Κατά τη νεωτερικότητα το θρησκευτικό φαινόμενο ερμηνεύτηκε με βάση αρχές της υλιστικής φιλοσοφίας, η οποία είχε επηρεάσει σημαντικά τον κύκλο των διανοουμένων. Απορρίφθηκε η κρατούσα άποψη ότι το θρησκευτικό αίσθημα είναι έμφυτο στον άνθρωπο και υποστηρίχθηκε ότι είναι κοινωνικό επιφαινόμενο.
Τονίστηκε μάλιστα με ιδιαίτερη έπαρση και μορφή προφητικού λόγου ότι θα αφανιστεί στις μελλοντικές κοινωνίες υπό τα πλήγματα που θα δεχθούν οι περί θρησκευτικής πίστης αντιλήψεις από την επέλαση της επιστημονικής προόδου (επιστημονικός μεσσιανισμός). Μη κάνοντας διάκριση μεταξύ των θρησκειών οι αναλυτές, οπαδοί της υλιστικής φιλοσοφίας, απέρριψαν την Αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο, θεμέλιο της χριστιανικής πίστης και σαφή ειδοποιό διαφορά αυτής από οποιαδήποτε άλλη μορφή θρησκευτικής πίστης. Μάλιστα οι επιχειρήσαντες κοινωνιολογική προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου αποφάνθηκαν ότι οι θρησκείες είναι δημιουργήματα των κρατούντων, σε κάθε εποχή και κάθε λαό, προκειμένου, μέσω αυτών, οι πολίτες να παραμένουν πειθήνιοι στις εντολές της εξουσίας και να αποφεύγουν τη δυναμική διεκδίκηση δικαιωμάτων. Υποστήριξαν μάλιστα ότι οι θρησκευτικοί ηγέτες αποκομίζουν οφέλη συμπράττοντας με την εξουσία και υπηρετώντας τα σχέδιά της αποκοίμισης των λαών.
Οι αναλύσεις αυτές έγιναν σε ευρωπαϊκές χώρες, υποτιθέμενες χριστιανικές, και έχουν γίνει ήδη αποδεκτές από πλήθος Ευρωπαίων πολιτών, αν και αυτό δεν οφείλεται πρωτίστως στον επιστημονικό μεσσιανισμό, ο οποίος έχει εγκαταλειφθεί εδώ και αιώνα. Δεν οφείλεται και στην αποδοχή του ιδεολογικού υλισμού, καθώς οι ιδεολογίες έχουν καταρρεύσει στο τέλος του 20ου αιώνα. Κυρίαρχη μορφή υλισμού είναι ο πρακτικός, που απορρέει από την υλική ευμάρεια και την κατάπτωση των πνευματικών αξιών. Παρ’ αυτό, φαίνεται, όπως δείχνουν οι κατά καιρούς δημοσκοπήσεις, ότι αρκετοί συνάνθρωποί μας σε ευρωπαϊκό έδαφος δηλώνουν ότι πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού, ίσως πλασμένου πάντως καθ’ ομοίωσή τους.
Εκείνο, που δεν εξέτασαν σε βάθος, όσοι χριστιανοί επιχείρησαν να αντικρούσουν τις αναλύσεις των υλιστών διανοουμένων, είναι τα στοιχεία, στα οποία εκείνοι στηρίχθηκαν και εν πολλοίς στηρίζονται ακόμη. Είναι ψευδές ότι, διαχρονικά, πλείστοι θρησκευτικοί ηγέτες συμπορεύθηκαν με κοσμικούς άρχοντες, ικανοποίησαν τις απαιτήσεις τους και αποκόμισαν οφέλη προσωπικά ή της θρησκευτικής ομάδας, της οποίας εκείνοι ηγούνταν; Τί μελέτησαν οι οπαδοί του λεγομένου διαφωτισμού; Τον βίο και την πολιτεία των παπών, κατά τον Μεσαίωνα. Τί μελέτησαν οι μαρξιστές; Τον βίο και την πολιτεία των θρησκευτικών ηγητόρων στη Δυτική Ευρώπη, κατά τον 19ο αιώνα.
