Λιέει ἡ μάνναμ’. «Ὅλουν τοὺν χρόνου ἔβανι κι ἀντγυοῦνταν μὶ σκτίσια κι ἀδίμτα φουρέματα, χουλέβγια, σιγγούν’, πκάμψου κι κάπα γδουμαλίσια. Ἔρχουνταν σνἸκκλησιὰ κι ἅμα ἤθιλνι νὰ ψάλ’ τίπουτας ἴλιγι δυνατὰ τοὺ ΑΜΗΝΝΝΝ κι ἀρχινοῦσι νὰ ψέλν’. Ἅμα μιλούσαμι ἰμεῖς τὰ πιδγιά, ἔσκουζι μὶ φουνή, «σουπᾶτι ρά, μὴ μιλᾶτι».
Εἶχι πιδγιὰ τοὺν Κικημήκα, τοὺν Γιώρ’ τοὺν Βέτα, ‘νΚυρατσοῦ κι τ’Μαστρουγιώργηνα.
Ὅταν ἦρθαν οἱ ἀντάρτις τοὺν εἶπαν, «παπποῦ ἦρθαν τὰ πιδγιά πέρα στΜπνάσια κι νὰ μᾶς δώισ’ καμπόσις γίδις». «Πᾶρτι πιδγιάμ’, γιὰ τοὺν ἀγκῶνα, τςεἶπι ἡ παπποῦς. Πᾶρτι κι τ’ βρίζα κι τοὺ σάϊζμα κι τοὺ γουμάρ’». Ἔτσιας κι τὰ πιδγιὰ στούμπσαν ὅλου τοὺ γιδουκόπαδου κι τοὺ σουρὸ τ’ βρίζα ἀπ’ τ’ἁλών’ κι τοὺ γουμάρ’ μαζί.
Τοὺ ἴδγιου ἔφκιασι κι ἡ Γιώρς ἡ Βέτας, ἅμα γύρσι ἀπ’ σιαπέρα ἀπ’ ‘νΤασκένδ. Ἅμα γέρασι πῆγι κάναν κιρὸ κι ἔγραψι τὰ χουράφχιατ’ σιαπέρα σνΚουζάν’ στοὺ Κόμμμμα. Ἰκεῖ τς εἶπι. «Τώρα πιδγιάμ’ ἰδῶ θὰ κάτσου κι γὼ κι ἡ μπαμπουΒέτινα». Ὅμους ἅμα παραγέρασαν τς πῆρι κια τς δγυὸ ἡ Μητρόπουλ’ Κουζάνης στοὺ Γηρουκουμείου τς. Τοὺ κόμμμμα μπουροῦσι νὰ κοιτάξ’ μόνου τὰ χουράφχια.
Ἡ ἀνέφταγους ἡ Κικημήκας ἅμα ἦρθι ἀπ’ ‘νἈμιρική, ἴφιρι κι πουλλὲς παράδις. Ἀφοῦ ὅταν ἔβγαλαν δημουπρασία τὰ βακούφκα τὰ χουράφχια ἀπ’ τοὺ Ζντιάν’ αὐτὸς ἔδουνι διπλασιότιρ’ τιμὴ ἀπ’ τς ἄλλ’. Ἔτσ’ πῆρι αὐτὸς τὰ χουράφχια. Ἅμα τἄκσαν αὐτόϊας οἱ κλέφτις, π’τότι ἦταν στοὺ λυκουτέλους τς, ξισκώθκαν κι τράβηξαν κα’ τοὺ Μκρόβαλτου μαζὶ μὶ ἕναν Χρηστάκ’ ἀπ’ τοὺ Νιζισκό. Ἰκεῖ πῆγαν κατιφθεῖαν στοὺ σπίτ’ τ’Κικημήκα. Τς βάρσαν ὅλ’, κρίτσκουσαν ὅσα πράματα μπουροῦσαν, πῆραν διμένου τοὺ πιδίτς τοὺν Θύμνιου 18χρουνου, π’τοὖχαν ἀρραβουνιασμένου μὶ ‘νΠανάϊου τ’Μακρυϊάνν’ κι τὄκρυψαν σὶ δγυὸ θημουνιές. Ὕστιρα τς ἔστειλαν χαμπέρ’ γιὰ τοὺ πιδὶ νὰ τς στείλν παράδις γιὰ λύτρα κι θὰ τς τὄδιναν πίσου. Αὐτὸς ὅμους ἀντὶ νὰ πααίν’ μὶ παράδις, πῆγι μὶ τς χουρουφυλάκ’. Μνιὰ κι δγυὸ κι αὐτὰ τὰ βρουμόσκλα παίρν κι κόβν τοὺ πιδὶ σιαπέρα κα’ τ’Μπνάσια!!! Ἀφοῦ στοὺ τέλους ἴλιγι αὐτὸν τοὺν Χρηστάκ’ ἀπ’ τοὺ Νιζισκό, «αὐτοὶ ρὰ μπαρμπαΧρηστάκ’ δὲν μὶ ξέρν, ἰσὺ ὅμους π’ μὶ ξέρς κι εἴμιστι κι λίγου συγγινίδις γιατὶ δὲν μὶ λιφτιρώντς;». Ἅμ’ κι αὐτὸς ἡ τζιριμὲς καρτιροῦσι νὰ πάρ’ κάνα κουμμάτ’ παράδις γιὰ νὰ φκιάσ’ τοὺ σπίτιτ’. Ἀλλὰ τς πῆρι μαζιμένις στ’ φυλακή. Ἅμα βγῆκι τοὺ 1940 μὶ τοὺν πόλιμου, πέρασι μνιὰ φουρὰ ἀπ’ τοὺ χουργιὸ κι πχιάλτσι ἡ μπάμπουΜαρία νὰ τοὺν προυλάβ’ κι νὰ τοὺν ξισκήσ’, ἀλλὰ εἶχι φύγ’. Γιὰ τοὺ πιδὶ τὰ γράφ’ κι ἡ θκόζμας ἡ Δάσκαλους ἡ κυρΛίας στοὺ βιβλίουτ’ σιλίδα 153. Γιὰ νὰ μὴν τοὺν ξιαστουχοῦμι.
Ὕστιρα ‘μΠανάϊου ‘νπάντριψαν μὶ τοὺν Σκαριμπουγκουντῆ, ἀφοῦ τοὺν πῆραν ψυχουπαίδ’, κι ἡ μπάμπου ἡ Μαρία, ἀπ’ ἦταν ἀπ’ τοὺ Μόκρου, τν ἀγαποῦσι πουλύ. Ἡ καημέν’ ἔρχουνταν στ’ μάνναμ’ κι οὕλου ἔκλιγι. Ἴλιγι «ἄχ, μόρ’ Μαρίαμ’, ἡ ξιπατουμένους ἡ θκόζμ’. Μόρα δὲν ἤξιρνα, ὅτ’ εἶχι τς λυκουπαράδις κρυμμένις μέσ’ στοὺ μαλλὶ ποὺ ἔγρινα. Θὰ τς ἔπιρνα κι θὰ πάηνα στς κλέφτις κι θὰ γλύτουνα τοὺν Θύμνιουμ’». Ἔδουνι στὰ μκρὰ τὰ πιδγιὰ οὕλου καραμέλλις. «Ἄει, νὰ φάη ἡ Θύμνιουςμ’, καλόμ’» ἴλιγι.
Ἡ Σκαριμπουγκουντίνινα ἦταν ὄμουρφ’, γλυκιά, ἀγαθὴ γναῖκα κι μένα μἴλιγι πάντουτις «μόϊ ‘διρφὴ Φουρδήτου».
Θιὸς σχουρές στς ὅλ’. Ζμώθκαν μὶ τρανοὶ πόν’ οἱ καημέν’ οἱ ἀνθρῶπ’.
παπαδγιὰἈφρουδίτ’
Ἀ ρὰ μάννα, σὰ νἄχς βίντιου 92 χρουνῶν μέσ’ στοὺ μνυαλόσ’!!!
Ἄει τ’Ἁηγιαννιοῦταχιά,Τιτράδ’28 αὐγούστου2019
ἀρ.νι.μα.