Ο Μακεδονικός αγών ελάχιστα θα τιμηθεί εφέτος με εκδηλώσεις μνήμης. Αν πανηγυρίζαμε όσο θα έπρεπε την 200η επέτειο από την έναρξη της επανάστασης, θα είχαμε κάποια δικαιολογία.
Εμείς όμως έχουμε πάψει να πανηγυρίζουμε εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μας σ’ εκείνους που θυσιάστηκαν, για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι να προβάλλουμε με καύχηση την αναξιότητά μας.
Ο Μακεδονικός αγών είναι η νεότερη εποποιία, η οποία μαρτυρεί ότι το πνεύμα θυσίας δεν είχε εκλείψει ακόμη από τους προγόνους μας. Βέβαια μετά τον σχηματισμό του ελληνικού κρατιδίου στην έκταση που έκριναν οι ισχυροί, για να μη δυσαρεστήσουν υπέρμετρα τον σουλτάνο, σταδιακά εξέλιπε ο πόθος για την απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών. Λησμόνησαν την προσφορά τους, με τα επαναστατικά κινήματα που συνέβαλαν καθοριστικά στην εδραίωση της επανάστασης στον νότο, καθώς επί μήνες κράτησαν πολυπληθή οθωμανικά στρατεύματα. Δεν εκτίμησαν την προσφορά των βορείων Ελλήνων, που κατέφυγαν στον νότο και στήριξαν εκεί την επανάσταση. Τους ξεχώρισαν με τον τίτλο ετερόχθονες, αρνούμενοι να παραχωρήσουν σ’ αυτούς ίσα δικαιώματα, τα οποία όμως έσπευσαν να παραχωρήσουν σε ξένους υπηκόους, για να τους εντάξουν στο επαναστατικό στράτευμα. Αγνόησαν τους ποταμούς αιμάτων αμάχου πληθυσμού, με τους οποίους εκτονώθηκε η αγριότητα του κατακτητή.
Με την πάροδο του χρόνου το όραμα του αγώνα για την απελευθέρωση των σκλάβων αδελφών, γινόταν ολοένα και πιο θαμπό. Μόνο εκείνους που κατάγονταν από τις σκλαβωμένες ακόμη περιοχές συγκινούσε και λίγους ακόμη από οικογένειες καταγόμενους, που είχαν τάξει τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας. Ευκαιρίες δόθηκαν, όμως είτε δεν επέτρεψαν άλλοι να αξιοποιηθούν είτε το ελληνικό κράτος δεν τις αξιοποίησε.
Το 1854 ο Όθων ήταν υποστηρικτής της επανάστασης, που είχε ξεσπάσει με εισβολή ατάκτων στρατευμάτων από την Ελλάδα στα κατεχόμενα από τους Οθωμανούς εδάφη, με την ευκαιρία που έδινε ο Κριμαϊκός πόλεμος. Όμως τα άθλια συμφέροντα Αγγλίας και Γαλλίας ήθελαν τη διατήρηση τότε της ακεραιότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και τη βοήθησαν να εξέλθει νικήτρια στον πόλεμο με τη Ρωσία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά απέκλεισαν τον Πειραιά, αποβίβασαν στράτευμά τους στην Αθήνα και μας εξευτέλισαν με την τριετή κατοχή, αν και η ελληνική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί τους όρους τους και άφησε την επανάσταση αβοήθητη να σβήσει.
Το 1878 δόθηκε νέα ευκαιρία, καθώς η Ρωσία πρότεινε σύμπραξη για απώθηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας από τα κατεχόμενα στην Ευρώπη εδάφη. Όμως τότε στον ελληνικό θρόνο βρισκόταν ο αγγλόφιλος βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος εκτελούσε τις αγγλικές υποδείξεις, αν όχι διαταγές. Και απέρριψε την πρόταση της Ρωσίας. Και όταν αυτή νικηφόρα έφθασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη, κυριευθήκαμε από πανικό μπροστά στον σχηματισμό της μεγάλης Βουλγαρίας. Βέβαια το συνέδριο του Βερολίνου, που ακολούθησε, καθώς οι δυτικοί με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να φθάσει η Ρωσία στη θερμή θάλασσα του Αιγαίου, μέσω του βουλγαρικού προτεκτοράτου της, απέτρεψε τον αφανισμό του βορείου ελληνισμού υπό τη βουλγαρική κατοχή, η οποία αποδείχθηκε, αργότερα, φρικτότερη από την οθωμανική, αν και ολιγόχρονη. Το φοβερό είναι ότι οι Βούλγαροι ποτέ δεν αποδέχθηκαν τη συντριβή του μεγαλοϊδεατισμού τους, αν και προσδέθηκαν στο άρμα των κεντρικών αυτοκρατοριών, μέσω δοτού ηγεμόνα. Αυτές από την εποχή της αυτοκρατορίας των Αψβούργων είχαν εκδηλώσει τον ακραίο ανθελληνισμό τους. Συνεπώς ευλόγησαν τα εγκλήματα των Βουλγάρων και κατά τον Μακεδονικό αγώνα και κατά τον Β΄ μεγάλο πόλεμο.