Η προκατάληψη και η εμπάθεια των αρνητών της πίστης δεν τους επέτρεψαν να επεκταθούν πέρα από τα θλιβερά συμβάντα με πρωταγωνιστές χριστιανούς. Απεναντίας εξέφραζαν απέραντη ικανοποίηση προβάλλοντας τις αδυναμίες, που οδήγησαν κατ’ όνομα χριστιανούς σε ενέργειες ή παραλείψεις, σε αντίθεση προς τη διδασκαλία του Χριστού. Δυστυχώς αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι αρνητές του Ευαγγελίου αποφεύγουν επιμελώς την όποια αναφορά στον Χριστό και στους αγίους της Εκκλησίας!
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός προβάλλει στον προφήτη του Σαμουήλ σαφή την εικόνα του βασιλιά, που ο εβραϊκός λαός ζητούσε να υποκαταστήσει τον κριτή, χρισμένο από τον Θεό ηγέτη του (θεοκρατία). Ο βασιλιάς θα καλοπερνά μέσα στη χλιδή και λίγο θα νοιάζεται για τους υπηκόους του, σε αντίθεση με τον κριτή, που κακοπαθούσε και πρώτος διακινδύνευε εν καιρώ πολέμου. Σήμερα ο όρος θεοκρατία πάσχει, όπως και τόσοι άλλοι, από προκατειλημμένους ή άσχετους αναλυτές. Ο Θεός τότε σεβάστηκε την επιθυμία του λαού και έδωσε εντολή στον Σαμουήλ να χρίσει βασιλιά.
Τον δρόμο για την έλευση του θεανθρώπου Χριστού ετοίμασε ο βαπτιστής του, ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Υπήρξε δριμύς κατήγορος της θρησκευτικών ηγετών των Ιουδαίων, οι οποίοι στάθηκαν ανήμποροι να πείσουν τον λαό να μην τον ακολουθεί. Δεν περιορίστηκε όμως στον καυτηριασμό της υποκρισίας αυτών και μόνο, αλλά έβαλε και κατά κοσμικού ηγέτη, του Ηρώδη. Το «ουκ εξεστί σοι», συντάραζε τον ύπνο του μοιχού και, πολύ περισσότερο, της μοιχαλίδας Ηρωδιάδας. Ήταν τόσο το πάθος της, ώστε προτίμησε ένα κομμένο κεφάλι από του να συνδιοικήσει την επικράτεια του Ηρώδη. Ο όρος πάθος απουσιάζει παντελώς από τις αναλύσεις των σκοπών και κινήτρων των ενεργειών των προσώπων, διαχρονικά. Αποφεύγεται συστηματικά η χρήση οποιουδήποτε εκκλησιαστικού όρου από τα «ελεύθερα πνεύματα», ίνα μη αυτά μιανθώσι! Γι’ αυτό και οι αναλύσεις τους είναι πάμπτωχες.
Ο Ιησούς Χριστός, κατά την αρχή του δημοσίου βίου του, άφησε σημαντικότατη παρακαταθήκη στους πιστούς σε σχέση με την εξουσία, όταν δέχθηκε τους πειρασμούς από τον διάβολο, στην ύπαρξη του οποίου πολύ λιγότεροι πιστεύουν εν σχέσει με τους πιστεύοντες στην ύπαρξη Θεού. Στην προσφορά του διαβόλου «ταύτα πάντα σοι δώσω, αν πεσών προσκυνήσης με» αποκρίθηκε: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνῳ λατρεύσεις». Η μεγαλύτερη αυταπάτη, κατά τη χριστιανική εποχή, υπήρξε η διακήρυξη ότι οι εξουσίες έγιναν χριστιανικές! Ο Χριστός τήρησε την ίδια στάση με τον άγιο Ιωάννη έναντι των θρησκευτικών ηγετών, πρόσθεσε όμως ανεπανάληπτο λόγο για την άσκηση της εξουσίας. «Ξέρετε ότι εκείνοι που θεωρούνται άρχοντες των εθνών, τα καταδυναστεύουν, και οι μεγάλοι άνδρες τους τα καταπιέζουν. Μεταξύ σας όμως δεν θα συμβαίνει το ίδιο. Αλλ’ εκείνος που θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας, θα είναι υπηρέτης σας, και εκείνος που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, θα είναι δούλος όλων. Η εντολή αυτή όχι μόνο φαίνεται ακόμη και σήμερα αποκρουστική από κάθε μορφής κοσμικό ηγέτη ή ηγετίσκο, αλλά και από θρησκευτικούς.
