Ἦμαν κι γὼ στοὺ χουργιὸ τοὺ Σαββάτου στς 6 Ἰουλίου κι ‘νἄλλ’ τ’μέρα εἴχαμι τς Ἰκλουγές (ὢχ). Τοὺ Σαββάτου ἔκανάμι τὰ σαράντα τς ἀξαδέρφς μ’ τς Ρίνας τ’μπάρμπαμ’ τ’Πουστόλ 1922-10.9.1963, Θιὸς σχουρέστην.
Ἅμα ἔσουσάμι τ’λειτουργία σνἸκκλησιά, ἔκατσάμι στοὺ ΚΑΠΗ ὅλ’ κι ἔφαγάμι γιὰ σχώργιου. Ἰκεῖ πάλι, ἅμα εἶδα τόσ’ χουργιανοὶ κι τ’ἀξαδέρφχιαμ’, στοὺ τέλους μὶ κουντουζύγουσι ἡ Τζιουτζιουϊάνντς, μπάρμπας τς Ρίνας ἀπ’ τ’μάννατς ἀπ’ ἦταν ἀδιρφήτ’ ἀπ’ τς Τζιουτζιάδις.
Ἡ Τζιουτζιουϊάνντς 1930 εἶνι πιδὶ τ’Τζιουτζιουγκουντῆ 1901 κι τς Τζιουτζιουγκουντίνινας-Κατιρίν’ 1902. Ἡ μάννατ’ φύλαγι ‘νκαστανιά τς, γιὰ νὰ μὴν πάηναν πιδγιὰ κι γκριμοῦσαν τζίνις, κι ἰκεῖ ἔσουσι. Ἡ μπάμπου ἡ Τζιουτζιουγκουντίνινα ἦταν ξιχουρστὸς τύπους, σὰν κι αὐτοὶ ἀπ’ πιριγράφ’ ἡ Παπαδγιαμάντς στὰ διηγήματατ’. Ἰκεῖα, ἀπ’ λέτι στοὺ ΚΑΠΗ, ἡ Τζιουτζιουάνντς μ’εἶπι κάναδγυὸ ἱστουρίις κι τς γράφου, γιὰ νὰ τς δῆτι κι σεῖς, σὰν τὶ τρανὰ πράματ γένουνταν ἰτότι στὰ θκά μας τὰ μέργια.
Κάτ’ στοὺ Ζντιάν’, ὅπ’ βουσκούσαμι, λέει, τὰ σφαχτά, εἶχαν κι οἱ Τσιουκανάδις ἀπ’ τοὺ Μόκρου τὰ θκά τς. Μνιὰ φουρὰ ἡ Τσιόκανους χάρσι ἕνα βιτούλ’ στοὺ βακούφ’. Αὐτὸ ὅμους τοὺ ἔρμου σκιάθκι, παρατόρσι ἀ κι πῆγι στὰ Τζιουνάθκα τὰ κουπάδγια. Τοὺ τσάκουσαν αὐτοὶ κὶ τὄδουναν σὶ μένα, γιὰ νὰ τοὺ κόψου, ἀλλὰ δὲν μὶ πάηνι οὔτι ἡ καρδιά, οὔτι κι τοὺ χέρ’ νὰ τοὺ σφάξου. Κι ἔτσιας τἄφσα.
Ἄλλ’ φουρὰ πάλι δγυὸ γίδις βακούφκις πῆγαν στοὺ Τζιουνάθκου τοὺ κουπάδ’. Μνιὰ κι δγυὸ κι αὐτοὶ οἱ μπριώνδεις τς πχιάν’ κιὰ τς δγυὸ κι τς ἔσφαξαν. Ὅμους τν ἄλλ’ τ’μέρα τς ψόφσαν ἕξ γίδις θκές τς ἀ κι τς ἦρθι ἄτκα, ἡ οὐρανὸς σφουντύλ’, κι ἡ κούκους ἀηδόν’. Ἅμ’ πῶς θάρσις; Κι γαλάτα κι μαλλάτα κι τἀρνιὰ θηλκά; Ἅμα θέλτς νὰ χαλάης τοὺ κουπάδισ’, ἴλιγαν οἱ παπποῦδις, νὰ βάλτς ἕνα ξένου μέσ’ στοὺ θκόσ’.
Μνιὰ ἄλλ’ φουρὰ ἡ Κότσιους 1926 τ’παπἈντών’ 1887 εἶχι τὰ σφαχτά τς ἀπάν’ στοὺ Βίτζμα. Κα’ τ’χαραὴ ἀπ’ σκάρζαν τὰ πρόβατα ἠσθάνθκι νὰ τοὺν πατάει στοὺ στήθους ἕνα ἄφαντου πρᾶμα. Ἀρχίντσι νὰ λέη τοὺ Πάτιρ ἡμῶν… κι ἔτσιας τοὺν ἄφσι. Σμμάζουξι τοὺ κουπάδ’ κι κατέφκι κάτ’ στ’ Γκούβα γιὰ νὰ τοὺ πουτίσ’ στς Τσάγκαρ’. Ἰκεῖ μᾶς βρῆκι κι μουλουγοῦσι τὶ λαχτάρα τράβηξι μέχρι νὰ τοὺν ἀφήσ’ τοὺ σαλτανάτ’. Κι μεῖς τότις βρήκαμι ἰφκιρία κι τοὺν ἐψαλλάμι, «Ἄμ Κότσιου, ἔτσιας γένιτι. Ἅμα δὲν σώντσ’ νὰ βρίζ’ ἀράδα, αὐτάϊας παθαίντς φουκαράμ’, κι μὴ χειρότιρα».
Ἰά, αὐτάϊας γένουνταν τοὺ κιρὸ ἰκείνω στοὺ χουργιό μας. Νἆνι καλὰ ἡ Τζιουτζιουϊάνντς. Σκέφτουμι κι λέου, ἅμα ἦμαν στοὺ χουργιὸ κάμπουσουν κιρό, θἄγραφα κι ἄλλα τέτχοια πουλὺ σπουδαῖα χουργιανκὰ πράματα! Ὀ ρα οὔτι κι τοὺ CNNτς USAς μπουρεῖ νὰ τὰ βρῆ αὐτάϊας.
16.7.2019 ἀρ.νι.μα