dubia-spuria Migne PG 43 448B
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰωσήφ,
ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Πιλᾶτος νὰ δοθῆ σαὐτὸν τὸ Πανάγιο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ἦλθε στὸν τόπο τοῦ Γολγοθᾶ.
Ἀποκαθήλωσε τὸν ἐν σαρκὶ Θεόν ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ τὸν ἀκούμπησε στὴν γῆ.
Ἀποκαθήλωσε ὄχι μόνο Θεό, κι οὔτε μόνο ἄνθρωπο.
Φαίνεται πεσμένος κάτω, αὐτὸς ποὺ προσείλκυσε ὅλους ἐπάνω.
Γίνεται γιὰ λίγο ἄπνους, ἡ πάντων ζωὴ καὶ πνοή.
Γίνεται ἀόμματος ὁ κτίσας τὰ πολυόμματα.
Κεῖται ὕπτιος, ἡ πάντων ἀνάστασι.
Νεκρώνεται ὡς πρὸς τὴν σάρκα ὁ Θεός, ὁ ἀνιστῶν τοὺς νεκρούς.
Σιωπᾶ γιὰ λίγο ἡ βροντὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου!
Σηκώνεται στὰ χέρια, αὐτὸς ποὺ σηκώνει τὴν γῆ στὴ χούφτα του.
Ἄρα λοιπόν, ἄρα λοιπόν, ζήτησες καὶ ἔλαβες. Ὦ Ἰωσήφ, κατάλαβες ποιὸν ἔλαβες;
Προσελθὼν στὸν Σταυρὸ καὶ καθελὼν Ἰησοῦν, κατάλαβες ποιὸν βάστασες;
Ἂν πράγματι κατάλαβες ποιὸν κρατεῖς, τώρα ἔγινες πλούσιος.
Πῶς ὅμως τελῆς τὴν θεόσωμο καὶ φρικωδεστάτη αὐτὴ κηδεία τοῦ Ἰησοῦ;
Ὁ πόθος σου εἶναι ἐπιανετός!
Ἀλλὰ ἐπαινετώτερος ὁ τρόπος τῆς ψυχῆς σου.
Ἄρα γε δὲν φρίττεις,
βαστάζοντάς στὰ χέρια σου Αὐτὸν ποὺ φρίττουν τὰ Χερουβείμ;
Ἢ μὲ ποιὸν φόβο σίγουρα ἀπογύμνωσες ἐκείνην τὴν θεία σάρκα;
Μὲ ποιὰ εὐλάβεια κατέβασες τὰ μάτια σου;
Δὲν φρίττεις ἀποκαλύπτων καὶ ἀτενίζων τὴν σάρκα τοῦ ὑπεράνω σαρκὸς Θεοῦ;
Ἆρα λοιπόν, πές μου Ἰωσήφ, πρὸς ἀνατολὰς θάπτεις τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν;
Ἆρα μὲ τὰ δάκτυλά σου νεκροπρεπῶς κλείνης τὰ μάτια τοῦ Ἰησοῦ;
Αὐτουνοῦ ποὺ ἄνοιξε μὲ τὸ ἄχραντο δάχτυλό του τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ!
Ἆρα κλείνεις καὶ τὸ στόμα ποὺ ἄνοιξε τὸ στόμα τοῦ μογιλάλου!
Ἆρα συμμαζεύεις καὶ τὰ χέρια αὐτουνοῦ ποὺ διάνοιξε τὰ ξεραμένα χέρια!
Ἀκόμα περιδένεις καὶ τὰ πόδια, αὐτουνοῦ ποὺ ἔδωσε βάδισμα σὲ ἀκίνητα πόδια!
Ἆρα βάζεις σὲ κρεββάτι αὐτὸν ποὺ πρόσταξε τὸν παράλυτο,
«ἆρόν σου τὸν κράββατον καὶ περιπάτει…».
Ἆρα ραίνεις μὲ μῦρα αὐτὸν
ποὺ κένωσε τὰ δικά του οὐράνια μῦρα καὶ ἁγίασε τὸν κόσμο!
Ἆρα τολμᾶς νὰ σκουπίσης καὶ τὴν αἱμορροοῦσα θεόσωμο πλευρά,
τοῦ Θεοῦ ποὺ θεράπευσε τὴν αἱμορροοῦσα!
Ἆρα ξεπλένεις μὲ νερὸ σῶμα Θεοῦ,
αὐτοῦ ποὺ ξέπλυνε ὅλους κι ἔδωσε τὴν κάθαρσι!
Τέλος ποιὲς λαμπάδες ἄναψες στὸ ἀληθινὸ Φῶς, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο;
Ποιοὺς ἐπιταφίους ὕμνους ἔψαλλες
στὸν ὑμνούμενο ἀσιγήτως ὑπὸ πάσης στρατιᾶς οὐρανίου;
Τάχα καὶ δακρυρροεῖς ὡς νεκρό,
Αὐτὸν ποὺ δάκρυσε κι ἀνάστησε τὸν τετραήμερο Λάζαρο;
Τάχα θρηνεῖς αὐτὸν ποὺ ἔδωσε χαρὰ σὲ ὅλους κι ἔλυσε τὴν λύπη τῆς Εὔας;
Παρασκευὴ Μυροφόρων 8.5.2020
μτφρσς ἀρ.νι.μα.