Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012
ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟΥ (1934-1940)
του Γεωργίου Χρ. Παπαγεωργίου
- Φορούλη Ιωάννα από το Καταφύγι
Το σχολείο λειτουργούσε για πέντε μέρες πρωί-απόγευμα και το Σάββατο μόνο το πρωί. Επειδή δεν υπήρχαν ρολόγια πηγαίναμε στο σχολείο με τον ήχο από το πρωινό χτύπημα της καμπάνας του χωριού. Αυτή ήταν υποχρέωση-με τη σειρά-ενός μαθητή που ανελάμβανε ειδική υπηρεσία για τούτο. Όταν έκανε κρύο κουβαλούσαμε όλοι οι μαθητές καθημερινά από ένα καυσόξυλο για να ζεσταθούμε με τις σόμπες που είχαμε στις αίθουσες διδασκαλίας.
Στο σχολείο υπήρχαν δύο δάσκαλοι, ο ένας δίδασκε στην πρώτη-τρίτη και τέταρτη τάξη κι ο άλλος στην δεύτερη-πέμπτη και έκτη, αντίστοιχα. Οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί, επέμεναν να μάθουμε γράμματα, όμως, μας έδερναν με το χέρι αλλά ιδίως με τη βέργα στα χέρια, τους φοβόμασταν πάρα πολύ.
Ήμασταν πολλοί μαθητές στις έξη τάξεις, γύρω στα ογδόντα (80) άτομα. Μέχρι την τέταρτη τάξη μαθαίναμε στη δημοτική γλώσσα, στην πέμπτη και έκτη στην καθαρεύουσα, που ήταν δύσκολη. Δεν είχαμε βοηθητικά βιβλία, όλα δε τα μαθήματα τα έγραφε ο δάσκαλος στον πίνακα, τα αντιγράφαμε και τα μαθαίναμε στο σπίτι από το τετράδιο. Πολλές φορές η ανέχεια των γονιών μας ήταν τέτοια που δεν μας αγόραζαν ούτε τετράδια. Χρησιμοποιούσαμε μελανοδοχείο με πέννα για να φαίνονται τα γράμματα καλύτερα, όμως γράφαμε και με μολύβι, ήταν πιο εύκολο. Υπήρχε μόνο ένα διάλειμμα στο σχολείο για να παίξουμε διάφορα παιχνίδια, ενώ στο σπίτι είχαμε πολύ διάβασμα και γράψιμο.
Οι περισσότεροι γονείς δεν ενδιαφέρονταν να ρωτήσουν το δάσκαλο για τα παιδιά τους, αν δηλ. μαθαίνουν, προοδεύουν κ.τ.λ., ίσως επειδή ήταν κι αυτοί όλοι, σχεδόν, αγράμματοι. Ενδιαφέρονταν, συνήθως, να απασχολούν τα παιδιά τους σε εργασίες του σπιτιού, όπως τα αγόρια στη βοσκή των ζώων (γελάδια, γιδοπρόβατα, γουρούνια) και να πηγαίνουν στα μαντριά, ενώ τα κορίτσια βοηθούσαν στο σπίτι σε όλες τις δουλειές, πήγαιναν στη βρύση να φέρουν νερό και βοηθούσαν στην καθαριότητα του σπιτιού. Ο πατέρας μου, όμως, ενδιαφέρονταν πολύ και ρωτούσε σχετικά το δάσκαλο.
Το Μάη, οι γονείς μας ξυπνούσαν πολύ νωρίς και μας έστελναν καθημερινά πολύ πρωί στις στρούγκες με ένα δοχείο 2-3 οκάδες, μας έδιναν ανθόγαλο που το τρώγαμε όταν γυρίζαμε στο σπίτι. Πολλές φορές πηγαίνοντας παίρναμε νερό από τους λάκκους, χρειάζονταν στο μαντρί. Γυρνούσαμε βιαστικά στο σπίτι, γιατί θα χτυπούσε η καμπάνα για το σχολείο. Η διαδρομή για το μαντρί ήταν μεγάλη, σχεδόν μια ώρα πήγαινε-έλα.
