Δύο ἄνθρωποι πορεύονταν κάποτε σὲ μιὰ πόλι ποὺ ἀπεῖχε τριάντα στάδια. Ἀφοῦ περπάτησαν κάπου δύο τρία στάδια, συνάντησαν στὸ δρόμο τους μιὰ τοποθεσία στὴν ὁποία ὑπῆρχαν δάση μὲ δένδρα βαθύσκια καὶ νερὰ πολλά. Σαὐτὸν τὸν τόπο ὑπῆρχε πολλὴ εὐχαρίστησι.
Αὐτοὶ οἱ δύο λοιπόν, μόλις εἶδαν αὐτά, ὁ μὲν ἕνας ποὺ βιαζόταν νὰ φθάση στὴν πόλι, ποὺ ἦταν καὶ ὁ σκοπός του, προσπέρασε γρήγορα τὸν τόπο. Ὁ ἄλλος ὅμως ἀφοῦ στράφηκε καὶ περιεργάστηκε τὸ τοπίο κόλλησε κι ἔμεινε πίσω.
Στὴ συνέχεια, θέλοντας νὰ βγῆ ἀπὸ τὴ σκιὰ τῶν δένδρων φοβήθηκε τὸν καύσωνα καὶ καθὼς ἀργοποροῦσε στὸν τόπο καὶ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν εὐχαρίστησι ποὺ ἔδινε ὁ τόπος, τὴν ὥρα ἐκείνη βγῆκε μέσα ἀπὸ τὸ δάσος ἕνα θηρίο, τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔσυρε στὴ φωλιά του. Ὁ πρῶτος βέβαια ποὺ δὲν ἀμέλησε κι οὔτε ἀπασχόλησε τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς ὀμορφιὲς τῶν δένδρων καὶ τοῦ τόπου ἔφθασε ἔγκαιρα στὴν πόλι.
Κάποιος ἀδελφός, ποὺ ἄκουσε τὴν ἱστορία αὐτή, εἶπε, θέλω νὰ μάθω γιὰ τὸ νόημά της, ἐπειδὴ δὲν καταλαβαίνω τὶ θέλει νὰ πῆ. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας χάριτος, ἄκου, τοῦ λέγει. Οἱ δύο ἄνθρωποι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἄρχισαν νὰ βαδίζουν καὶ νὰ ἀγωνίζονται τὸν δρόμο τῆς εὐσέβειας.
Ὁ ἐχθρὸς ὅμως, ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς ἀποσπάση ἀπὸ τὸν σκοπό τους, βάζη μέσα τους ἐπιθυμίες δαιμονικές. Αὐτὲς εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ φιλαρχία, ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἄλλες ὅμοιες μαὐτά.
Ὁ ἕνας βέβαια, ποὺ ἐπιθυμοῦσε πολὺ νὰ καταλάβη τὸ βραβεῖο, γιὰ τὸ ὁποῖο προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, δὲν αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ αὐτά.
Ὁ ἄλλος ὅμως ποὺ δελεάσθηκε ἀπὸ τὶς ὀμορφιὲς τῶν δένδρων καὶ τοῦ τοπίου, εἶναι αὐτὸς ποὺ λόξευσε τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ του ἀπὸ τὰ ἀόρατα ἀγαθὰ στὰ ὁρατὰ ποὺ εἶχε μπροστά του.
Ὁ καύσωνας πάλι εἶναι ὁ κόπος τῆς ἐνάρετης ζωῆς.
Ἡ χρονοτριβὴ τοῦ δεύτερου στὸν τόπο καὶ ἡ ἁρπαγή του ἀπὸ τὸ θηρίο γίνεται ὅταν καθυστερῆ ὁ λογισμός μας στὴν ἐπιθυμία τῶν γηΐνων. Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία αὐτὴ ἐξορμάει σὰν φοβερὸ θηρίο ἡ ἁμαρτία καὶ τὸν ἁρπάζει, ὅπως ἔχει γραφῆ, «ἡ ἐπιθυμία ἐγκυμονώντας γεννᾶ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἡ ἁμαρτία ἀφοῦ ἀποπερατωθῆ γεννᾶ θάνατο» (Ἰακώβου 1,15).
Γιαὐτό, ἀγαπητοί μου, ἂς ἀποφεύγουμε τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες, μήπως γίνουμε πάλι δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Διότι ὁ Σωτήρας μας λέγει, «ἀλήθεια σᾶς λέγω· καθένας ποὺ κάνει τὴν ἁμαρτία γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας» (Ἰωάννου 8,34).
Ἂς διακονήσουμε λοιπὸν τὸν Κύριο μὲ ὄρεξι, διότι αὐτὸς μᾶς ἐλευθέρωσε, καὶ ἂς μὴ δελεασθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ φθείρουν. Οὔτε νὰ ἀπορροφηθοῦμε ἀπὸ τὴν φαντασία τῶν ποικίλων στολιδιῶν, ἀλλὰ νὰ ἐπιδιώξουμε ὅσα δὲν ἔχουν κενοδοξία, τὰ ὁποῖα ἁρμόζουν στοὺς ἁγίους. Δηλαδή, σαὐτοὺς ποὺ νίκησαν μεγάλους πνευματικοὺς ἐχθρούς, δὲν ταιριάζει νὰ νικιοῦνται ἀπὸ ψεύτικα πράγματα.
Γιαὐτὸ λοιπόν, ἡ φροντίδα μας ἂς εἶναι ἄγρυπνη, ὥστε ὁ ἐσωτερικὸς μας ἄνθρωπος νὰ εἶναι ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος ποὺ ἐλέγχει καρδιὲς καὶ νεφρά. Ἂς καταφρονήσουμε ὅσα δὲν μᾶς ὠφελοῦν. Ὁ Κύριος εἶπε, ὅτι «κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύη σὲ δυὸ ἀφεντικά» (Ματθαίου 6,24).
Ἀλήθεια. Ποιὸς μαθητής, ἐνῶ σπουδάζη νὰ μάθη τὴν οἰκοδομική, ἀντὶ νὰ προμηθευθῆ σκεπάρνη, ἀποκτᾶ λόγχη; Ἢ ποιὸς ἐνῶ ἐπιθυμῆ τὴν ταπεινοφροσύνη, προσπαθεῖ νὰ ἀποκτήση τὴν κενοδοξία; Τέλος ποιὸς ἀφοῦ ἐπιθυμῆ τὰ οὐράνια ἀγαθά, δὲν περιφρονεῖ τὰ γήϊνα;
Εἴθε λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ δώση σὲ μᾶς νὰ φρονοῦμε καὶ νὰ πράττουμε ὅσα εἶναι ἀρεστὰ σαὐτόν. Διότι σαὐτὸν πρέπει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
ὁσίου Ἐφραὶμ Σύρου
εἰς τὸ Πρόσεχε σεαυτῷ κεφ. 2ο
μετφρσς ἀρ.νι.μα.