Τἄλιγάμι μὶ τ’μάνναμ’ τώραϊὰς τἁγιἈντουνιοῦ τοὺ μισμέρ’ κι μεἶπι αὐτὴν τ’ λέξ’. Κι τὶ εἶνι πάλι αὐτόϊας μὰ, τ’λέου. Κι μὶ τοὺ ἰξήγσι κάναδγυὸ φουρὲς γιὰ νὰ τοὺ καταλάβου καλά.
Σέμπρους στοὺ χουργιὸ λέγουνταν, ἅμα ἕνας εἶχι ἕνα βόδ’ κι ἕνας ἄλλους εἶχι ἄλλου ἕνα.
Ὅμους μούγκι μὶ ἕνα βόδ’ δὲν μπορεῖς νὰ οὐργώσ’. Θέλ’ νἆνι δγυό. Γιατιαὐτὸ κι ἕνουναν τὰ βόδγια τς δγυὸ ἀντάμα κι ἔφκιαναν ζβγάρ’ κι ὄργουναν τὰ χουράφχια τς μὶ λίγου συνηννόησ’, πόσου μπουροῦσι ἡ ἕνας καὶ πόσου ἡ ἄλλους. Ἔτσιας ἡ ἕνας ἴλιγι τοὺν ἄλλου σέμπρου, αὐτοὶ ποὖχαν φκιάσ’ τὰ βόδγια τς ζβγάρ.
Στοὺ λιξικὸ τ’Δημητράκου πάλι λιέι, σέμπρος=ὁ ἐπὶ συμβάσει καλλιεργῶν ἀλλότριον κτῆμα, ἐπίμορτος καλλιεργητής, κολλῆγος. Ὁ ἐπὶ συμβάσει διατρέφων ἀλλότρια βοσκήματα. Ἰτούτ’ ἡ ἰξήγησ’ μὶ φαίνιτι πχιὸ πολὺ νὰ σημαίν’ ὄργουμα μὶ πλιαρουμή, ἢ τ’ρῶγα, ὅταν στχιοῦνταν κι βουσκοῦσαν «ἀλλότρια ζουντανά».
Θαρρῶ σὰ νἄχ’ πχιὸ πουλὺ δίκιου ἡ μάνναμ’. Ἔμ καθηγήτρια 91 χρουνῶν εἶνι κι αὐτήν… Τς μέρις αὐτέσια ἔφυγαν συντρόφσις τς κι καρτιράει κι αὐτὴν τοὺν Ἀρχάγγιλου. Γιὰ τν Ἀγγιλίνα μεἶπι «ὅτι εἶνι τρανύτιρ’ ἀπ’ αὐτήν. Δὲν ἔχ’ μούγκι 91 χρόνια. Ἀπ’ τ’Γκιατουϊάνν’ τὰ πιδγιὰ πρώτ’ ἦταν ἡ Ἀγγιλίνα, δεύτιρ’ ἡ Βλαμπία ἕνα χρόνου τρανύτιρ’ ἀπ’ τιμένα 1927 ἀπ’ πῆρι τοὺν Καβραντών’ κι τρίτους ἦταν ἡ Γιώργους ἕνα χρόνου μκρότιρους ἀπ’ τιμένα 1929». Λιέι πάλι, «ὅταν εἶχι φύγ’ ἡ Κουτουλουχιλλέας, ἡ πατέρας τ’, ἡ παπποῦς ἡ Κουτουλουϊάνντς, εἶχι στιναχουρηφτῆ πολὺ κι ἴλιγι ἀράδα, «ἄχ Χιλλέαμ’, θὰ σφάξου ἕνα κριάρ’, θὰ σφάξου ἕνα κριάρ’». Ἤθιλνι νὰ πῆ ἡ παπποῦς, ὅτι τόσου ἀγαποῦσι τοὺν γιότ’ τοὺ Χιλλέα κι τοὺν κόστσι τόσου, π’θἄσφαζι ἕνα κριάρ’ οὑλόκληρου, γιὰ νὰ φλέψ’ τς ἀνθρῶπ’ γιὰ τοὺ τραπέζ’ π’ θἄφκιανι.
Παλιοὶ ἀνθρῶπ’. Ντὶπ ἁπλοῖ κι ντὶπ Ὑπέρουχ’!
Στοὺ χουργιὸ πάλι λιέι ἡ μάνναμ’, ἅμα ἔσουνι ἕνας τοὺ ὄργουμα στὰ χουράφχιατ’ πάηνι παραδίπλα σὶ κάναν ἄλλουν κι τοὺν ἀβουηθοῦσι γιὰ νὰ ἔσουνι κι ἡ ἄλλους κι νὰ μὴν τοὺν ἔπχιανι ἡ κιρός. Κι στοὺ θέρου πάλι γένονταν τοὺ ἴδγιου. Ἅμα ἔσουναν τοὺν θκότς τοὺν θέρου πάηναν πάλι στς ἀλνοὺς παραδίπλα κι τς ἀβουηθοῦσαν γιὰ νὰ ἔσουναν κι οἱ ἄλλ’ μὶ ν’ὥρατς.
Μόναχα τοὺ βακούφκου τ’ἀμπέλ’ τὄσκαβαν κι τοὺ κλάδιβαν κι τοὺ τρυγοῦσαν ὅλ’ μαζί. Ἔ, στὰ πανηγύργιατς τοὔπναν μόνου ὅλ’ μαζὶ οἱ ἄντρεις.
Μουλουγάει ἡ παπαδγιὰ Ἀφρουδίτ’
κι γράφ’ ἡ ἀρ.νι.μα.
Παρασκιουβὴ τἉϊΘανασιοῦ 2019
Χρόνια πουλλὰ στς Ἀντώνδις, στς παπαΘανάσδις, στς Θανάσδις κι στς Θανασίις.