Το οικοτροφείο Αγίων Αναργύρων Κοζάνης, ανήκε στην Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης. Ήταν αρρένων. Στη Κοζάνη λειτουργούσαν άλλα δύο αρρένων, του Αγίου Στυλιανού και των 40 Μαρτύρων, καθώς και ένα θηλέων, της Αγίας Φιλοθέης. Το μεγαλύτερο όμως από όλα ήταν αυτό των Αγίων Αναργύρων.
Βρίσκονταν στα Ηπειρώτικα της Κοζάνης, δίπλα στην ομώνυμη εκκλησία. Η διεύθυνσή του, που την θυμάμαι μέχρι σήμερα ήταν: οδός Ανδρονίκου Γ΄ αριθμός 1. Ήταν ένα κτίσμα τριώροφο. Η πινακίδα του με μαύρα γράμματα σε κίτρινο ''βυζαντινό'' φόντο, που ήταν κρεμασμένη στο ψηλότερο σημείο δήλωνε την ταυτότητα του οικοτροφείου. Το οικοτροφείο κεντρική θέρμανση δεν είχε και η σχετική εγκατάσταση άρχισε να γίνεται την χρονιά που εγώ εγκαταστάθηκα σ’ αυτό.
Μπήκα οικότροφος στα τέλη Αυγούστου του 1965. Μαζί μου λίγο αργότερα μπήκαν και άλλα παιδιά από χωριά της Κοζάνης. Έτσι όλοι μαζί γίναμε περίπου 120. Από τα χωριά των Καμβουνίων αρκετοί. Σήμερα και ύστερα από τόσα χρόνια μπορώ να θυμηθώ τον Ηλία Γκουτζιώτη, Σάκη Βλαχάβα, Σάκη Νάκα, Κώστα Γκαντερή και Γιώργο Γιαγκούλη από τον Μεταξά, Γιώργο Μαστρογιαννόπουλο και Χρήστο Παπαγεωργίου από Μικρόβαλτο, Γιώργο Ντίνα και Βασίλη Παλιούρα από Ελάτη και από το χωριό μας το Λιβαδερό τον Χρήστο Τζήκα, Γιάννη Νιανιά και Γιάννη Παπαστέργιο.
Εδώ από ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων θα έμενα για έξι χρόνια, εκτός τα καλοκαίρια.
Στον πρώτο όροφο ήταν τα μαγειρεία. Μαγείρισσες είχαμε την κα Μαρία και την κα Κουκούλα. Εδώ ήταν και η τραπεζαρία, όπου τρώγαμε και διαβάζαμε και ...κοιμόμαστε πολλές φορές άμα τύχαινε και νυστάζαμε. Κάθε τραπέζι χωρούσε να καθίσουν ίσως 8 ίσως 10 άτομα. Απαραίτητα σε κάθε τραπέζι καθόταν πάντα ένας μεγάλος για να επιβλέπει τους μικρότερους και να τους φρονιμεύει. Στον δεύτερο όροφο ήταν το γραφείο του Διευθυντή. Αυτός ήταν ο Σβολιαντόπουλος Φώτιος με καταγωγή από την Μηλιά Γρεβενών. Είχαμε και επιμελητές. Τον Δημήτρη Ντουσιόπουλο από το Τριγωνικό και τον Συμεών, που δεν θυμάμαι το επίθετο, από τον Άγιο Παντελεήμονα της Φλώρινας. Για τον Συμεών κάθε Σάββατο απόγευμα, κρατώντας μια αλουμινιένα κανάτα ζεστό νερό, είχα γίνει το δεξί του χέρι στο λούσιμό του. Λουζόταν πάντα σε μιά μεταλλική σκάφη, καθώς το οικοτροφείο μόνο βρύσες και τουαλέτες διέθετε κείνο τον καιρό.
Κοιμόμασταν σε 6 θαλάμους. Τρείς θάλαμοι ήταν στον δεύτερο όροφο και τρεις στον τρίτο. Ο πιο μεγάλος ήταν ο έκτος θάλαμος και ήταν στον τρίτο όροφο. Σ΄αυτόν έμενα την πρώτη χρονιά. Κοιμόμουνα στο ''ισόγειο΄΄ ενός διπλού κρεβατιού. Από πάνω μου κοιμόταν ο Ηλίας από το Μεταξά, που αργότερα παράτησε το Γυμνάσιο και έφυγε στην Αυστραλία, καλή του ώρα.
Το συσσίτιο περιελάμβανε πρωϊνό, μεσημεριανό και βραδυνό. Το πρωϊνό συνήθως ήταν τσάι με ελιές και κάπου κάπου, για να μην πω σπάνια, γάλα, πολυτέλεια, που μας πρόσφεραν κάποιοι πολίτες σε μνήμη των συγγενών τους. Πάντα πίναμε τρεχούμενο δροσερό νερό, που κουβαλούσαμε με κανάτες από την βρύση που ήταν κάτω από την εκκλησία. Φασολάδα, κριθαράκι, μακαρόνια, φακές και ψαρικά όχι φρέσκα φυσικά κυριαρχούσαν στο γεύμα και στον δείπνο μας. Όλα καλά μα εκείνο που δεν θα ξεχάσω είναι οι πατάτες γιαχνί ή πατάτες μπλουμ όπως τις λέγαμε. Ήταν το φαγητό που είχαμε το βράδυ κάθε Παρασκευής. Συνήθως με όχι καλή γεύση. Λυπάμαι που το λέω μα ξύνιζε πολύ. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Πλούσιος και προνομιούχος εκείνα τα βράδια ήταν όποιος από μας είχε στην τσέπη του μιάμιση δραχμή. Τόσο ακριβώς έκανε ένα γιαουρτάκι στην διπλανή ΕΒΓΑ. Ήταν πράγματι βάλσαμο για το στομάχι. Απ’ το οικοτροφείο και μετά με πήρε πολύ καιρό να αποκαταστήσω την σχέση μου με τις πατάτες και ειδικά με τις πατάτες μπλουμ.
