ ποὺ κυλιοῦνται στὰ πάθη τοῦ σώματος σὰν σὲ τέλμα, ὅπως τὰ σκουλίκια στὴν λάσπη. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἀπαιτοῦν τὸ ἐφαρμόσιμο τῶν διατάξεων τοῦ ἀποστόλου.
Ὅμως ὁ ἀπόστολος προσκαλῆ «νὰ χαίρεται πάντοτε», ὄχι ὁ ὅποιος τυχών, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἦταν σὰν τὸν ἴδιο. Ὁ ἴδιος δὲν ζοῦσε πιὰ σαρκικά, ἀλλὰ εἶχε μέσα του ζωντανὸ τὸν Χριστό. Ὁ Παῦλος σὰν νὰ μὴ δεχόταν καθόλου ἐνόχλησι ἀπὸ τὴν σάρκα, ἐπειδὴ ἦταν συνδεδεμένος μὲ τὸ ἀκρότατο ἀγαθό…
Γενικὰ ἡ ψυχή, ποὺ προσδέθηκε μόνιμα μὲ τὸν πόθο τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ἀπόκτησε συνήθεια νὰ χαίρεται μὲ πνευματικὲς ὀμορφιές, δὲν μεταβάλλει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐθυμία της ἀπὸ τὶς ποικίλες μεταβολὲς τῶν σωματικῶν παθημάτων. Αὐτὰ δηλαδή, ποὺ εἶναι λυπηρὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, τὰ μεταπλάσσει σὲ προσθήκη εὐφροσύνης.
Ὅπως δηλαδὴ ἦταν ὁ ἀπόστολος. Χαιρόταν μὲ τὶς ἀσθένειές του, μὲ τὶς θλίψεις, μὲ τοὺς διωγμούς, μὲ τὶς στερήσεις καὶ τὶς φτώχειες του ποὺ τὶς θεωροῦσε καυχήματά του. Μὲ πεῖνα, μὲ δίψα, μὲ ψύχος καὶ γυμνότητα, μὲ διωγμοὺς καὶ στενοχώριες. Μὲ αὐτὰ ποὺ ἄλλοι δυσανασχετοῦσαν καὶ ἀρνοῦνταν τὴν ζωή, ὁ ἴδιος μὲ αὐτὰ χαιρόταν. Δυστυχῶς ὅσοι εἶναι ἀπαίδευτοι στὸ φρόνημα τοῦ ἀποστόλου καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι μᾶς προσκαλεῖ στὴν ζωὴ τοῦ Εὐγγελίου, τολμοῦν νὰ τὸν κατηγοροῦν, ὅτι ὁρίζει ἀδύνατα πράγματα» (ΕΠΕ 6,80-84).
ἀρ.νι.μα. 7.1.2021
στὸ προηγούμενο ἔγραψα λάθος τ’ἉηΒασιλιοῦ 2020!