Ποια, άραγε, είναι η γενεσιουργός αιτία που η 30η Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως ημέρα κοινού εορτασμού του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου;
Η απάντηση σχετίζεται με τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, που συχνά τυφλώνεται από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, απαρνείται τη Θεία καταγωγή και υψηλή αποστολή της και παθιάζεται, μισεί, διχάζει και διχάζεται. Οι διαμάχες και οι φιλονικίες μεταξύ των πιστών σχετικά με το ποιος από τους τρεις Αγίους είναι ο σημαντικότερος, οδήγησαν στην καθιέρωση της εορτής «των Τριών Ιεραρχών» ήδη από την εποχή του Βυζαντίου.
Στις αρχές του 11ου αιώνα η διαμάχη πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, που ξεκίνησε από τους κύκλους «των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών» στην Κωνσταντινούπολη, επεκτάθηκε και στους πιστούς. Όσοι υποστήριζαν ότι πιο σημαντικός είναι ο Μέγας Βασίλειος αυτοαποκαλούνταν «Βασιλείτες», αυτοί που υποστήριζαν τον Γρηγόριο το Θεολόγο «Γρηγορίτες» και τέλος αυτοί που υποστήριζαν τον Ιωάννη Χρυσόστομο «Ιωαννίτες». Τη σοφή και φωτισμένη λύση στις έριδες έδωσε γύρω στο 1100 ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας και ρήτορας Ιωάννης Μαυρόπους, επίσκοπος Ευχαΐτων. Συστήνει τη κοινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών, την προτείνει στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο και συγγράφει την ειδική ασματική ακολουθία προς τιμήν τους. Η πρόταση του γίνεται δεκτή, ικανοποιώντας τις αντιμαχόμενες ομάδες και επιφέροντας γαλήνη στο Χριστεπώνυμο εκκλησίασμα. Το 1842 το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και τα Γράμματα.
Οι Τρείς Ιεράρχες έζησαν τον 4ο αιώνα, εποχή που εμφανίστηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας οι αιρέσεις, αντιλήψεις δηλαδή που προήλθαν από την προσπάθεια ορισμένων να ερμηνεύσουν μόνο με τη λογική την πίστη της Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό και οι οποίες αποτέλεσαν πληγή στο σώμα της Εκκλησίας. Με τα λόγια και τις πράξεις τους στερέωσαν την πίστη των χριστιανών. Δογμάτισαν για το ομοούσιο και αδιαίρετο του Τριαδικού Θεού. Προσπάθησαν να ειρηνεύσουν τους πιστούς κηρύσσοντας ανεξιθρησκία και ανεξικακία, ακολουθώντας την Παύλειο ρήση «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Χαρακτηριστικά, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι η Εκκλησία αποδοκιμάζει πρώτιστα «ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον αλλά την πλάνην».
Διάνοιες προικισμένες με σπάνια πνευματικά χαρίσματα, από την παιδική τους ηλικία διψούσαν για μάθηση. Οι μητέρες τους ανέθρεψαν αυτούς «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Τη σημαντική προσφορά των μητέρων τους στη διαμόρφωση της ολοκληρωμένης προσωπικότητάς τους τονίζουν και οι τρεις. « Ουδέ το κυήσαι μητέρα εργάζεται αλλά το θρέψαι καλώς». Ίσως αυτό να είχαν υπόψη οι απλοϊκές μητέρες μας, λέγοντας «Δε πα να λέει ου καθένας χίλις ουρμήνις. Του παιδί τρανεύοντας, θα γένει μ ό,τι πάρει απ’ τουν Θεό, τν μάνα και τουν δάσκαλου». Τονίζουν όμως την αναγκαιότητα και σπουδαιότητα και της πατρικής συνεισφοράς στη διαπαιδα-γώγηση των τέκνων. «Ου το σπείραι μόνον ποιεί πατέρα αλλά και το παιδεύσαι καλώς». Συμβουλεύουν, λοιπόν, τους γονείς να φροντίζουν για την άσκηση της ψυχής του παιδιού και όχι πόσα κτήματα θα του παραχωρήσουν ως κληρονομιά. Άλλωστε, οι γονείς θεωρούνται υπεύθυνοι για τη μεταλαμπάδευση όχι μόνο αρχών και αξιών αλλά και των χριστιανικών αρετών. Γι’ αυτό και ο Χρυσόστομος αποκαλεί την οικογένεια «Μικρή εκκλησία».
