Νικημένος ὁλοκληρωτικὰ ὁ πονηρὸς διάβολος κάθισε καὶ ὀδυρόταν. Κλαίγοντας δὲ ἔλεγε τὰ ἑξῆς. Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο! Τὶ ἔπαθα ὁ ἄθλιος; Πῶς τὄβαλα στὰ πόδια ἀφοῦ κατανικήθηκα; Γιὰ τὴν ντροπὴ αὐτὴ εὐθύνομαι ἐγὼ ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ ἔκαμα μακροχρόνιο πόλεμο ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ἀφοῦ ὅμως νικήθηκα στὴν πρώτη καὶ στὴ δεύτερη ἐπίθεσι, ἔπρεπε νὰ καταλάβω ὅτι συμπολεμοῦσε μαζί τους ὁ Χριστός. Τώρα δὲ ποὺ διαπληκτίσθηκα μὲ τοὺς ἁγίους ἀντιλήφθηκα, ὅτι μὲ τὴ δική μου ἀτίμωσι αὔξησα τὸ δικό τους μισθό. Καὶ ἀφοῦ νικήθηκα ἔφυγα καταντροπιασμένος.
Ἔφαγα τὸ κεφάλι μου μὲ τὰ τραύματα ποὺ ἔπαθα. Ἐγὼ ἔστησα τὶς παγίδες, γιὰ νὰ τοὺς παγιδεύσω, ἀλλὰ αὐτοὶ ἅρπαξαν τὶς παγίδες καὶ μαὐτὲς τσάκισαν τὸ κεφάλι μου. Τὰ αἰχμηρότατα βέλη πάλι τὰ ὁποῖα ἔρριχνα σαὐτούς, τὰ πῆραν στὰ χέρια τους καὶ μαὐτὰ μὲ καταπλήγωσαν. Ἐγὼ τοὺς πολεμοῦσα μὲ διάφορα πάθη καὶ αὐτοὶ μὲ νικοῦσαν μὲ τὴ δύναμι τοῦ σταυροῦ. Δίκαια λοιπὸν ἔπαθα ὅλα αὐτά. Ἀφοῦ εἶμαι ἐντελῶς ἄμυαλος. Χωρὶς νὰ τὸ θέλω ἀνέδειξα τέλειους τοὺς ἀγωνιζόμενους.
Ἔπρεπε νὰ συνετισθῶ μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθα μὲ τὴ σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ εἶδα ὅτι καθαιρέθηκε ὅλη ἡ δύναμί μου ἀπὸ Αὐτόν. Σὲ κεῖνο τὸ γεγονὸς ἔπραξα τὰ πάντα, ὥστε νὰ σταυρωθῆ αὐτός. Τὸ δὲ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ μὲ παραδώση στὸ θάνατο ὁ θάνατός του. Τὸ ἴδιο πάλι ἀκριβῶς ἔπαθα καὶ μὲ τοὺς μάρτυρες.
Ντροπιάστηκα. Καταισχύνθηκα. Ἔγινα περίγελως.
Ἐγὼ παρεκίνησα τοὺς βασιλιάδες νὰ κάμουν τοὺς διωγμούς καὶ ἑτοίμασα τὰ βασανιστήρια, ὥστε μόλις τὰ ἰδοῦν νὰ τρομάξουν καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Αὐτοὶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν φοβήθηκαν τὰ διάφορα μαρτύρια, ἀλλὰ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ μέχρι θανάτου.
Τὸ ἴδιο καὶ σὲ τοῦτον τὸν καιρό. Θέλοντας νὰ τοὺς νικήσω μὲ τὸν πόλεμο τῶν πειρασμῶν νικήθηκα καὶ ἀνεχώρησα καταντροπιασμένος. Δὲν μπορῶ πλέον νὰ ὑποφέρω τὴ ντροπή, ποὺ ἔπαθα.
Ἐνῶ κόμπαζα πολύ, γκρεμίστηκε ἡ δύναμι καὶ ἡ ἐξουσία μου ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ δὲν ξέρω τὶ νὰ πράξω καὶ πῶς νὰ ἀπολογηθῶ. Ἁπλοὶ καὶ ἄπειροι ἄνθρωποι στεφανώθηκαν ὡς νικηταί. Ἐνῶ ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος φορτώθηκα ντροπή. Ζαλίστηκα, ἀπελπίστηκα, ἐξαντλήθηκα. Δὲν ξέρω λοιπὸν τὶ νὰ κάμω ὁ ἄθλιος.
Σκέφτομαι νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τούτους ποὺ ἀγωνίζονται γενναῖα καὶ νὰ πλησιάσω ἐκείνους τοὺς φίλους μου ποὺ εἶναι ράθυμοι. Στὸν πόλεμο μαζὶ μαὐτοὺς δὲν χρειάζομαι οὔτε κόπο, οὔτε τεχνάσματα. Διότι θὰ πάρω ἀπὸ τοὺς ἴδιους δεσμὰ γιὰ νὰ τοὺς δέσω. Κι ἀφοῦ θὰ τοὺς δέσω μὲ δεσμὰ ποὺ ἀρέσουν στοὺς ἴδιους, στὴ συνέχεια θὰ τοὺς ἔχω αἰχμαλώτους σὰν δούλους. Θὰ κάμουν πάντοτε τὰ θελήματά μου μὲ ὄρεξι. Ἂν πράξω ἔτσι καὶ νικήσω μαὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ συγκροτήσω κάπως τὶς δυνάμεις μου. Θὰ καυχηθῶ λοιπὸν κι ἐγὼ μὲ τὴ νίκη μου πάνω σαὐτοὺς σὰν νικητὴς καὶ γενναῖος. Ἂν καὶ αὐτοὶ βέβαια πέφτουν στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας μὲ δική τους πρόθεσι, ὅμως ἐγὼ χαίρομαι μὲ τὴν καταστροφή τους. Τοὺς συνοδεύω δὲ στὴν ὁδὸ τῆς ἀπώλειας μὲ χαρά, διότι θὰ τοὺς ἔχω συντροφιὰ στὴν αἰώνια κόλασι.
Ὁσίου Ἐφραὶμ Σύρου
Λόγος Τετρασύλλαβος