Διαβάζοντας τὰ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ τοῦ στρατηγοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ὑπαγορευμένα στὸν Γ.Τερτσέτη, θαυμάζεις τὴν ἁπλῆ πίστι του στὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀνεξικακία του. Ἦταν προικισμένος μὲ φυσικὲς ἀρετὲς ἀνθρώπου γεννημένου γιὰ ἀρχιστράτηγος.
Ἡ ζήλεια καὶ ἡ μοχθηρότης τῶν πολιτικῶν καὶ ὅποιων ἄλλων μικρόψυχων δὲν ἀνέκοπτε τὸν ζῆλο του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τῆς πατρίδος ….. ΦΥΛΑΚΙΣΙ, ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ... Φθάνει δὲ σὲ σημεῖο νὰ καταθέση, ὅτι ἂν προχωροῦσαν μονοιασμένοι, ὅπως στὸ ξεκίνημα τῆς Ἐπαναστάσεως, σύντομα θὰ ἔφθαναν κι ὡς τὴν Κωνσταντινούπολι. Βεβαίως κι αὐτὸς εἶχε τὰ ἀπαραίτητα λάθη του.
Ὡς μνημόσυνό του σημειώνονται οἱ παρακάτω ἀριθμημένες παράγραφοι ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ Βαλέτα, Ἀθήνα 1958.
89. Μετὰ ἀπὸ τὴν νίκη στὸ Βαλτέτσι, λέγει ὅτι «23 ὧρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγο, ὅτι: Πρέπει νὰ νηστεύσωμε ὅλοι διὰ δοξολογίαν τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰῶνας αἰώνων ἑωσοῦ στέκει τὸ Ἔθνος, διατὶ ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος».
283. Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ’ ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης οἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτον ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτο μὲ ἕνα λαόν, ὁποὺ ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθῆ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτᾶνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήση τὸν ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλὰ ὡς σκλάβους. Μίαν φοράν, ὅταν ἐπήραμεν τὸ Ναύπλιον, ἦλθε ὁ Ἅμιλτον νὰ μὲ δεῖ. Μοῦ εἶπε ὅτι, «Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμό, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι: «Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ. Ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς καπετὰν Ἅμιλτον, ποτὲς συμβιβασμὸ δὲν ἐκάμαμε μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθί, καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμε ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινὸ πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Μὲ εἶπε: «Ποιὰ εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποῖα εἶναι τὰ φρούρια;» - «Ἡ φρουρά τοῦ βασιλέως μας εἶναι οἱ λεγόμενοι Κ λ έ φ τ α ι, τὰ φρούρια εἶναι ἡ Μάνη καὶ τὸ Σοῦλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτσι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον.
284. Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελλούς. Ἠμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμε τὴν ἐπανάσταση, διατὶ ἠθέλαμε συλλογισθεῖ πρῶτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθῆκες μας, τὰ μαγαζιά μας, ἠθέλαμε λογαριάσει τὴ δύναμη τὴν ἐδική μας καὶ τὴν τούρκικη δύναμη. Τώρα ὁποὺ ἐνικήσαμε, ὁποὺ ἐτελειώσαμε μὲ καλὸ τὸν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινόμεθα. Ὁμοιάζαμεν σὰν νὰ εἶναι εἰς ἕνα λιμένα πενήντα-ἑξήντα καράβια φορτωμένα. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ξεκόβει, κάμνει πανιά, πηγαίνει εἰς τὴν δολειά του καὶ μὲ μιὰ μεγάλη φουρτοῦνα, μὲ μεγάλο ἄνεμο, πηγαίνει , πουλεῖ, κερδίζει, γυρίζει ὀπίσω σῶον. Τότε ἀκοῦς ὅλα τὰ ὑπόλοιπα καράβια καὶ λέγουν: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ἰδοὺ παλληκάρια, ἰδοὺ φρόνιμος, καὶ ὄχι σὰν ἐμεῖς ὁποῦ καθόμεθα ἔτσι δειλοί, χαϊμένοι», καὶ κατηγοροῦνται οἱ καπεταναῖοι ὡς ἀνάξιοι. Ἂν δὲν εὐδοκιμοῦσε τὸ καράβι, ἤθελε εἰποῦν: «Μὰ τὶ τρελλὸς νὰ σηκωθεῖ μὲ τέτοια φορτούνα, μὲ τέτοιο ἄνεμο, νὰ χαθεῖ ὁ παλιάνθρωπος, ἐπῆρε τὸν κόσμο εἰς τὸ λαιμό του».
285. Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος ἑλληνικοῦ ἦτον μία τυρρανία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγό, καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστὴ, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν κάθε ἡμέρα καὶ πάλι νὰ ἔρχονται. Νὰ βαστάει ἕνα στρατόπεδο μὲ ψέμματα, μὲ κολακεῖες, μὲ παραμύθια. Νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφίες καὶ πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζει ὁ ἀρχηγός. Ἐνῶ εἰς τὴν Εὐρώπην ὁ ἀρχιστράτηγος διατάττει τοὺς στρατηγούς, οἱ στρατηγοὶ τοὺς συνταγματάρχας, οἱ συνταγματάρχαι τοὺς ταγματάρχας καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἔκανε τὸ σχέδιό του καὶ ξεμπέρδευε. Νὰ μοῦ δώσει ὁ Βελιγκτὼν σαράντα χιλιάδες στράτευμα τὸ ἐδιοικοῦσα, ἀλλ’ αὐτουνοῦ νὰ τοῦ δώσουν πεντακόσιους Ἕλληνας δὲν ἠμποροῦσε οὔτε μιὰ ὥρα νὰ τοὺς διοικήσει. Κάθε Ἕλληνας εἶχε τὰ καπρίτσια του, τὸ Θεό του, καὶ ἔπρεπε νὰ κάμει κανεὶς δουλειὰ μὲ αὐτούς. Ἄλλον νὰ φοβερίζει, ἄλλον νὰ κολακεύει, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους.
319. Εἰς τὸν καιρὸ τοῦ προσκυνήματος (μὲ τὰ προσκυνοχάρτια ποὺ μοίραζε ὁ Ἰμπραΐμ. Τότε εἶπε τὸν λόγο «φωτιὰ καὶ τσεκούρι στοὺς προσκυνημένους», γιὰ νὰ συνέλθουν) ἐφοβήθηκα μόνο διὰ τὴν πατρίδα μου, ὄχι ἄλλη φορά, οὔτε εἰς τὰς ἀρχάς, οὔτε εἰς τὸν καιρὸ τοῦ Δράμαλη, ὁποὺ ἦλθε μὲ τριάντα χιλιάδες στράτευμα έκλεκτό, οὔτε ποτὲ, μόνον εἰς τὸ προσκύνημα ἐφοβήθηκα…
335. Ὁ Ἰμπραΐμης μοῦ ἐπαράγγειλε μιὰ φορά, διατὶ δὲν στέκω νὰ πολεμήσουμε. Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα ὅτι,, ἂς πάρει πεντακόσιους-χίλιους, καὶ παίρνω καὶ ἐγὼ ἄλλους τόσους, καὶ τότε πολεμοῦμε, ἢ ἂν θέλει, ἂς ἔλθει νὰ μονομαχήσουμε οἱ δύο. Αὐτὸς δὲν μὲ ἀποκρίθηκε εἰς κανένα. Καὶ ἂν ἤθελε τὸ δεχθεῖ, τὸ ἔκαμνα μὲ ὅλη τὴν καρδιά, διότι ἔλεγα: ἂν ἐχανόμουν, ἂς πήγαινα, ἂν τὸν χαλοῦσα, ἐγλύτωνα τὸ ἔθνος μας.
303. Μᾶς κατέβασαν, μᾶς ἐδιάβασαν τὴν ἀπόφαση. Εἶδα πολλὲς φορὲς τὸν θάνατο καὶ δὲν ἐφοβήθηκα, οὔτε τότε. Καλλίτερα εἶναι ὁποὺ σκοτώνομαι ἄδικα παρὰ δίκαια. Ἐφάγαμε τὸ βράδι. Τὴν αὐγὴ ἐκάμαμε τὴν διαθήκη μας καὶ ἐπροσμέναμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Μετὰ δύο ὧρες ἐμάθαμε, ὅτι ὁ Βασιλέας ἔκαμνε χάρη τὴν ζωήν μας ἀπὸ τὸ ἄδικο. Μᾶς ἐπῆγαν εἰς τὸ Παλαμήδι, εἰς σιγουρότερον μέρος. Ἐσταθήκαμε καὶ ἐκεῖ ἕντεκα μῆνες. Ὁ Βασιλεύς, ὅταν ἀνέβηκε εἰς τὸν θρόνο, ἔκαμε διαταγὴ καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ αὐτὴν τὴν φυλακήν, τὴν τόσο ἄδικη. Ἐκατέβηκα ἀπὸ τὸ Παλαμήδι, ἡ ὑποδοχὴ ὁποὺ μοῦ ἔκαμεν ὁ λαός, μοῦ ἔκαμε νὰ λησμονήσω ὅλες τὲς δυστυχίες ὁποὺ ἐπέρασα. Ἔβλεπα ἄλλους νὰ κλαίουν, ἄλλους νὰ γελοῦν, καὶ ἄλλοι νὰ φωνάζουν: Ζήτω! Ζήτω ἡ δικαιοσύνη καὶ ὁ Βασιλεύς! Ἐκάθισα δύο-τρεῖς ἡμέρες εἰς τὸ σπίτι μου καὶ ἔπειτα ἦλθα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ἐπρόσφερα τὴν εὐχαρίστησί μου εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὸν Ἀρμανσπέργ, καὶ ἔπειτα ἐκάθησα ἥσυχος ἕως τούτη τὴν ὥρα, ὁποὺ διηγοῦμαι αὐτά. Τὸ καλοκαίρι τοῦ ἔτους 1836!
Καλὸν παράδεισο ἀνεπανάληπτε (δυστυχῶς) Γέρο.
ἀντιγραφὴ ἀρ.νι.μα. 26.3.2019