Σε κάθε Θεία Λειτουργία και ιερή ακολουθία, η Εκκλησία τιμά και μνημονεύει τους γονείς μαζί με τους δασκάλους. «Μνήσθητι, Κύριε, των γονέων ημών και των διδασκάλων».
Η ασίγαστη δίψα τους για μάθηση και μόρφωση τους οδήγησε σε όλες τις φημισμένες σχολές της εποχής. Στην Αθήνα σπούδασαν φιλοσοφία, ρητορική, νομικά, μουσική, γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία, ιατρική, διαμορφώνοντας μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, πολύ πριν τον αναγεννησιακό homo universalis. Ρίχνονται ταυτόχρονα στη μελέτη της Αγίας Γραφής και στη σπουδή της Θεολογίας .Η πλατειά γνώση της «θύραθεν παιδείας», κυρίως των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, αποτελεί το υπόβαθρο της βαθιάς θεολογικής τους μόρφωσης, γεγονός που τους ανέδειξε στους «τρεις μεγίστους φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος», σύμφωνα με το απολυτίκιό τους. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία η αρμονική σύνδεση και σύζευξη της ελληνικής παιδείας με τη χριστιανική πίστη, του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό, που τους ανέδειξε σε προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών, του συνόλου της πνευματικής ζωής .Ξεκαθάρισαν ότι η πίστη στα δόγματα της Ορθοδοξίας δεν αντιστρατεύεται την επιστήμη που δημιούργησε ο Ελληνικός πολιτισμός. Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, εραστές της αρχαίας ελληνικής παιδείας, θεωρούσαν αγροίκους και αγράμματους τους ακραίους και φοβικούς Χριστιανούς που αρνούνταν την αξία της μελέτης τις κλασσικής παιδείας. Προφύλαξαν την σύνθεση φιλοσοφίας και θεολογίας από ακρότητες φιλοσοφικές και αιρετικές, που ήθελαν την απορρόφηση της μιας από την άλλη. Ωστόσο, οι Τρεις Ιεράρχες δε φιλοσοφούσαν, αλλά θεολογούσαν. Δεν ήταν φιλόσοφοι αλλά φιλόθεοι. Φώτισαν όλη την οικουμένη και πότισαν την κτίση με τη ζωογόνο δύναμη της θεογνωσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην κόγχη του Ιερού Βήματος κάθε ναού αγιογραφούνται κρατώντας ανοιχτά τα ειλητάρια της Θείας Λειτουργίας και συλλειτουργούντες όχι μόνο στο επουράνιο αλλά και στο επίγειο θυσιαστήριο μαζί με τους ιερείς. Θα συναντήσουμε επίσης τους Τρεις Ιεράρχες στη μεγάλη εξεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας, που ιστορείται στους νάρθηκες των ναών πάνω από την κεντρική πύλη του ναού, ως προπομπούς των πιστών στην Αιώνια Βασιλεία.
Μετά τις σπουδές τους ακολουθούν το επάγγελμα του δικηγόρου με μεγάλη επιτυχία, αλλά γρήγορα το εγκαταλείπουν. Η επιστημονική τους κατάρτιση, η μόρφωση, η υψηλή κοινωνική καταγωγή, οι τιμές και δόξες δε στάθηκαν ικανοί παράγοντες, για να επιδοθούν σε πρόσκαιρες ανέσεις και απολαύσεις. Στην κορύφωση της καριέρας τους εγκαταλείπουν τα πάντα: τιμητικά καθηγητικά καθήκοντα, προσοδοφόρα επαγγέλματα, ύψιστα εκκλησιαστικά αξιώματα. Εγκαταλείπουν τον κόσμο του πλούτου, της δόξας και της εξουσίας. Αποσύρονται στην έρημο και ασκούνται εκεί για πολλά χρόνια, μορφώνοντας τον «έσω άνθρωπο» και σπουδάζοντας τη ζωή του Πνεύματος.
