φαρμ85Αυγό και κούρεμα. Αυτό τουλάχιστον έλεγε ο τιμοκατάλογος του Θύμνιου. Του Θύμνιου του Βρόντζου ή Μπρουτζουθύμιου, του κουρέα του Λιβαδερού. Για να είμαστε όμως ειλικρινείς τέτοιο τιμοκατάλογο ο Θύμιος δεν είχε.

Ήταν μεγάλη πολυτέλεια να γράφει τέτοια πράγματα σε τέτοιες δύσκολες εποχές στο κουρείο του ο Θύμιος. Τα λεφτά ήταν βέβαια σπάνια και τα χρόνια δύσκολα. Οι κότες όμως του χωριού στην περίπτωση αυτή έκαναν το καθήκον τους. Και οι νοικοκυραίοι με τα αυγά τους έκαναν τις δουλειές τους. Κι ο Θύμιος φυσικά, που μας κούρευε σαν παιδιά ένα αυγό έπαιρνε ο άνθρωπος. Ένα κούρεμα, ένα αυγό, που λένε.

           Γεννήθηκε το 1913.Στρατεύθηκε από την πατρίδα ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις φορές αλλά οκτώ φορές. Στο αλβανικό μέτωπο υπηρέτησε στο Μνήμα της Γριάς. Ένα άγνωστο, μέσα στα τόσα άλλα, ύψωμα. Με υψόμετρο δύο χιλιάδες εκατό μέτρα. Πάντα τυλιγμένο σε αντάρες. Απόκοσμο, απειλητικό, απάτητο. Το ύψωμα αυτό γη δεν είχε, μονάχα χιόνι. Σ' αυτό το ύψωμα ο στρατός γνώρισε μέρες θανάτου. Η πολιτεία έστω και αργά τίμησε τον Θύμνιο για την προσφορά του αυτή. Του απένειμε, μετά θάνατον, τιμητικό παράσημο.

            Μόνος του, με τα ίδια του τα χέρια έκτισε όχι μόνο το κουρείο του αλλά και το τσαγκάρικο του αδελφού του, του Ανδρέα. Το κουρείο μικρό. Έμπαινες σ’ αυτό από ένα στενάκι μετά το μπακάλικο του ξαδέλφου του, του Γιώργου του Βρόντζου. Μέσα ένας καναπές ξύλινος γι’ αυτούς, που περίμεναν, μια πολυθρόνα, η καρέκλα όπου κάθονταν ο πελάτης και μπροστά απ’ αυτήν ένα γείσο με τα εργαλεία του Θύμιου. Δύο χειροκίνητες μεταλλικές κουρευτικές μηχανές. Μία χοντρή και μία ψιλή. Χτένες, το ξουράφι για μπαρμπέρισμα (ξύρισμα) και το δέρμα όπου ο Θύμιος κάθε τρεις και λίγο το «ακόνιζε». Δεν ξεχνώ βέβαια το σαπούνι, όπου ο Θύμνιος έκανε την πλούσια σαπουνάδα για το ξύρισμα, καθώς και μια άσπρη σκόνη, πούδρα, που έβαζε μόνο στους μεγάλους μετά το κούρεμα. Και τα δύο έγραφαν slentit, αν το γράφω καλά. Από τότε η εταιρία αυτή φαινόταν πως θα προκόψει και θα έχει μέλλον.

          φαρμ85

           Σ’ εμάς τα παιδιά ο Θύμνιος ποτέ δεν ρωτούσε τι κούρεμα θα κάνει. Κι αυτό γιατί, όπως ένα ήταν κάποτε το ΚΚΕ, έτσι ένα ήταν και το κούρεμα του Θύμνιου. Γουλί. Πότε με την ψιλή και πότε με την χονδρή μηχανή. Θυμάμαι την δροσιά της μηχανής στο λαιμό μου κι ας με τσιμπούσε καμμιά φορά. Πάντα την απολάμβανα. Ιδίως το καλοκαίρι.

           Όταν «έφυγε» ο Κουρέας με τόνομα, ο Τσιανάκας Θεοδόσης δηλαδή, κοντά στο 1970 με 1971, ο Θύμιος έγινε ο «κεντρικός» κουρέας του χωριού αν μπορούμε να πούμε. Υπήρχαν βέβαια κι άλλοι δύο, μα κούρευαν στη χάση και στην φέξη. Ο Θύμνιος δεν ήταν ούτε ψιλός, ούτε και κοντός. «Κουντακνός» ήταν, όπως σωστά θα έλεγε κι η συγχωρεμένη η μάνα μου. Σοβαρός και λιγομίλητος. Με γυαλιά πρεσβυωπίας. Κι είχε πάνω του μια αρχοντιά. Αυτή την αρχοντιά φαίνεται πως ζήλεψε ο Καλογιάννης ο Μήτσιος, ο λεγόμενος και Πουλιουμήτσιος. Έτσι λέγεται, πως όταν κάποιος είπε στον Μήτσιο ότι είναι πολύ κοντός, εκείνος νευριασμένος του απάντησε κοφτά και απότομα στην λαλιά του Λιβαδερού:

-Ιγώ είμι κουντός; Άϊντι ρα απού κει.Ιγώ είμι μιά χαρά κουντόχουνδρους, σα τουν Μπρουτζουθύμνιου.

      Σε βάρος του Θύμνιου, λυπάμαι που το λέω, έκανα δυστυχώς και κατασκοπεία κάποτε. Αλλά μόνο μιά φορά Ένα βράδυ, πούβρεχε μονότονα, όπως λέει και το σχετικό τραγούδι, πήρα ξοπίσω τον πατέρα μου. Θα πήγαινε, λέει, στον Θύμνιο για κούρεμα. Μόλις μπήκε στο κουρείο, εγώ από πίσω κόλλησα τ’ αυτί μου μεμιάς στην πόρτα του Θύμνιου. Και δόξα το θεό πήρα την πληροφορία που ήθελα. Άκουσα τον πατέρα μου να λέει στον Θύμνιο, πως αυτός βρήκε το κατοστάρικο, που είχε χάσει η μάνα μου πηγαίνοντας στο μπακάλη. Διασταύρωσα έτσι την πληροφορία, όπως κάνουν στις μυστικές υπηρεσίες. Κι έτσι ηρέμησε κι η μάνα μου που ακόμα βαλάντωνε, καθώς δεν πίστευε τον πατέρα μου, ότι αυτός βρήκε ό,τι εκείνη είχε χάσει. Συγνώμη μπάρμπα Θύμνιο. Για την «φουκαριάρα την μάνα μου» το έκανα, όπως ο Νίκος Ξανθόπουλος στην ταινία.

        Η μέρα του 1992 , που ο μπάρμπα Θύμνιος «έφυγε» ήταν πολύ γεμάτη γι’ αυτόν. Πήγε στο κουρείο. Κούρεψε. Μετά πρέφα στο καφενείο. Το βράδυ πλάγιασε στο σπίτι. Και είχε και ταξίδι. Ένα μεγάλο ταξίδι .Το στερνό του. Αιωνία η μνήμη σου μπάρμπα Θύμνιο.

 

Κ.Φαρμάκης

Ξάνθη