Από το σχολείο, κουβαλούσαμε με τη σειρά ξύλα και νερό από τη βρύση για το σπίτι του δασκάλου. Οι δάσκαλοι ήταν όλοι καλοί, προσπαθούσαν να μας μάθουν γράμματα και καλούς τρόπους. Εγώ είχα μεράκι, μου άρεσε το διάβασμα και μάθαινα εύκολα, όλοι οι δάσκαλοι με αγαπούσαν, δεν τιμωρήθηκα ποτέ κι ούτε με έδειραν. Πολλές φορές, όταν ο δάσκαλος έκανε μάθημα σε άλλη αίθουσα σε μικρότερη τάξη, με άφηνε να προσέχω τους συμμαθητές μου να κάνουν ησυχία, να γράφω τα ονόματα αυτών που φώναζαν ή τσακώνονταν. Στις εξετάσεις πάντα έπαιρνα άριστα, το ίδιο και στο απολυτήριο, ήμουν και σημαιοφόρος στην έκτη τάξη. Δεν μπόρεσα να πάρω το χαρτί του απολυτηρίου, επειδή στοίχιζε 80 δρχ. και δεν είχαν οι γονείς μου χρήματα για να δώσουν. Κανένας μαθητής δεν έπαιρνε το χαρτί του απολυτηρίου, απλά μας ανακοίνωναν τους βαθμούς.
Πηγαίναμε και ημερήσιες εκδρομές και συναντιόμασταν με τα παιδιά των σχολείων των γειτονικών χωριών (Λιβαδερού, Τριγωνικού, Τρανοβάλτου, Φρουρίου και Ρυμνίου). Στο σχολείο είχε σάλπιγγα και τύμπανο, που τα χρησιμοποιούσαμε πάντα στη γυμναστική, στις σχολικές γιορτές και στις παρελάσεις.
Πολλά παιδιά, ιδίως αγόρια, φοβούνταν να έρθουν στο σχολείο επειδή έδερνε ο δάσκαλος και κατέφευγαν έξω από το χωριό στο δάσος. Πηγαίναμε και τους φέρναμε με το ζόρι. Θυμάμαι μια φορά που ο ξάδερφός μου Βαγγέλης Χαρισόπουλος, μικρότερός μου κατά δύο χρόνια, δεν έρχονταν στο σχολείο, μαζευτήκαμε 5-6 παιδιά της γειτονιάς και πήγαμε να τον «συλλάβουμε» για να τον οδηγήσουμε στο σχολείο. Μας πήρε είδηση και έφυγε μακριά, τον κυνηγήσαμε μέχρι το λάκκο της Κατερίνης, τελικά, όμως, τον πιάσαμε και τον πήγαμε στο σχολείο. Η δασκάλα μας κατηγόρησε που χάσαμε το μάθημα. Τον ξάδερφό μου, όμως, τον έδειρε πολύ ο δάσκαλος, τον τιμώρησε με «νηστεία» όλο το βράδυ, αλλά πήδησε από το παράθυρο και πήγε στο σπίτι του. Παλιότερα οι δάσκαλοι έδερναν περισσότερο, μάλιστα μας είχαν πει ότι ένα παιδί, από τους Παπαδημητράδες, πέθανε από το πολύ ξύλο.
Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Μεταξάς το 1936 έφτιαξε δική του νεολαία με ειδικές στολές. Μέχρι 12 χρονών ήταν σκαπανείς και μέχρι τα 18 φαλαγγίτες. Γίνονταν συχνά συγκεντρώσεις, μαθήματα από τους δασκάλους και γυμναστική υποχρεωτικά. Στην εκκλησία την Κυριακή ψέλναμε τροπάριο για όλη τη βασιλική οικογένεια. Επίσης, μετά το 1936 στο σχολείο στην πρωινή προσευχή αναφέρονταν το όνομα του κυβερνήτη Ι. Μεταξά, που προς το τέλος έλεγε…. «φύλαξον υπό την σκέπην σου τον σιδηρούν κυβερνήτη της χώρας και άπασαν την εθνική οργάνωση των νέων της Ελλάδος»
Κάθε Σάββατο είχαμε κατήχηση και λειτουργική. Ο δάσκαλος μας εξηγούσε το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής. Μαθαίναμε όλα τα τροπάρια, πηγαίναμε κάθε Κυριακή υποχρεωτικά και ψέλναμε στην εκκλησία, λέγαμε με σειρά τον Απόστολο και το Πιστεύω, ο δάσκαλος έπαιρνε και απουσίες, μόνο με άδεια μπορούσε να λείψει κανείς.
Από το -υπό εκτύπωση- 24ο τεύχος της εφημερίδας "Εν Μικροβάλτω..."