Επιστρέφοντας στον κόσμο «σπουδάζουν» την κοινωνία. Ένα θέμα τους απασχολεί. Η «κένωση» της αγάπης τους, η ανιδιοτελής προσφορά στον πλησίον. Μοιράζουν την περιουσία τους και ξαναγίνονται μαθητές που μαθητεύουν με ταπείνωση στον πόνο και την ανέχεια, τη θλίψη και τη στέρηση. Με τα ίδια χέρια που ευλογούν, με τα ίδια και υπηρετούν το ποίμνιο, ζωσμένοι την ποδιά της προσφοράς μαζί με το πετραχήλι της διδασκαλίας και την ποιμαντορική τους ράβδο. Όχι ως «δεσπότες» αλλά ως επίσκοποι και πατέρες που διακονούν το ποίμνιο με έργα θυσίας. Ο Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας, ο Γρηγόριος, επίσκοπος Ναζιανζού, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. «Οι άρχοντες, πολιτικοί και εκκλησιαστικοί, πρέπει να υπερέχουν από τους αρχόμενους στις αρετές και όχι τις τιμές», διακηρύσσουν. Αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε έναν επιδερμικό και «ακίνδυνο» Χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια «θρησκειοποιημένη» Εκκλησία που δεν είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» αλλά «μέσο» στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση ανθρώπων και λαών. Επισημαίνουν ότι η «θρησκειοποίηση» του Χριστιανισμού μολύνει και αμαυρώνει την εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, διχάζει και μετατρέπει τον οικονόμο της Πλάσης σε «μολυσμό αέρος και υδάτων». Βροντοφωνάζουν ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Είναι το πέρας κάθε θρησκείας. Είναι Εκκλησία, αγαπητική κοινότητα. Είναι τρόπος ζωής Τριαδικός και εκκλησιαστικός τρόπος ύπαρξης. Η αλληλοπεριχώρηση. Βοήθησαν τους ανθρώπους στην κατανόηση και βίωση της όντως πνευματικής ζωής και όχι της τυπικής λατρείας. Δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την εξωτερική ευσέβεια και την αδάπανη ευλάβεια, τονίζοντας «Μην τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών, έπιασες την κορυφή του ουρανού». Η συνεισφορά τους στην ανάδειξη του μεγαλείου του Χριστιανισμού δεν εξαντλήθηκε στους κύκλους των θεολογούντων, αλλά με τα κηρύγματά τους, τα γραπτά τους κείμενά και κυρίως με την εν Χριστώ ζωή τους κατέδειξαν ότι η θεολογία περί «της ουσίας και των ενεργειών του Θεού» αφορούσε και αφορά όλον τον κόσμο. Για τον λόγο αυτόν η Εκκλησία τους κατέταξε στη χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος πρωτοστατεί στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας της Εκκλησίας, στην ερμηνεία των δογμάτων της και στη διαφύλαξη της από τις αιρέσεις της εποχής και κυρίως του Αρειανισμού και των Πνευματομάχων. Στα έργα του καταθέτει την «Εν Χριστώ ανακαίνιση» του λόγω της πίστης και των γνώσεων του. Προτρέπει: «Ας γίνουμε όπως ο Χριστός, επειδή ο ίδιος έγινε όπως εμείς. Ας γίνουμε θεοί, επειδή έγινε και Αυτός άνθρωπος για μας». Γράφει για τον Θεό ότι «είναι φως, απρόσιτο και άρρητο, που δεν ορίζεται με λόγια, ούτε και ο ανθρώπινος νους το καταλαβαίνει». Αντιμετώπισε τις ειδωλολατρικές αντιλήψεις και υπερασπίστηκε το ήθος των Χριστιανών, απαντώντας στις κατηγορίες ότι ο Χριστιανισμός ευθύνεται για την καταστροφή του αρχαίου κόσμου. Τονίζει ότι οι Χριστιανοί είναι και «φιλόσοφοι και φιλόθεοι». Υποφέρουν για χάρη της ευσέβειας και δεν επιδεικνύουν ασέβεια, ακόμα κι όταν κατηγορήθηκαν από εθνικούς και ειδωλολάτρες. «Δε στερήσαμε τη ελευθερία κανενός, ούτε ξεσηκώσαμε φανατισμένα πλήθη. Δεν μπορείτε να μας κατηγορείτε για όλα αυτά και ταυτόχρονα για πραότητα και φιλανθρωπία.». Αντιμετώπισε τις προκλήσεις των αιρετικών με μακροθυμία, πραότητα και επιείκεια, χωρίς φανατισμό. Οι πέντε Θεολογικοί του λόγοι ανασκεύασαν και κατέδειξαν σε βάθος και πλάτος τις πλάνες των αιρετικών και δίκαια η Εκκλησία του απέδωσε τον χαρακτηρισμό «Θεολόγος», που ιστορικά έχει απονείμει μόνο σε δύο άλλα πρόσωπα, τον Ευαγγελιστή Ιωάννη και τον Συμεών, τον νέο Θεολόγο. Ως εκ τούτου όλοι οι άλλοι οι «περί την Θεολογίαν σπουδάσαντες», μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου, είναι απλοί απόφοιτοι Θεολογικής Σχολής.
