Την Γιάννινα την έλεγαν Μαρία, μα όλοι Γιάννινα την ήξεραν. Από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω λίγο, πολύ την συμπάθησα. Μάλλον κάτι είχα από κείνη ή αυτή είχε κάτι από μένα. Με τον καιρό άρχισε να μ’ αρέσει πολύ και το τραγούδι Γιάννινα-Γιανάκαινα.
Ήταν πολύ φυσικό. Εκείνο που ήταν ανεξήγητο, ήταν πως συμπαθούσα πολύ και τα Γιάννενα. Και να φαντασθείς, πως ούτε απ’ έξω είχα περάσει. Κάτι είχα πάθει. Παντού την Γιάννινα έβλεπα.
Την γνώρισα να φοράει μαύρο φακιόλι, κι ας ήταν πολύ νέα, 32 χρόνων τότε. Πάντα δεμένο στο κεφάλι της σαν «μπουρμπούλα». Στις χαρές και στα πάνω της όμως το έδενε «βλάχα», μια πιο χαρωπή έκδοση.
Η πεθερά της η Γιάννου ήταν σαν μάνα της. Ναι σαν μάνα της την είχε και ποτέ λόγο δεν της είπε. Ήταν σαν μάνα και κόρη στις δουλειές μα και στις αναποδιές. Τίποτα δεν τους χώριζε. Η Γιάννου, η πεθερά της στόμα είχε και μηλιά δεν έβγαζε. Άγιος άνθρωπος, που λένε.
Η Γιάννινα έκανε πέντε παιδιά ή καλύτερα όπως τόλεγαν στο χωριό τέσσερα παιδιά και ένα κορίτσι. Τα τρία τελευταία τα έκανε κοντά το ένα με τ’ άλλο.
Γι’ αυτό και πολύ συχνά τους έλεγε :
«Εσάς τους τρεις σας έκανα πολύ κοντά και όταν θέριζα στην Κιδρουμουνή τον έναν τον είχα στην κοιλιά και τον άλλον στην γκορτσιά».
Η Γιάννινα ήταν στο μαγείρεμα πρώτη. Οκτώ στόματα είχε να ταΐσει και οκτώ στομάχια να χορτάσει. Η σπεσιαλιτέ της ήταν κουρκούτι με κεφτέδες. Μόνο η κουρκούτη όμως έφθανε στο τραπέζι, γιατί οι κεφτέδες, που είχαν ψηθεί νωρίτερα, έκαναν φτερά. Τα παιδιά τους αφάνιζαν στο πι και φι. Η Γιάννινα έκανε όμως και ωραίο γλυκό, κατσιαμάκα, ξέρεις με καλαμποκάλευρο, ζάχαρη και λάδι. Το καλύτερο. Είχαν να λένε τα παιδιά της. Και πως να μην είχαν άλλωστε να λένε, αφού άλλο γλυκό δεν ήξεραν.
Το τυρί το έκανε με μαΐσιο πρόβειο γάλα, το αλάτιζε με χοντρό αλάτι και το αποθήκευε σε ξύλινο μικρό βαρέλι, την κάδηκαι ποτέ δεν «άναβε» από την ζέστη. Το γιαούρτι πάλι το έπηζε σε λαγήνα. Το σκέπαζε με διπλή φλοκάτη, παχύ για να γίνει. Το καλύτερο ψαχνό κρέας από τα Χριστούγεννα το έβαζε κι αυτό σε κάδη, αλλά στον πάτο της κάδης πάντα. Για το φαν τελευταίο, στις Απόκριες, που θα άρχιζε η νηστεία. Οργάνωση, κάτσε καλά, η Γιάννινα.
Τον τραχανά τον έκανε έξω από το σπίτι. Στην αυλή. Τον έψηνε συνήθως σε καζάνι. Την βοηθούσε και η πεθερά της η Γιάννου. Έριχνε το πλιγούρι λίγο-λίγο και η Γιάννινα με χονδρό ξύλο ανακάτευε. Πολύ γρήγορα για να μην κολλήσει. Τον έτριβε σε μεγάλο κόσκινο, τον στέγνωνε σε τραπεζομάντηλα, τον αποθήκευε σε κάσες κι αυτός εκεί …περίμενε το χειμώνα.
Τα παιδιά της η Γιάννινα πολύ τα αγαπούσε αλλά και πολύ τα κοπανούσε,όταν την έβγαζαν την ψυχή. Τρόπος του λέγειν τα κοπανούσε, αφού τα δύο χέρια της ήταν πολύ λίγα για τα τέσσερα μικρά θηρία, γιατί το πέμπτο και μεγαλύτερο έλειπε, ήταν τσομπάνος στα πρόβατα. Ειδικά τα βράδια του χειμώνα ένα παζάρι γινόταν στο σπίτι.
«Σκάστε, θα φύγει το χωριό και δεν θα ακούσουμε»
έλεγε η Γιάννινα.
Και όταν εκείνα δεν έσκαγαν, αγανακτισμένη έπιανε το τσιμπίδι της σόμπας και μετά όποιον εύρισκε, γιατί τα χέρια της δεν άντεχαν άλλο.
Είχε όμως και εξωτερικές υποθέσεις η Γιάννινα. Έσκαβε στα χωράφια, θέριζε κι αλώνιζε με τον άνδρα της τον Γιάννη. Τα φασόλια όμως στην Σίστρα μόνη της τα έσπερνε. Και μόνη της τα πότιζε. Βράδυ παρά βράδυ με ένα φακό και όλη νύχτα προσπαθούσε να ποτίσει , «να βάλει το νερό στ’ αυλάκι», που λέμε για να γίνει η σοδειά. Όταν κατά τον Σεπτέμβρη μεριά τα φασόλια γίνονταν, τα μάζευε. Μετά αμολούσαν και τα πρόβατα, για να βοσκήσουν στις φασολιές. Τα φασόλια τα στούμπιζε στην αυλή της, τα λίχνιζε καλά και τα έβαζε σε κόκκινες λαγήνες ή τενεκέδες, καθώς ο βαρύς χειμώνας όπου νάναι πλησίαζε το χωριό, πάντα από την βορεινή πλευρά, όπως το είχε συνήθειο.
Ανήμερα του ευαγγελισμού, είκοσι πέντε του Μάρτη, γιορτή της Παναγίας η Γιάννινα «έφυγε». Ήταν η καλύτερη μέρα για το στερνό της ταξίδι.
Κώστας Φαρμάκης
Ξάνθη