Λέγοντας ὁ προφήτης, «ὅτι ἔγινε ὅλο αὐτό», μιλάει ὅσο μπορεῖ καλλίτερα. Ὅπως ἄξιζε στὸ θαῦμα.
Διότι:
Εἶδε τὸ πέλαγος καὶ τὴν ἄβυσσο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.
Εἶδε νὰ γίνεται γεγονὸς αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα νὰ γίνη.
Εἶδε νὰ ἀκυρώνωνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως.
Εἶδε νὰ γίνεται ἡ συμφιλίωσι.
Εἶδε νὰ κατεβαίνη ὁ ἀνώτερος ὅλων, πρὸς τὸν κατώτερο ὅλων.
Εἶδε νὰ γκρεμίζωνται τὰ μεσότοιχα.
Εἶδε νὰ παραμερίζωνται τὰ ἐμπόδια.
Εἶδε νὰ γίνωνται περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἀναφέρουμε ἐμεῖς.
Γιαὐτό:
Μὲ ἕνα μονάχα λόγο ζωγράφισε τὸ θαῦμα λέγοντας, «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου».
Εἶναι σὰν νὰ λέγη. «Μὴ νομίσης ὅτι αὐτὰ ἀποφασίστηκαν μόλις τώρα. Αὐτὰ εἶναι προφητευμένα ἀπὸ παλιά». Αὐτὸ ἀκριβῶς προσπαθοῦσε νὰ ἀποδείξη συνεχῶς καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Παραπέμπει λοιπὸν ὁ ἄγγελος στὸν Ἡσαΐα (7,14), μήπως ξεχάση τὰ δικά του λόγια ποὺ εἶναι πρόσφατα. Τοὐλάχιστον ὅμως νὰ θυμηθῆ μόλις ξυπνήση τὰ λόγια τοῦ προφήτη, μὲ τὰ ὁποῖα συναστρεφόταν σὅλην τὴν ζωή του. Μαὐτὸν τὸν τρόπο νὰ ἑρμηνεύση, ὅσα τοῦ εἶπε «κατ' ὄναρ».
Ὁ ἄγγελος βέβαια δὲν εἶπε τίποτε ἀπὸ αὐτὰ στὴν Μαριάμ, ἐπειδὴ ἦταν ἕνα νεαρὸ κορίτσι, ποὺ δὲν εἶχε ἀνάλογη πεῖρα. Μιλάει ὅμως στὸν Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν ἕνας σεβάσμιος ἄνδρας καὶ μελετοῦσε τοὺς προφῆτες.
Λίγο νωρίτερα ὁ ἄγγελος ὀνομάζει τὴν Μαριὰμ γυναῖκα του. Ὅταν ὅμως ἀνέφερε τὰ λόγια τοῦ προφήτη, τότε ἐμπιστεύεται στὸν Ἰωσὴφ τὸ ὄνομα τῆς «παρθενίας». Ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ ἄγγελος, διότι ὁ Ἰωσὴφ θὰ ταρασσόταν, ἀκούγοντας κατευθεῖαν γιὰ τὴν παρθενία, ἂν δὲν ἀναφερόταν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἡσαΐα. Τώρα ὅμως δὲν ἄκουσε τίποτε ἄγνωστο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μελετοῦσε τόσα χρόνια στὸν προφήτη. Γιαὐτὸ ὁ ἄγγελος ἀναφέρει τὰ λόγια τοῦ προφήτη κάμνοντας ἔτσι ἀξιόπιστα τὰ λόγια του. Δὲν σταμάτησε ὅμως μέχρις ἐδῶ τὸν λόγο του, ἀλλὰ ἀνεβάζει τὴν προφητεία στὸν ἴδιο τὸν Θεό. Λέγει ὅτι ἡ προφητεία δὲν εἶναι τοῦ προφήτη, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων.
Γιαὐτὸ δὲν εἶπε, «Γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαΐας», ἀλλὰ «Τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου». Ὁ λόγος βέβαια προφέρθηκε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἡσαΐα, ἀλλὰ ἡ πηγὴ ἦταν ὁ οὐρανός.
Τὶ ἀκριβῶς ἔλεγε αὐτὴ ἡ προφητεία; «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἕξει ἐν γαστρὶ καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἡσαΐας 7,14).
Ἐρωτᾶ ὅμως κάποιος. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ὀνομάσθηκε ποτὲ μὲ τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, ἀλλὰ ὀνομάσθηκε Ἰησοῦς Χριστός;
Διότι στὴν προφητεία δὲν λέγει ὅτι θὰ καλέσης, ἀλλὰ «Καλέσουσιν». Δηλαδὴ θὰ τὸν ὀνομάση Ἐμμανουὴλ ὁ ἁπλὸς λαὸς καὶ ἡ καθημερινὴ πραγματικότητα ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἐκπλήρωσι τῆς προφητείας. Ὁ προφήτης ἀναφέρει τὸ ὄνομα ποὺ θὰ βγῆ μέσα ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Αὐτὸ εἶναι μιὰ τακτικὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Νὰ ἀναφέρη ὡς ὄνομα τὴν παραγματικότητα. Ὁ λόγος «Καλέσουσιν Ἐμμανουήλ» δὲν σημαίνει τίποτα ἄλλο, ἀπὸ τὸ «Θὰ ἰδοῦν τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους». Βεβαίως ὁ Θεὸς ἦταν πάντοτε μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ποτὲ ὅμως δὲν δὲν ἦταν τόσο ὁλοφάνερα...
Ἂν οἱ Ἰουδαῖοι μᾶς εἰποῦν γιὰ τὸ ὄνομα τῆς παρθενίας καὶ προβάλουν ἄλλους ἑρμηνευτὰς λέγοντας ὅτι δὲν τὴν ἑρμήνευσαν ὡς «Παρθένον, ἀλλά, Νεᾶνιν», θὰ ἀπαντήσουμε ὡς ἑξῆς. Περισσότερη ἀξιοπιστία ἀπὸ ὅλους τοὺς ἑρμηνευτὰς δικαιωματικὰ ἔχουν οἱ Ἑβδομήκοντα. Διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἑρμήνευσαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ παρέμειναν στὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκεία. Γιαὐτὸ καὶ τοὺς ὑποπτευόμαστε δίκαια, ὅτι ἑρμήνευσαν περισσότερο μὲ ἀπέχθεια, προσπαθώντας ἐπίτηδες νὰ παραποιήσουν τὶς προφητεῖες. Οἱ Ἑβδομήκοντα ὅμως ἑρμηνευταί μετέφρασαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἑκατὸ ἢ καὶ περισσότερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ συγκεντρώθηκαν τόσοι πολλοὶ καὶ γιαὐτὸν τὸν σκοπό, εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε τέτοια πονηρὴ ὑποψία. Εἶναι δίκαιο νὰ ἐμπιστευόμαστε σαὐτοὺς γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Γιὰ τὸν καιρὸ (πρὸ Χριστοῦ), στὸν ὁποῖο ἔκαναν τὴν μετάφρασι. Γιὰ τὸ πλῆθος τους, ποὺ ἦσαν Ἑβδομῆντα ἄνδρες συγκεντρωμένοι. Καὶ γιὰ τὴν ὁμοφωνία τους.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλία Ε'
ΕΠΕ 9,166-170
Μετάφρασι ἀρ.νι.μα. 21.12.2018