Ο Χριστός στάθηκε απαθής ενώπιον του Πιλάτου, ο οποίος του τόνισε ότι είχε την εξουσία καταδίκης ή απαλλαγής. Αυτή τη στάση ακολούθησαν πλήθος μαθητών του Χριστού στη συνέχεια. Ο Απόστολος Πέτρος ενώπιον του Ιουδαϊκού Συνεδρίου, που τον απειλούσε τόνισε: «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». Ακολούθησε ο διωγμός με θύματα εκατομμυρίων πιστών, που αρνήθηκαν την υπόδειξη «φιλανθρώπων» δημίων να θυσιάσουν και ας συνεχίσουν να παραμένουν πιστοί στον Εσταυρωμένο, καθώς για κάθε διώκτη η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί τον μεγαλύτερο μύθο της ιστορίας. Το μαρτύριο εκατομμυρίων αθώων μαθητών του Χριστού αφήνει παντελώς αδιάφορους τους ιστάμενους κριτικά ή αρνητικά έναντι του Θεανθρώπου. Διαγράφοντας αυτοί την ιστορία των τριών πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, περνούν στην έρευνα των αδυναμιών των προσώπων, που έζησαν σε μεταγενέστερους αιώνες φέροντες τον τίτλο χριστιανός. Αλλά και πάλι η εμπάθεια και η προκατάληψη είναι έκδηλες σε κάθε εργασία. Αποφεύγουν συστηματικά την ενασχόληση με τον βίο και τα έργα των αγίων της Εκκλησίας επικεντρώνοντας την έρευνα σε πρόσωπα, που αστόχησαν περί την ευαγγελική διδασκαλία. Έτσι σήμερα έχουν απαξιωθεί στη χώρα μας οι Τρείς μέγιστοι φωστήρες, οι θεωρητικά προστάτες της ανύπαρκτης παιδείας. Η σύγκρουσή τους με την κοσμική εξουσία όχι μόνο για θέματα πίστης αλλά και για κοινωνικά καταρρίπτει το σαθρό οικοδόμημα της αντιχριστιανικής προπαγάνδας.
Ακολούθησαν πλήθος διωγμών εκκλησιαστικών προσώπων ακόμη και στη δική μας (ναι δική μας) αυτοκρατορία της Ρωμανίας (το Βυζάντιο των παραχαρακτών Δυτικοευρωπαίων). Πατριάρχες απομακρύνθηκαν από τον θρόνο, επειδή δεν ενέδωσαν στην επιθυμία του αυτοκράτορα, επαναλαμβάνοντας το «ουκ εξεστί σοι». Βέβαια ποτέ ο πατριαρχικός θρόνος δεν έμεινε κενός. Πάντοτε βρισκόταν κάποιος πρόθυμος να υπακούσει στον κοσμικά ισχυρό, για να δρέψει εφήμερη δόξα!
Η εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού σώματος έχει ενταθεί στον καιρό μας και πολλά εκκλησιαστικά πρόσωπα δίδουν αφορμή για επικρίσεις κατά της Εκκλησίας. Πότε θα δούμε και πάλι πνευματικούς ηγέτες να ορθώνουν το ανάστημά τους έναντι των κοσμικά ισχυρών και να απευθύνονται με θάρρος τονίζοντας «ουκ εξεστί σοι»; Έχει τόση ανάγκη από φωνές ευαγγελικής παρρησίας ο λαός μας.
«Μακρυγιάννης»