Οι προσευχές ήταν ουκ ολίγες. Βλέπεις, ήμασταν εκκλησιαστικό οικοτροφείο και οι προσευχές περίσσευαν. Κάναμε κάθε μέρα επτά προσευχές. Δύο στο πρωϊνό, δύο στο γεύμα, δύο στο δείπνο και τέλος μια, μεγάλη σε διάρκεια, το βράδυ πριν τον ύπνο μας. Αυτή δεν τέλειωνε ποτέ η ευλογημένη και πρέπει να κρατούσε κοντά στην μισή ώρα. Ο περισσότεροι νυστάζαμε και κοιμόμασταν όρθιοι μέχρι αυτός που την διάβαζε να πει το ''δι ευχών''. Ήταν τόσο μεγάλη, μα μόνο που την άκουγες κάθε βράδυ σε έκανε να την μάθεις ''απ΄έξω''. Μην πω για το απολυτίκιο των Αγίων Αναργύρων. Το είχαμε ''ψωμοτύρι'' κάθε φορά που τρώγαμε. Έτσι ήταν αυτό:
Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού
που πάει να πει:
Πλούσιοι κατάντησαν στη φτώχεια και πείνασαν, όσοι όμως ζήτησαν με πόθο τον Κύριο και στήριξαν σ’ Αυτόν τις ελπίδες τους, δεν θα στερηθούν κανένα αγαθό.
Το διάβασμα των μαθημάτων γινόταν κατά κύριο λόγο στην τραπεζαρία. Τον Ιούνιο όμως που δίναμε εξετάσεις διαβάζαμε και... ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας. Σε μια τέτοια περίπτωση ο συμμαθητής και κοντοχωριανός Βασίλης Παλιούρας αποκοιμήθηκε στο κρεβάτι. Ο επιμελητής του έκανε σχετική παρατήρηση:
-Παλιούρα ξύπνα, κοιμήθηκες
Εκείνος πετιέται και του απαντάει:
-Άϊ αποκεί ρε, δεν κοιμάμαι, εγώ λέω το μάθημα απέξω.
Κόκκαλο ο επιμελητής.
Με την εκεί εκκλησία είχανε κοινή αυλή. Σ αυτήν βγαίναμε διάλλειμα, σ’ αυτήν κυνηγιόμαστε και παίζαμε. Όταν καμιά φορά ξέφευγε η μπάλα μας προς την εκκλησία, τότε όλοι μαζί την κλαίγαμε. Ο νεωκόρος, ένας ψηλός γκριζομάλλης γέρος, όνομα δεν θυμάμαι, που έβγαζε σπυράκια όταν παίζαμε ποδόσφαιρο, μ’ ένα μαχαίρι την τελείωνε άδοξα όπως άδοξα τελείωνε και το παιχνίδι μας. Η κυρία Ψαλλίδα όμως η γειτόνισά μας, όταν η μπάλλα κατρακυλούσε προς το σπίτι της δεν την έσκιζε η γυναίκα, μα έβγαζε τέτοιες κραυγές, που έσκιζαν τα σωθικά μας και ο πιο γενναίος από μας οπλισμένος με πολύ θάρρος έπρεπε να επαναπατρίσει την μπάλα, που η δύστυχη έτυχε να λαθέψει τον δρόμο της.
Πραματευτάδες στήνονταν έξω από την αυλή του οικοτροφείου να μας πουλήσουν αυτό που συνήθως ζητούν τα παιδιά. Ένας με έναν ταβά σάμαλι κάθε μέρα και στη ώρα του μας περίμενε. Έβαζε το ταψί πάνω σε μια ξύλινη ανοιγόμενη βάση και εκεί το έκοβε σε τριγωνάκια. Κάθε τριγωνάκι με το ανάλογο σιρόπι του έκανε μία δραχμή. Κι ένας άλλος με τρίκυκλη μηχανή-ψυγείο φώναζε και ξαναφώναζε :
-Έχω κρέμα, σοκολάτα, κυπελάκι παγωτό. Και πύραυλο μεγάλο. Ορίστε.
Όταν άνοιγε το ψυγείο, εκείνο άχνιζε πάρα πολύ από την ψύξη, σημάδι που έδειχνε πόσο... παγωμένα ήταν τα παγωτά του.
Κάθε φορά που γιόρταζε ο Άγιος Διονύσιος γιόρταζε καθόλου τυχαία και ο Δεσπότης. Ο Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος. Ο Διευθυντής μας έβαζε όλους στην σειρά και ξεκινούσαμε για την Μητρόπολη. Εκεί ευχόμασταν τα χρόνια πολλά στον μακαριστό, τώρα, Διονύσιο ψέλνοντας εν χορώ το απολυτίκιό του. Μετά ο καθένας του φιλούσε το χέρι και εκείνος μας κερνούσε πάντα το καθιερωμένο συσκευασμένο ζαχαρωτό.
Έτσι περίπου πέρασαν άλλα πέντε χρόνια στο οικοτροφείο Αγίων Αναργύρων και εγώ καθόσον δεν ήμουν ποτέ απ’ τους πλούσιους που αναφέρει και το απολυτίκιο, ποτέ, μα ποτέ αυτά τα χρόνια δεν πτώχευσα και δεν πείνασα.
Κώστας Ι. Φαρμάκης`
Ξάνθη