Όλοι μας σχεδόν ξέρουμε πως ο Αη Νικόλας είναι ο προστάτης των ναυτικών. Με αυτόν τον Άγιο «γνωρίσθηκα» πολύ νωρίς. Όταν ήμουν έξι χρόνων περίπου. Μία «γνωριμία», που άντεξε στον χρόνο.
Πάντα μ’ ακολουθούσε ο Άγιος Νικόλαος με την καλοσύνη του και πάντα με έσωζε, κι ας μην ήμουν ναυτικός, μα ένας στεργιανός. Από υψόμετρο 995 ολόκληρα μέτρα και κάτι ψιλά.
Εδώ που τα λέμε όμως, σε κάθε περίπτωση ο Αη Νικόλας, είχε και λίγο δίκιο, να είναι τόσο κοντά μαζί μου. Ήταν, βλέπεις, πολιούχος του χωριού μου από το 1854. Γι’ αυτό του έπεφτε και λίγο ο λόγος ν’ ανησυχεί τόσο πολύ για την αφεντιά μου. Αλλά ας ξεκινήσουμε από τα πιο πρόσφατα «επεισόδια» με αυτόν τον Άγιο, για να φθάσουμε και να δούμε τελικά την πρώτη μέρα της «γνωριμίας» μας, όπως είπαμε παραπάνω.
Μια μέρα του Δεκέμβρη αποβραδίς ετοιμάζομαι να ταξιδέψω την επομένη. Κατέβασα λίγα πράγματα στο αμάξι για να είμαι άνετος την άλλη μέρα. Ξάφνου πήρε το μάτι μου πως το αυτοκίνητο έγερνε δεξιά. Σκύβω. Βλέπω το πίσω λάστιχο χωρίς αέρα, σχεδόν ξεφούσκωτο. Προσπαθώ να το αλλάξω. Αδύνατον. Η ρόδα στύλωσε τα...πόδια της και δεν έλεγε να βγει. Αφού είδα και απόειδα ότι τίποτα δεν γίνεται, έψαξα για ταξί. Μάταια, δεν υπήρχε. Ανέβηκα στο σπίτι στεναχωρημένος. Έκατσα στο γραφείο και τότε είδα πως η επόμενη μέρα ήταν 6 Δεκεμβρίου, γιορτή του Αγίου Νικολάου, του προστάτη μου Αγίου δηλαδή. Έπεσα και κοιμήθηκα αφού πρώτα είπα από μέσα μου:
«Κάτι θα γνωρίζει ο Άγιος και αύριο δεν θέλει να ταξιδέψω »
Μια άλλη φορά ενώ ταξίδευα, η χάρη του Αη Νικόλα με συνόδευε και πάλι. Αργά ένα απόγευμα έφυγα απ’ το χωριό για Θεσ/κη. Για να «κόψω» δρόμο είπα να πάω από Κατερίνη. Μαζί μου η ανιψιά μου κι ένα παιδί απ’ το χωριό. Ψιχάλιζε και στην πρώτη στροφή μετά τον Αη Δημήτρη, στα ριζά του Ολύμπου, το αυτοκίνητο άλλαξε απότομα γνώμη και κατεύθυνση. Γλίστρησε και με μιας χτύπησε στην δεξιά μεταλλική μπάρα του δρόμου. Το λάστιχο έγινε παρελθόν, οι τρεις μας όμως παρόντες και σώοι. Μια κάσα με τυρί στο πόρτ μπαγκάζ, που μ’ είχε δώσει η μάνα μου, με το χτύπημα άνοιξε. Πραγματική κόλαση. Όλα τα πράγματα μονομιάς αλμύρισαν. Άλλαξα το λάστιχο και πολύ αργά το βράδυ, δόξα σοι ο Θεός, έφθασα στην Ξάνθη πτώμα απ’ την ταλαιπωρία. Άθελά μου κοίταξα το ημερολόγιο. Ήταν 6 Δεκεμβρίου, του Αγίου Νικολάου. Κι είπα τότε :
«Ο Αη Νικόλας άπλωσε το άγιο χέρι του και μας κράτησε στο δρόμο, ακριβώς λίγο πριν το γκρεμό».
Και εδώ φθάσαμε την μέρα της πρώτης «γνωριμίας» με τον Αη Νικόλα, που είπαμε και στην αρχή της ιστορίας μας.
Στο μισό ισόγειο σπίτι κατασκευής 1959, που ήταν μισοτελειωμένο με ασοβάτιστο τσατμά (εσωτερικό τοίχο), κοιμόταν μεσημεριάτικα τα αρνιά που έφερε ο πατέρας στο χωριό. Ήταν Αύγουστος και μεσημέρι . Έξι χρόνων ήμουν του λόγου μου, τεσσάρων και δύο χρόνων τα δυό μου αδέλφια. Εκείνα αγκαλιάζουν και χαϊδεύουν τα αρνάκια κι εγώ σχεδιάζω να γίνω κυνηγός. Ένα όπλο στηριγμένο στον τοίχο τραβάει την προσοχή μου. Πλησιάζω, το περιεργάζομαι και με περισσή απερισκεψία πατάω την σκανδάλη. Ένα δυνατό μπαμ και ένας σωρός γυαλιά πέφτουν από πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα. Η μάνα μου με το μπαμ πετιέται σαν σφαίρα και αλαφιασμένη ρωτάει:
«Είστε όλα ;»
Ευτυχώς είμασταν όλα και όλα όρθια.
Εκείνη την μέρα δεν ήταν ούτε 6 Δεκεμβρίου, μα ούτε και η γιορτή του Αη Νικόλα. Κείνη την μέρα ήταν ο ίδιος, ο Άγιος Νικόλαος. «Αυτοπροσώπως». Η εικόνα με την μορφή του και το εικονοστάσι στον τοίχο έγιναν χίλια κομμάτια. Ο Άγιος μας προστάτευσε απ’ το κακό. Αυτό πιστεύω μέσα μου ακράδαντα τόσα χρόνια. Έτσι ακριβώς «πρωτογνωρίσθηκα» τότε με την αγιοσύνη και ταπεινότητα του Αη Νικόλα, που ακόμη και σήμερα με συντροφεύει.
Για τον Άγιο Νικόλαο, τον προστάτη μου, έκτισα με πίστη και ευγνωμοσύνη ένα ξωκκλήσι. Απλό, πέτρινο και πολύ μικρό, για τις μεγάλες χάρες που έκανε ο Άγιος σε μένα, έναν …στεριανό.
Ξάνθη