Και οι τρεις προσέφεραν κείμενα που αποτελούν την κορωνίδα της εκκλησιαστικής παράδοσης και λατρείας. Ο μελίρρυτος Ιωάννης συνέγραψε την «τακτική» Θεία Λειτουργία που φέρει το όνομά του. Τελείται κάθε Κυριακή και εορτή με εξαίρεση τις φορές που τελούνται: Η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιακώβου του Αδελφοθέου (23 Οκτωβρίου) και οι προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες. Ο «ουρανοφάντωρ» Μέγας Βασίλειος συνέγραψε τη μεγαλοπρεπή Θεία Λειτουργία η οποία τελείται δέκα φορές ετησίως και συγκεκριμένα: ανήμερα της εορτής του, τις πέντε Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης και του Μεγάλου Σαββάτου, την παραμονή των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, αρκεί να μην συμπέσουν Κυριακή ή Δευτέρα. Τέλος στον Γρηγόριο τον Θεολόγο ανήκουν ύμνοι όπως «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…» και «Αναστάσεως ημέρα και αρχή δεξιά...». Τα απαράμιλλα αυτά κείμενα αποτελούν απόσταγμα της θεοσέβειας και της θεοπτείας των σοφών Ιεραρχών.
Και τους Τρεις Ιεράρχες απασχόλησαν όχι μόνο θεολογικά ζητήματα αλλά και θέματα που αφορούν τον ανθρώπινο βίο. Με τις νουθεσίες τους και τον τρόπο ζωής τους έδωσαν απαντήσεις και κυρίως λύσεις σε ζητήματα που απασχολούν και τον σύγχρονο άνθρωπο. Αρχικά, τους απασχόλησε πολύ το πρόβλημα της άνισης κατανομής των αγαθών, το οποίο «δεν είναι θέλημα Θεού, ούτε αποτέλεσμα φυσικών αιτίων». «Η διαμάχη γύρω από το δικό μου και δικό σου αποτελεί τη ρίζα όλων των κοινωνικών δεινών», γράφει ο ιερός Χρυσόστομος. Οι κοινωνικές τους θέσεις είναι ριζοσπαστικές και διαχρονικές. Ο Νικόλαος Μπερντιάεφ, ο μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα, αναφέρει ότι «στον Μέγα Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη Χρυσόστομο, η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομής του πλούτου, κριτικάρεται με τέτοια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Μάρξ να χλωμιάσουν».
Ο Μέγας Βασίλειος με τα συγγράμματα του και με τις πράξεις του παρουσιάζει την ιδανική μορφή της κοινωνικής ζωής. Καταδικάζει τον πλούτο και τις αδικίες. Θεωρεί ότι όλοι οι άνθρωποι είναι «ομόδουλοι και ομότιμοι μπροστά στο Θεό». Τονίζει ότι «τα αγαθά προορίζονται για όλους και αποβλέπουν στην ευημερία όλων». «Πρέπει να καλύπτουν πραγματικές ανάγκες, γιατί η υπέρβαση του μέτρου οδηγεί στην πλεονεξία, στην κοινωνική αδικία και την απανθρωπιά. Ο άνθρωπος είναι οικονόμος και διαχειριστής των αγαθών που του έδωσε ο Θεός, όχι ιδιοκτήτης». Στο «κοινωνικό του μανιφέστο» «Καθελώ μου τας αποθήκας» αναρωτιέται « Αν αυτός που απογυμνώνει τον ντυμένο ονομάζεται λωποδύτης, αυτός που δεν ντύνει τον γυμνό, αν και μπορεί να το κάνει, δεν είναι το ίδιο;[…]Ώστε τόσους αδικείς, όσους μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες.». Πόσοι, άραγε, είχαν και έχουν την τόλμη όχι μόνο να μιλήσουν τόσο απερίφραστα κατά της κοινωνικής αδικίας αλλά και να μοιράσουν τα πάντα στους φτωχούς, δηλώνοντας έμπρακτα την αγάπη προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο; Χτίζει την περίφημη «Βασιλειάδα», την «Ακρόπολη της αγάπης», ολόκληρο συγκρότημα που περιλαμβάνει νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο καθώς και άλλα ιδρύματα στα οποία η ανθρώπινη δυστυχία βρίσκει προστασία και θαλπωρή. Στηλίτευσε τους μαυραγορίτες, οργάνωσε λαϊκά συσσίτια, κινητοποίησε τους πιστούς, μερίμνησε για τα παιδιά, εμπόδισε την εκμετάλλευση των αδυνάτων. Και όλα αυτά χωρίς να ξεχωρίζει χριστιανούς και ειδωλολάτρες. Ο ασκητικός, λιπόσαρκος και λιτοδίαιτος Άη Βασίλης των παιδικών μας χρόνων δεν εξαντλούσε την φιλανθρωπία του την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ήξερε πολύ καλά ότι το πρώτο, μόνιμο, πανάκριβο και σπουδαιότερο δώρο για τα παιδιά ήταν «το χαρτί και καλαμάρι», η σπουδή και η μόρφωση. Πόση, άραγε, σχέση έχει με τον ξενόφερτο γενειοφόρο Santa Claus της Coca Cola και των άλλων πολυεθνικών εταιριών;
Στον ίδιο δρόμο βαδίζει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Συγκλονίζεται από το δράμα των φτωχών ανθρώπων. Εξεγείρεται, διαμαρτύρεται, καταγγέλλει, δραστηριοποιείται, για να ανακουφίσει τους πάσχοντες. Επιστέγασμα του μεγάλου ανδρός είναι ρήση «Η διαμάχη γύρω από το δικό μου και το δικό σου αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών». «Ψωμί στο φτωχό», φωνάζει. «Δος άρτον τω πεινώντι, ιμάτιον τω γυμνώ, σκέπην τω ξένω». «Ουκ έχεις οβολόν; Δος ποτήριον ψυχρού ύδατος». Η Εκκλησία για τον Χρυσόστομο είναι εργαστήριο αγιότητας και όχι χρυσοχοείο και αργυροκοπείο. Όταν υπήρξε ανάγκη ακόμα και το χρυσάφι του ναού δε δίστασε να δώσει για τις ανάγκες των φτωχών. Στις μέρες του η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης τρέφει 7000 ψυχές. Πουλάει ακόμα και τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα του Πατριαρχείου για χάρη των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και καταργεί τα επίσημα γεύματα. «Πρέπει να ξοδεύουμε τα χρήματα για χάρη των συνανθρώπων μας, αφού είναι του Θεού και όχι δικά μας. Αν τα σπαταλάς για τον εαυτό σου τότε γίνονται ξένα κι ας είναι δικά σου».
Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά προκαλώντας τον θαυμασμό του λαού αλλά και την περιφρόνηση των πλουσίων και των κοινωνικά ισχυρών. Καθαιρεί επισκόπους με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Ελέγχει και αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στους πιστούς απερίσκεπτοι κληρικοί και μοναχοί. Ποτέ δε συμβιβάστηκε με την αλαζονεία του πλούτου και την τρυφηλή ζωή πολλών αρχόντων, τους οποίους δημόσια ήλεγχε όχι από εμπάθεια αλλά από ειλικρινή αγάπη, για να τους συνετίσει. Η επιμονή του να κτίσει λεπροκομείο στη πλουσιότερη συνοικία της Κωνσταντινούπολης ξεσήκωσε την οργή των πλούσιων γαιοκτημόνων που έβλεπαν την οικονομική αξία των ακινήτων τους να μειώνεται. Η ελεγκτική του γλώσσα, το θάρρος του, τον οδήγησαν σε σύγκρουση με το παλάτι και την φιλόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία με συμμάχους τα «διαπλεκόμενα» της εποχής τον εξόρισε στα βάθη της Αρμενίας. Κυνηγημένος από την κακία των παλατιανών αλλά και των ανάξιων επισκόπων, πέθανε εξόριστος στις 14 Σεπτεμβρίου του 407, μετά από τρίμηνη πεζοπορία κάτω από αφόρητο καύσωνα. Το μεγαλείο της ψυχής του αποτυπώθηκε στην τελευταία φράση του «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου.