Είχε προηγηθεί ο πόλεμος της ντροπής του 1897, που έδειξε περίτρανα ότι το ελληνικό κράτος περνούσε μεγάλη παρακμή και διασώθηκε τότε χάρη στην επέμβαση των ισχυρών, που απέτρεψαν την κάθοδο των Οθωμανών στην Αθήνα! Όμως η ελληνική αδυναμία έδωσε πρώτης τάξεως αφορμή στους Βουλγάρους να διεκδικήσουν για λογαριασμό τους τα εδάφη, στα οποία διαβίωνε ο υπόδουλος βόρειος ελληνισμός, ελληνόφωνος, βλαχόφωνος, σλαβόφωνος και αλβανόφωνος. Η αναγνώριση της βουλγαρικής εξαρχίας από τον σουλτάνο, έδινε τη δυνατότητα ο εκκλησιαστικός διαχωρισμός των διαβιούντων στα εδάφη κατοίκων να αποτελεί ταυτόχρονα και εθνικό. Εξαρχικός σήμαινε Βούλγαρος, πατριαρχικός σήμαινε Έλλην. Και άρχισαν οι σφαγές ιερέων, προκρίτων, δασκάλων, γιατρών, εμπόρων, ώστε ο λαός να παραμείνει ακέφαλος και ευάλωτος. Μάλιστα ιδιαίτερη ήταν η μανία κατά των σλαβοφώνων με ελληνική συνείδηση. Και να τονίσουμε ότι τότε ελληνικό σχολείο λειτουργούσε ακόμη και στα Σκόπια. Και μια και το αναφέρουμε, να τονίσουμε ακόμη ότι τότε δεν υπήρχαν κατά την εθνότητα Μακεδόνες. Τους ανακάλυψαν μεταγενέστερα, για τα συμφέροντά τους, οι ισχυροί (Στάλιν, Τίτο, ΗΠΑ, ΕΕ). Και εμείς τους αποδεχθήκαμε, καθώς όλοι έτσι πλέον τους αποκαλούν και εμείς δεν επιτρέπεται να τους αποκαλούμε «φούφουτους», όπως δήλωσε πρώην υπουργός μας επί των εξωτερικών της «εθνικόφρονος» παράταξης!
Η κραυγή αγωνίας των Ελλήνων του Βορρά ενοχλούσε τους εθνικά ελεύθερους και υποτελείς, κατά το φρόνημα, Έλληνες του νότου. Και τότε φάνηκε ένας ήρωας, γόνος οικογένειας, απ’ αυτές που έχουν τάξει να τεθούν στην υπηρεσία της πατρίδας, ο Παύλος Μελάς. Ο πατέρας του, Μιχαήλ, υπήρξε πρωτεργάτης της «Εθνικής Εταιρείας», που επικρίθηκε ως υπεύθυνη για τον πόλεμο της ντροπής του 1897. Πονούσε εκείνος για την κατάντια της χώρας μας, για την οποία είχε δαπανήσει την περιουσία του, πουλώντας ακόμη και το αρχοντικό του. Δεν άντεξε την κατάσταση και αποδήμησε για τη χώρα των ηρώων. Αλλά και ο γυιός του Παύλος μεγαλωμένος ήταν με το φρόνημα του πατέρα του. Είχε λάβει μέρος στον πόλεμο του 1897 ως ανθυπίλαρχος και είχε δει τον εξευτελισμό των ελληνικών όπλων. Πονούσε σαν έβλεπε να παραμένουν ανάλγητοι οι κρατούντες στις εκκλήσεις των Μακεδόνων. Και ανέλαβε δράση. Ως μέλος επιτροπής αξιωματικών διερεύνησης της κατάστασης έφθασε την πρώτη φορά, κάνοντας χρήση της άδειάς του τη δεύτερη, για να θυσιαστεί την τρίτη. Μετά από 12 έτη υπηρεσίας στο στράτευμα είχε καθηλωθεί στον βαθμό του ανθυπίλαρχου. Για άλλους ήταν τότε και διαχρονικά οι ανελίξεις στα αξιώματα.
Τι πρόσφερε ο Παύλος Μελάς στο διάστημα των 45 περίπου ημερών παραμονής του στη Μακεδονία μέχρι τον θάνατό του; Μάλλον τίποτε. Τότε, γιατί του οφείλουμε τόσα πολλά; Γιατί ξύπνησε τη νεκρωμένη συνείδηση των νοτίων Ελλήνων. Έφερε τη Μακεδονία πιο κοντά, όπως έγραψε στο ποίημα, που του αφιέρωσε ο Κωστής Παλαμάς. Και ακολούθησαν τα όσα συνέβησαν. Εθελοντές από την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα έσπευσαν να στηρίξουν τους δοκιμαζόμενους αδελφούς τους στη Μακεδονία, οι οποίοι πέρα από τη βουλγαρική αγριότητα αντιμετώπιζαν και την εμφανή εχθρότητα όλων των ισχυρών, μηδέ των «προστατών» Άγγλων εξαιρουμένων. Το κίνημα των Νεοτούρκων (1908), που έθεσε τέρμα στην αιματηρή αντιπαράθεση δύο ομοδόξων λαών, έληξε με νίκη των ελληνικών όπλων. Η Μακεδονία είχε σωθεί με αίμα, για να παραδοθούν αιώνα αργότερα εν καιρώ ειρήνης, το όνομά της, η γλώσσα της και η ιστορία της σε νέο εθνικό μόρφωμα, κατ’ απαίτηση των ισχυρών και με ελληνικές υπογραφές, που θα μαρτυρούν διαχρονικά τη μεγάλη παρακμή που βιώνουμε σήμερα, παρόμοια, αν όχι χειρότερη του τέλους του 19ου αιώνα.
Ακολούθησαν οι βαλκανοτουρκικοί πόλεμοι και η χώρα μας έδειξε ότι δεν είχε αποκλεισθεί από το προσκήνιο της ιστορίας. Ας ελπίσουμε ότι θα ξεπεράσουμε και την παρακμή που σήμερα βιώνουμε.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»