Ανάλογη αποστροφή προς τα εκκλησιαστικά αξιώματα και την κοσμική δόξα είχε και ο Γρηγόριος, φύση ποιητική, ευαίσθητη, με ευγένεια ψυχής, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 25 Ιανουαρίου. Παρά τις πολλές ικανότητες απέφευγε τα εκκλησιαστικά αξιώματα, όχι από φόβο και δειλία αλλά από ειλικρινή ταπείνωση και αυτογνωσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι δέχθηκε να γίνει επίσκοπος Ναζιανζού κατόπιν επιμονής του αδελφικού φίλου του Μεγάλου Βασιλείου, καθώς ο ίδιος προτιμούσε την ησυχία και τη στοχαστική ζωή. Στο λόγο του «Περί Ιερωσύνης» διατυπώνει σοφά. «Τούτο μόνο ξεπερνά τη δύναμη μου, το να παραδεχθώ να αναλάβω την αρχηγία και κυβέρνηση ψυχών και, χωρίς να έχω μάθει καλά ούτε το πώς να κυβερνώμαι ο ίδιος, χωρίς να έχω καθαρίσει τη ψυχή μου όσο αρμόζει, να μου εμπιστευθούν επιστασία ποιμνίου». Στον ίδιο λόγο μιλάει με σκληρή γλώσσα για όσους χριστιανούς αντί να ξεριζώσουν την κακία τους γίνονται κριτές και τιμητές των άλλων.
Δεκαεπτά αιώνες πριν την εμφάνιση του φεμινισμού, σε λόγο που εκφώνησε μπροστά στον αυτοκράτορα, ο Γρηγόριος καυτηριάζει την ανισότητα ανδρών και γυναικών και τους τότε νόμους που προκλητικά ευνοούσαν τους άνδρες. Στην «ελαστική» και «επιλεκτική» ηθική της κοινωνίας σε σχέση με τους άνδρες, αναφωνεί με πάθος. «Αρνούμαι τη νομοθεσία. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες γι αυτό και κατά των γυναικών οι νόμοι». Είναι αναμενόμενη μία τέτοια στάση απέναντι στο γυναικείο φύλο από τους Τρεις Ιεράρχες, αν λάβουμε υπόψη τον σεβασμό που επιδείκνυαν προς τις μητέρες τους, Εμμέλεια, Νόνα και Ανθούσα. Σεβασμός ο οποίος τους καθιστά πρότυπα συμπεριφοράς ακόμα και στην εποχή μας που η γυναίκα εύκολα επιτιμάται, ταπεινώνεται, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, λιθοβολείται από «αναμάρτητους», φονεύεται.
Αν στις μέρες μας η οικολογική καταστροφή και η κλιματική αλλαγή θέτουν τον άνθρωπο προ των ευθυνών του, ο Μέγας Βασίλειος δεκαεπτά αιώνες πριν στην ομιλία του «εις την εξαήμερον» υμνεί τη φύση ως δημιούργημα του Θεού και επιδεικνύει αξιοθαύμαστη οικολογική ευαισθησία. Καταδεικνύει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος, αν είναι αποξενωμένος από τον Δημιουργό, τον συνάνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Προτρέπει τους ανθρώπους να παρατηρούν τους θησαυρούς της φύσης, για να διαπιστώσουν την ποικιλία και την αρμονία χρωμάτων, σχημάτων, γεύσεων… αυτό που η επιστήμη χαρακτηρίζει ως «βιοποικιλότητα». Έτσι, θα ανακαλύψουν ότι όλα έχουν τη χρησιμότητά τους και τίποτα δεν έγινε τυχαία. Όλα έχουν ένα «σοφό μυστικό», έναν λόγο ύπαρξης. Η φύση, λοιπόν, για τον Μέγα Βασίλειο αποτελεί την καλύτερη πηγή, προκειμένου ο άνθρωπος να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα για την πνευματική, κοινωνική και ηθική ζωή. Αποτελεί ένα «ανοικτό πανεπιστήμιο» στο οποίο μπορεί ο καθένας να σπουδάσει δωρεάν και να γίνει σοφότερος. Έτσι θα πάψει να είναι αλαζόνας και να αποποιείται τις ευθύνες του αποκαλώντας «θεομηνίες» τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που ο ίδιος προκάλεσε. Γράφει ο Άγιος πως τα δικά μας λάθη «άλλαξαν και τη φύση, ακόμα και το κλίμα αλλόκοτα τροποποιήθηκε. Ο χειμώνας είναι γεμάτος παγωνιά και χωρίς χιόνια και βροχές. Η άνοιξη έχει ζέστη, όχι όμως και τις απαραίτητες βροχές .Ο καύσωνας και το κρύο ξεπέρασαν τα φυσικά όρια, βλάπτοντας και θανατώνοντας ανθρώπους και ζώα. Ποια λοιπόν είναι η αιτία της αταξίας και της σύγχυσης; […]Αν και εμείς κερδίζουμε δε δίνουμε σε κανένα. Είμαστε σφιχτοχέρηδες και αδιάφοροι στις ανάγκες των φτωχών. Τα πρόβατά μας είναι παχιά και γόνιμα, αλλά οι γυμνοί γύρω μας περισσότεροι απ’ αυτά. […]Αποκλείσαμε τη φιλαδελφία. Γι’ αυτό και τα χωράφια είναι ξερά. Γιατί η αγάπη πάγωσε.». Άραγε, οι ρίζες της καταστροφής του περιβάλλοντος δεν εντοπίζονται στην κερδοσκοπία του ανθρώπου, στον ατομικισμό, στην αδιαφορία για τον συνάνθρωπο και τις μελλοντικές γενιές;
Εξίσου «σύγχρονους» καθιστούν τους Τρεις Ιεράρχες και οι παιδαγωγικές τους αντιλήψεις. Ως βαθείς γνώστες και «ανατόμοι» της ανθρώπινης ψυχής διατύπωσαν θέσεις που αντέχουν στο χρόνο και συνάδουν με πολλές παιδαγωγικές θεωρίες της εποχής μας. Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας, κατά τη γνώμη τους, είναι η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρωπίνου προσώπου. Η παιδεία, ο «δεύτερος ήλιος» κατά τον Πλάτωνα, είναι «μετάληψις αγιότητας» κατά τον Χρυσόστομο. Αυτή αναμορφώνει την ψυχή και την καθιστά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος «αγία» με «λειτουργό» τον δάσκαλο. Τονίζουν ότι πρωταρχικό ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία διαδραματίζει η προσωπικότητα του δασκάλου και η σχέση του με τους μαθητές. « Ο δάσκαλος δε δίνει αυτό που έχει, αλλά αυτό που είναι», τονίζει ο Μέγας Βασίλειος, ενώ ο Γρηγόριος συμπληρώνει: « Ή μη δίδασκε ή δίδασκε διά του παραδείγματος», αναδεικνύοντας τον δάσκαλο σε πρότυπο αρχών και αξιών. Την ιερότητα του έργου του δασκάλου, ο οποίος απευθύνεται στο παιδί, «το μόνον των ζώων θεόπλαστον», αντανακλά η επισήμανση του Χρυσοστόμου: «Τί γαρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διάνοιαν;». Συνιστά, μάλιστα, σε όποιον θέλει να αναλάβει το έργο του παιδαγωγού να έχει φιλοστοργία, αυταπάρνηση, διάθεση θυσίας και να είναι απαλλαγμένος από την υπερηφάνεια και την αλαζονεία. Ο Γρηγόριος ονομάζει «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών» την τέχνη του δασκάλου, ανάγοντας την σε «λειτούργημα» και όχι σε απλή επαγγελματική αποκατάσταση, αποτέλεσμα συχνά μίας τυχαίας επιλογής στις πανελλαδικές εξετάσεις.
Πόσο απέχουν οι απόψεις του Μεγάλου Βασιλείου από τις σύγχρονες παιδαγωγικές προτάσεις, όταν συμβουλεύει ότι «η διδασκαλία πρέπει να γίνεται ευχάριστα, γιατί τότε μόνο η γνώση παραμένει μόνιμα.»; Ή όταν τονίζει πως «ο δάσκαλος δεν πρέπει να διατάζει όταν είναι ανάγκη να συμβουλεύει, ούτε να συμβουλεύει όταν είναι ανάγκη να διατάζει», αναζητώντας την αρμονία στις σχέσεις δασκάλου και μαθητή. Όταν σήμερα γίνεται λόγος για «κριτική σκέψη» και «πολύπλευρη μόρφωση», «διεπιστημονικότητα» και «διαθεματικότητα», ας ανατρέξουμε στην ομιλία του « Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφέλοιντο λόγων», για να επιβεβαιώσουμε τον σοφό τρόπο με τον οποίο «γεφυρώνει» τη χριστιανική και αρχαιοελληνική παιδεία, ενώ παράλληλα καθοδηγεί τους νέους στην κριτική στάση. «Όπως οι μέλισσες διαλέγουν το νέκταρ από τα λουλούδια, έτσι κι εσείς να διαλέγετε αυτά που διαβάζετε. Να κρατάτε τα καλά και τα ωφέλιμα». «Όπως ακριβώς στην τριανταφυλλιά, όταν κόψουμε τα άνθη, θα αποφύγουμε τα αγκάθια, έτσι ακριβώς και από τη σοφία του κόσμου θα αποφύγουμε το βλαβερό». Και όταν η σύγχρονη εκπαίδευση και κατάρτιση ακροβατεί μεταξύ «επιτυχίας» και «σίγουρης επαγγελματικής αποκατάστασης», ο Χρυσόστομος συμβουλεύει τους δασκάλους να σέβονται και να αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή.
Οι Τρείς Ιεράρχες αναμφισβήτητα τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν αιώνια κληρονομιά τη ζωή και το έργο τους. Έργο πολυδιάστατο και πολύπλευρο, όπως υπήρξαν και οι ίδιοι. Ασχολήθηκαν τόσο με το μυαλό όσο και την ψυχή του ανθρώπου. Έστησαν γέφυρες ανάμεσα στο παλιό και το σύγχρονο, τη γνώση και την αρετή, ανάμεσα στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας και την αλήθεια της αγάπης. Νοημάτισαν τον αρχαίο κλασσικό κόσμο και διέσωσαν αξίες με πανανθρώπινο περιεχόμενο. Απέρριψαν τον μονοδιάστατο άνθρωπο που μισεί ό,τι νομίζει ότι αντιπαλεύει την πίστη και την ιδεολογία του. Δεν ηθικολογούσαν ούτε λιθοβολούσαν. Πίστευαν, εβίωναν, λάτρευαν, κήρυτταν «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστημένον».
Ως Χριστοφόροι και Χριστοκήρυκες αναμόρφωσαν την Οικουμένη. Έδειξαν με τη ζωή και το έργο τους ότι η πίστη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο συμβαδίζουν. Απέδειξαν ότι η αλήθεια του Χριστού μπορεί σε κάθε εποχή να γίνει τρόπος ζωής. Και αυτός για τους τρεις είναι ο ύψιστος σκοπός, καθώς η ανθρωπολογία τους είναι θεοκεντρική: Ο «καλός καγαθός» άνθρωπος να γίνει όχι απλώς καλός χριστιανός και καλός άνθρωπος, αλλά να γίνει «άγιος» άνθρωπος. Οραματίστηκαν και κατέδειξαν τον «πολιτικό» και «εκκλησιαστικό» άνθρωπο, όχι τον «θρήσκο, θρησκευτικό και θρησκευόμενο». Τον άνθρωπο που νοιάζεται για το σύνολο και όχι για το άτομο. Δεν αρνήθηκαν τον άνθρωπο ως «ζώον πολιτικόν», κατά τον Αριστοτέλη, αλλά επιδίωξαν να τον αναγάγουν σε «ζώον θεούμενον», κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού, ούτε θηρίο ούτε Θεό. Είδαν τον άνθρωπο ως «πρόσωπο» κι όχι ως «άτομο». Τον κάλεσαν με την προσευχή να γίνει μέτοχος θείας ζωή, «να φορέσει την εικόνα του επουρανίου ανθρώπου» . Γιατί τα «πρόσωπα» δεν πεθαίνουν, όπως τα άτομα. Μετέχουν σε διαρκή άχρονη, αγαπητική «ευχαριστιακή» συνύπαρξη με τους άλλους. Αυτή τη βασική περί θεώσεως διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών ίσως κατανοούν κι εκφράζουν οι νέοι επαναλαμβάνοντας ως σύνθημα το «Δε θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη»!
Για το θράσος μου να γράψω για του υψιπετείς Ιεράρχες ζητώ ταπεινά τη συγγνώμη σας.
Για την υπομονή και την καλοσύνη σας να διαβάσετε το μακροσκελές κείμενό μου ακόμη μία φορά σας
«Ευχαριστώ».
Χρόνια πολλά σε όλους και ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική κοινότητα.